Η σύντομη ζωή του
Ο Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα, εμβληματικός ιδεολογικός ηγέτης της Ισπανικής Δεξιάς, γεννήθηκε το 1903 στην Ανδαλουσία, μέσα σε μια οικογένεια με μακρά στρατιωτική παράδοση και ιδιαίτερη πατριωτική αυτογνωσία.
Ο πατέρας του, στρατηγός Μιγκέλ Πρίμο ντε Ριβέρα, ήταν ένας από τους ελάχιστους στρατιωτικούς της εποχής του, που στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων και διέσωσε την τιμή των ισπανικών όπλων κατά την δύσκολη περίοδο κατά την οποία η Ισπανία αντιμετώπιζε τις κουβανικές εξεγέρσεις, τον ισπανο-αμερικανικό πόλεμο, και τις ταραχές στο Μαρόκο. Στη συνέχεια διακρίθηκε ως στρατιωτικός διοικητής στην Καταλονία, την οποία παρέλαβε σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου (εν μέσω συνεχών συγκρούσεων μεταξύ αναρχικών και δυνάμεων της αστυνομίας) για να επιβάλλει την τάξη μέσα από μία ψύχραιμη αντιμετώπιση της κατάστασης. Το 1923 ηγήθηκε στρατιωτικού κινήματος (pronunciamento), και διοίκησε δικτατορικά την Ισπανία, υπό την αιγίδα του βασιλέως, μέχρι το 1930. Η επταετία της διακυβέρνησης του Μιγκέλ Πρίμο ντε Ριβέρα, λόγω της μετριοπάθειας που επέδειξε και της ευρύτερης λαϊκής στήριξης που επέτυχε, ακόμη και από την σοσιαλιστική Γενική Συνομοσπονδία Εργατών, αλλά και της σχετικής ανοχής που επέδειξαν οι αναρχικοί απέναντί της, αποτέλεσε μία ευσταθή περίοδο για την Ισπανία, που πολλοί νοστάλγησαν μετά την πτώση της το 1930 και την ανακήρυξη της Δεύτερης Δημοκρατίας η οποία, μετά από την εναλλαγή ασθενών κεντροαριστερών και κεντροδεξιών κυβερνήσεων, κατέληξε το 1936 στον αιματηρό Ισπανικό Εμφύλιο.
Ο Χοσέ Αντόνιο, όπως έγινε ευρύτερα γνωστός στους Ισπανούς (που τον αποκαλούσαν μόνο με το μικρό του όνομα λόγω της μεγάλης δημοτικότητάς του), νομικός το επάγγελμα, και σε ηλικία μικρότερη των τριάντα ετών, δεν ακολούθησε τον πατέρα του στην εξορία του στο Παρίσι (όπου και πέθανε), αλλά έμεινε στην Ισπανία υπερασπιζόμενος το έργο του με μεγάλη επιτυχία. Φύσις ασκητική με υψηλή αισθητική αντίληψη, ανεδείχθη ως ο κατ' εξοχήν διανοούμενος της Ισπανικής Δεξιάς κατά την προ του Φράνκο περίοδο.
Περί το τέλος του 1933, ο Χοσέ Αντόνιο ίδρυσε την ριζοσπαστική πολιτική κίνηση «Ισπανική Φάλαγγα» (Falange Espanola) και εξελέγη βουλευτής στην Ισπανική Κόρτες (Βουλή) στην γενέτειρά του Κάδιξ. Τον χειμώνα του 1933-1934 συγχωνεύθηκαν με την Φάλαγγα οι Ενώσεις των Εθνικοσυνδικαλιστών (J.O.N.S.= Juntas de Ofensiva Nacional Sindicalista) που ιδρύθηκαν από τους Ισπανούς φασίστες Ραμίρο Λεντέσμα Ράμος και Ονέσιμο Ρεντόντο, μέσα σε μία έκρυθμη ατμόσφαιρα για την Ισπανία, και ενώ είχαν ήδη αρχίσει οι συγκρούσεις μεταξύ σοσιαλιστών και αναρχικών στη Μαδρίτη. Αμέσως μετά, η Φάλαγγα δέχτηκε πολύμηνες δολοφονικές επιθέσεις από τους σοσιαλιστές, χωρίς να αντιδρά μέχρι και τον Ιούνιο του 1934, οπότε πέρασε στην αντεπίθεση, παρά τους ενδοιασμούς του Χοσέ Αντόνιο, ο οποίος παρά την ρητορική οξύτητα των λόγων του, ήταν ως άνθρωπος αγαπητός ακόμα και από τους εχθρούς του.
Η ένοπλη εξέγερση της Αριστεράς τον Οκτώβριο του 1934 κατά της νόμιμης κεντροδεξιάς κυβέρνησης και η επακολουθήσασα ήττα της Δεξιάς στις εκλογές του 1936 από το «Λαϊκό Μέτωπο» της Αριστεράς, ανέδειξε την Φάλαγγα ως τον κυριώτερο εκφραστή της δεξιάς αντίστασης. Η δύναμή της την εποχή εκείνη ανέρχονταν σε 10.000 φαλαγγίτες και 15.000 συμπαθούντες, χωρίς να προσμετρούνται πολλές χιλιάδες φοιτητών, οι οποίοι ως φοιτητές δεν τους επιτρεπόταν να εγγραφούν σε πολιτικά κόμματα. Η συντριπτική πλειονότητα των μελών της Φάλαγγας ήταν νέοι κάτω των 21 ετών, κυρίως από τις υποβαθμισμένες λαϊκές τάξεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και εξέχοντα μέλη της υψηλής αριστοκρατίας.
Ένα μήνα μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης από την Αριστερά, και συγκεκριμένα στις 14 Μαρτίου 1936, η Φάλαγγα κηρύχθηκε εκτός νόμου, και ο αρχηγός της Χοσέ Αντόνιο, συνελήφθη με την κατηγορία της παράνομης οπλοκατοχής, για την οποία του επεβλήθη μικρή ποινή φυλάκισης. Η έκρηξη του Ισπανικού Εμφύλιου, ο οποίος ξέσπασε το καλοκαίρι του 1936, ενώ ο Χοσέ Αντόνιο εξέτιε την ποινή του, οδήγησε τους δεσμώτες του στην Αλικάντε να τον εκτελέσουν για λόγους εκδίκησης στις 20 Νοεμβρίου του 1938, σε ηλικία μόλις 33 ετών, με την κατηγορία ότι «βοήθησε στην προετοιμασία της στρατιωτικής εξέγερσης (του Φράνκο) εναντίον της Δημοκρατίας».
Πέθανε αγέρωχος αναφωνώντας μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα: «Θα μας επιβραβεύσει ο Θεός. Ζήτω η Ισπανία!», ενώ στο προσκλητήριο της Φάλαγγας οι σύντροφοί του στο άκουσμα του ονόματός του εφώναζαν έκτοτε: «Παρών» (Presente). Άλλωστε με αυτό το προσωνύμιο έμεινε χαραγμένος στη ζωή των Ισπανών πατριωτών, οι οποίοι τίμησαν τη μνήμη του δίνοντας το όνομά του σε δρόμους και πλατείες όλης της Ισπανίας και αναγράφοντάς το αυθόρμητα στους τοίχους με πελώρια γράμματα: Jose Antonio, Presente!
Η πολιτική του διαθήκη
Οι κύριοι άξονες της πολιτικής του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα επικεντρώνονται αφενός μεν στον οικουμενικό ιστορικό ρόλο του Ισπανικού Έθνους, και αφετέρου στις ελπίδες του Ισπανικού Λαού για κοινωνική δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τον Χοσέ Αντόνιο «η γενιά μας αρνείται να παραιτηθεί σε μια ζωή πεπερασμένων ορίων», ενώ ασκώντας αυστηρή κριτική στο λεγόμενο «φιλελεύθερο κράτος» παρατηρεί ειρωνικά ότι «εκεί είσαι ελεύθερος να δουλεύεις όπως θέλεις, πεθαίνοντας ενδεχομένως από πείνα, στο όνομα της πιο ακραίας φιλελεύθερης αξιοπρέπειας».
Αναφερόμενος στον ισπανικό καπιταλισμό, παρατηρεί ότι εξαρχής άρπαζε κρατική βοήθεια και φορολογικές απαλλαγές, κρατώντας μεγάλες λαϊκές μάζες στα όρια της πείνας και επιβραβεύοντας την επίχρυση οκνηρία των ολίγων. Ασκώντας κριτική στην δομή των πολιτικών κομμάτων επισημαίνει ότι πριν από τη γέννησή τους, λαοί και άτομα γνώριζαν ότι υπεράνω της δικής τους λογικής στέκονταν η αιώνια αλήθεια, ενώ μετά την ανάδειξή τους σε απόλυτους κυρίαρχους της πολιτικής ζωής κατέστησαν την ψηφοφορία ρυθμιστή της ενότητας ή της αυτοκτονίας της πατρίδας, ή ακόμα της ύπαρξης ή μη του Θεού!
Κατά τον Χοσέ Αντόνιο, ο σοσιαλισμός (σε αντίθεση με τον αναρχισμό στον οποίο δεν ασκεί κριτική) απέτυχε να καταξιωθεί ως κίνημα σωτηρίας του ανθρώπου, λόγω των διακηρύξεών του περί συνεχούς πάλης των τάξεων (συνεχούς δηλαδή εμφυλίου πολέμου), περί του υλισμού της ιστορίας, αλλά και των χαρακτηρισμών του δια μεν την θρησκεία ως όπιο του λαού, δια δε την πατρίδα ως λέξης που απλά επινοήθηκε ως εργαλείο καταπίεσης.
Αναφερόμενος στον ρόλο των «ταγών» παραπέμπει σε παλαιό σχόλιο για την επίδραση που είχε στον ισπανικό λαό η ηγετική φυσιογνωμία του Ελ Σιντ, σύμφωνα με το οποίο: «Μα τον Θεό, πόσο καλοί υπήκοοι θα ήταν οι Ισπανοί αν είχαν έναν άξιο άρχοντα». Το πώς εννοεί τον άξιο άρχοντα, μας το περιγράφει με ενάργεια ο ίδιος: «Για να είναι κανείς πραγματικός ηγέτης θα πρέπει να είναι κάτι σαν προφήτης, θα πρέπει να έχει τέτοια πίστη, υγεία, και ενθουσιασμό, αλλά και τέτοιον θυμό, ώστε να μην είναι συμβατός με οποιαδήποτε εικόνα λεπτότητος». Κάτω από αυτό το πρίσμα αμφισβητεί τα ηγετικά προσόντα των διανοουμένων, συμπεριλαμβάνοντας και τον εαυτό του - λόγω της γνωστής μετριοφροσύνης του - καθώς «οι αμφιβολίες και η αίσθηση ειρωνείας και χιούμορ που ποτέ δεν εγκαταλείπουν όλους εμάς που διακατεχόμαστε από πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις, μας καθιστούν ανίκανους να προφέρουμε χωρίς να κομπιάζουμε εκείνες τις άκαμπτες διαταγές που απαιτούνται να δοθούν από έναν ηγέτη». Όμως η ιστορία έχει καταδείξει ότι, όπως υπάρχουν δολοφόνοι με αγγελικό πρόσωπο, έτσι υπάρχουν και ηγέτες διανοούμενοι με αίσθηση του χιούμορ και ανεπτυγμένες εσωτερικές ανθρώπινες ανησυχίες.
Καυτηριάζοντας τις αυτονομιστικές κινήσεις των Βάσκων και των Καταλανών («ένα έγκλημα που δεν θα συγχωρήσουμε ποτέ»), αναφέρεται στην έννοια του έθνους ως υπερβαίνοντος τα κριτήρια της κοινής γλώσσας, φυλής, θρησκείας, και τόπου. Το έθνος είναι πάνω απ΄ όλα το «μεγάλο αδιαίρετο πεπρωμένο». Όταν η συνέχεια και η διάρκεια του έθνους βρίσκονται σε κίνδυνο, δεν έχετε το δικαίωμα να παραμένετε ουδέτεροι, διακηρύσσει «προς τους Ισπανούς στρατιώτες», υπενθυμίζοντάς τους την ρήση του φιλόσοφου Όσβαλντ Σπένγκλερ: «Σε τελευταία ανάλυση, ο πολιτισμός πάντοτε διασώθηκε από μια διμοιρία στρατιωτών».
Υπέρμαχος της νιτσεϊκής «θέλησης για δύναμη» (Der Wille zur Macht), διακηρύσσει ότι «όταν η δικαιοσύνη ή η πατρίδα βεβηλώνονται από κάποιους, τότε αρχίζοντας με πυροβολισμούς είναι σχεδόν πάντα ο καλύτερος τρόπος για να καταλαβαινόμαστε με αυτούς τους κάποιους». Στο κάτω-κάτω της γραφής η ζωή δεν είναι παρά «εθνοφρουρά» και κανείς οφείλει να την ζει σε πνεύμα αγνότητας, ασκητισμού και θυσίας. Εκείνοι που θα επιτύχουν κάτι τέτοιο είναι οι άνθρωποι που συνειδητοποιούν την ποιητική στάση της συμπεριφοράς τους. Έτσι κι αλλιώς «ουδείς πλην των ποιητών δεν μπόρεσε ποτέ να συγκινήσει τον κόσμο». Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει κανείς να ανακαλύψει εκ νέου την «Πατρίδα: Ενωμένη-Μεγάλη-Ελεύθερη» (σύνθημα που πρωτοχρησιμοποίησε ο Ισπανός φασιστής ηγέτης Λεντέσμα).
Επαγγέλλεται τη «νέα τάξη» μέσα από μια «εθνική επανάσταση» η οποία θα οργανώσει την ισπανική κοινωνία, πέραν και μακράν των κομμάτων, επάνω σε μια συνεταιριστική φιλοσοφία, σε έναν συνεταιρισμό όπου η οικογένεια, η κοινότητα, και τα συνδικάτα που διεισδύουν κάθετα στους διάφορους κλάδους της παραγωγής, αποτελούν τους πραγματικούς εκφραστές της υγιούς κοινωνικής δυναμικής. Στα πλαίσια αυτά εισηγείται το επείγον μιας γενναίας αγροτικής μεταρρύθμισης, και την αναγκαιότητα μιας εθνικής παιδείας, η οποία θα στοχεύει στην διαμόρφωση ενός αγέρωχου εθνικού πνεύματος και μιας ενσυνείδητης υπερηφάνειας για την πατρίδα, ενώ παράλληλα διαφοροποιεί τις λειτουργίες του κράτους από αυτές της εκκλησίας.
Ένθερμος καθολικός ο ίδιος, θεωρεί τον Παράδεισο όχι ως τόπο αναπαύσεως αλλά ως τόπο δράσεως, όπου «οι άγγελοι αναμένονται να είναι όρθιοι σε εγρήγορση, οπλισμένοι με τα φημισμένα σπαθιά του Τολέδο», ενώ το όνειρό του ήταν «να δει την Ισπανική Φάλαγγα να κατακτά την Ισπανία για την Ισπανία, βαδίζοντας στους ήχους στρατιωτικών εμβατηρίων».
Χοσέ Αντόνιο! Ονειροπόλος και αγγελοκρουσμένος. Σε τάξη μάχης. Πάντα Παρών! Jose Antonio, Presente!
Σε τάξη μάχης
Χοσέ Αντόνιο, των χρόνων του Ιησού
Της ποίησης των ουρανών της Σπάνιας
Του κώδικα της στρατιωτικής τιμής
Και της ασκητικής των πεζοπόρων της ασφάλτου
Χοσέ Αντόνιο, της φάλαγγας των Σπαρτιατών
Του ιερού ζυγού της καθαγιασμένης εργασίας
Των βασιλέων που απωθήσαν τους Μαυριτανούς
Και των βελών της Ισαβέλλας της Καστίλλης και Αραγωνίας
Του έθνους της παγκόσμιας αποστολής
Των κατακτήσεων του Νέου Κόσμου
Και των ναυμάχων της Ιβηρικής
Και της περήφανης αξιοπρέπειας του ανθρώπου
Με τη χλευαστική διάθεση
Απέναντι στους γυρολόγους του θανάτου
Εχθρέ των τοκογλύφων και των καταπιεστών
Των διαμεσολαβητών και των παράσιτων της οικονομικής ολιγαρχίας
Και οραματιστή της λαϊκής ανάτασης
Και της ανάπλασης του μέλλοντος μιας δοξασμένης αυτοκρατορίας
Χοσέ των αιωνίων αξιών
Της έγερσης του πνεύματος του καλπασμού του Σίντ
Της πύρινης παρότρυνσης
Και της υπέρτατης θυσίας
Λαμπύριζαν τ\' αστέρια κι ευωδίαζε η γη
Καθώς το κέλυφος του σώματος
Που έκλεινε το όνειρο της διάφανης ψυχής σου
Σκόρπισε σαν βεγγαλικό ψηλά στους ουρανούς
Γράφοντας με πελώρια γράμματα
Εκείνο το: Arriba Espana!
Εμάς θα μας επιβραβεύσει ο Θεός!
Ζήτω η Ισπανία!
Χοσέ Αντόνιο!
Ποτέ δεν έπεσες
Στο προσκλητήριο
Δηλώνουμε: Παρών!
Χρίστος Γούδης
από την ποιητική συλλογή
«Η Σελήνη των Νεκρών»
Εκδόσεις «Εκάτη», 2005
Σκέψεις για τον Εθνικισμό
του Χοσέ Αντόνιο Πρίμο ντε Ριβέρα
μετάφραση Χρίστου Γούδη
Η ρομαντική σύλληψη του Έθνους
Η ρομαντική πίστη στην εγγενή αγαθότητα του ανθρώπου υπήρξε η μεγαλύτερη αδελφή της δογματικής πίστης στην εγγενή αγαθότητα των λαών. «Ο άνθρωπος γεννιέται ελεύθερος και βρίσκει τον εαυτό του παντού αλυσοδεμένο», έλεγε ο Ρουσσώ. Το ιδεώδες θα ήταν, λοιπόν, να δώσει κανείς την πρωταρχική ελευθερία και αθωότητα πίσω στον άνθρωπο, αποδομώντας όσο περισσότερο γίνεται ολόκληρο τον κοινωνικό μηχανισμό, ο οποίος, σύμφωνα με τον Ρουσσώ, υπήρξε παράγων διαφθοράς. Μετά από χρόνια, η ρομαντική σύλληψη του έθνους μορφοποιήθηκε επάνω σε παρόμοιες γραμμές. Ακριβώς όπως τα ελεύθερα και αγαθά άτομα αλυσοδένονταν από την κοινωνία, κατά τον ίδιο τρόπο ελεύθεροι και αυθόρμητοι λαοί υπέφεραν από την καταπίεση της ιστορικής αρχιτεκτονικής. Ήταν το ίδιο επείγον να απελευθερώσει κανείς τους λαούς όπως το να απελευθερώσει τα άτομα.
Αν κανείς το παρατηρήσει προσεκτικά, η ρομαντική σύλληψη έτεινε προς την «ακύρωση», δηλαδή την εξάλειψη όλων όσων είχαν προστεθεί (όπως ο νόμος και η ιστορία) από την ανθρώπινη προσπάθεια στις πρωταρχικές υποδομές του ατόμου και του λαού.
Το άτομο και το πρόσωπο
Απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη νόμου είναι ο οργανικός πλουραλισμός των ατόμων. Ο ένας και μοναδικός κάτοικος ενός νησιού δεν έχει ούτε τίτλους κυριότητος, ούτε νομικές υποχρεώσεις. Οι δραστηριότητές του περιορίζονται μόνο από την εμβέλεια της δύναμής του, ή στην πιο ακραία περίπτωση, από την όποια αίσθηση ηθικής μπορεί να διακατέχεται. Όμως κάτω από αυτές τις περιστάσεις δεν μπορεί κανείς να φαντασθεί ύπαρξη νόμου. Ο νόμος πάντα προϋποθέτει την εξουσία να μπορεί να έχει συγκεκριμένες απαιτήσεις: δικαιώματα υπάρχουν μόνον όταν υπάρχουν αντίστοιχες υποχρεώσεις. Όλα τα θέματα που σχετίζονται με τον νόμο ασχολούνται ακριβώς με την χάραξη των ορίων ανάμεσα στις δραστηριότητες δύο ή περισσοτέρων ανθρώπων. Γι\' αυτόν τον λόγο, όπου υπάρχει νόμος υπάρχει και κοινοτική ζωή. Δηλαδή, ένα σύστημα κανόνων που ρυθμίζει τις καίριες δραστηριότητες των ατόμων.
Ως εκ τούτου έπεται ότι το άτομο καθεαυτό δεν είναι κατά κανένα τρόπο το υποκείμενο δικανικών σχέσεων. Το άτομο είναι το φυσικό και βιολογικό «υπόστρωμα» επάνω στο οποίο ο νόμος δομεί το σύστημά του των περιγραφόμενων περιοριστικών σχέσεων. Η πραγματική δικονομική μονάδα είναι το πρόσωπο. Δηλαδή το άτομο, όχι ως ζώσα πραγματικότητα, αλλά ως ενεργή ή παθητική προσωποποίηση των όποιων κοινωνικών σχέσεων ρυθμίζει ο νόμος, ως κάποιο όν που έχει την ικανότητα να έχει απαιτήσεις και υποχρεώσεις, επιθετικότητα και παραβατικότητα.
Γενέτειρα και Έθνος
Καθ\' όμοιο τρόπο, ο λαός στην ενστικτώδη του κατάσταση δεν είναι παρά το υπόστρωμα του πολιτικού σώματος. Από αυτό το σημείο και μετά θα είναι ευκρινέστερο να αρχίσουμε να χρησιμοποιούμε την λέξη «έθνος», με την έννοια ακριβώς του πολιτικού σώματος, του ικανού να έχει έναν λειτουργικό μηχανισμό υπό μορφή κράτους. Αυτό είναι που καθορίζει και το θέμα τού παρόντος έργου, δηλαδή τη διασαφήνιση της εννοίας του έθνους. Το εάν δηλαδή αυτό είναι η αυθόρμητη πραγματικότητα ενός λαού, όπως φρονούν οι ρομαντικοί εθνικιστές, ή κάτι μάλλον άσχετο με οποιαδήποτε τοπικά χαρακτηριστικά. Οι ρομαντικοί ήταν επιρρεπείς σε όλα τα φυσικά πράγματα. Το σύνθημά τους ήταν «επιστροφή στη φύση». Έτσι ταυτοποιούσαν το έθνος με την «γενέτειρα». Αυτό που χαρακτήριζε το έθνος ήταν οι παραδοσιακές, γλωσσικές, τοπογραφικές και κλιματικές του παράμετροι. Στην καλύτερη περίπτωση, μια κοινή κληρονομιά συνηθειών, εθίμων και παραδόσεων, θεωρώντας όμως την παράδοση ως κάτι όχι και πολύ διαφορετικό από την μνήμη ορισμένων πραγμάτων που τα έκαναν ξανά και ξανά, και όχι σαν αναφορά σε κάποια ιστορική διεργασία εκτεινόμενη από ένα σημείο αναχώρησης προς κάποιο, πιθανώς ανέφικτο, σκοπό.
Οι πιο επικίνδυνοι εθνικισμοί, επειδή είναι οι πλέον διαλυτικοί, είναι εκείνοι που υιοθετούν αυτή την άποψη του έθνους. Εάν κανείς δεχτεί ότι το έθνος είναι έκφραση αυθορμητισμού, ο τοπικιστικός εθνικισμός γίνεται απρόσβλητος. Γι\' αυτό είναι τόσο εύκολο να είσαι τοπικιστής πατριώτης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ένας λαός ξεσηκώνεται τόσο γρήγορα από την θριαμβευτική φρενίτιδα των τραγουδιών του, των γιορτών του, της ιδιαίτερης πατρίδας του. Σε όλα αυτά υπάρχει κάτι παρόμοιο με μια αισθησιακή πρόκληση, που είναι εμφανής ακόμα και στην ευωδία της γης: ένα φυσικό, πρωτόγονο και διεγερτικό ρεύμα, κάτι σαν το μεθύσι και την ωριμότητα της ζωής των φυτών όταν η γύρη είναι έτοιμη.
Αδέξια πολιτική
Σε τέτοια ποιμενικά και πρωτόγονα στοιχεία οφείλουν οι εθνικισμοί ρομαντικού τύπου την προφανή τους ελκυστικότητα.
Τίποτε δεν ενοχλεί περισσότερο τους ανθρώπους και τους λαούς από το να τους διαταράξουν τα πιο βασικά τους ορμέμφυτα: πείνα και έρωτας - επιθυμίες σε ίση μοίρα με το μυστηριακό κάλεσμα του τόπου - μπορούν, εάν δεν ικανοποιηθούν, να προκαλέσουν τις μεγαλύτερες τραγωδίες. Γι\' αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι υπερβολικά αδέξιο να προσπαθούμε να αντιπαρατεθούμε στον ρομαντικό εθνικισμό με ρομαντικό εθνικισμό, να πολεμήσουμε αισθήματα με αισθήματα. Συναισθηματικά τίποτε δεν μπορεί να είναι τόσο ισχυρό όσο ο τοπικός εθνικισμός, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι τόσο πρωτόγονος και τόσο κατανοητός ακόμη και από τον πιο ελάχιστα ευαίσθητο άνθρωπο. Αντίθετα, κάθε προσπάθεια να τον πολεμήσουμε με το συναίσθημα διατρέχει τον κίνδυνο να πληγώσει τις εσώτατες - οι οποίες είναι και οι πιο βασικές - ίνες της ψυχής του λαού και να προκαλέσει την έκρηξη βίαιων αντιδράσεων ενάντια σε αυτό ακριβώς που αγωνιζόμαστε να αγαπήσει.
Εμείς έχουμε ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα στην Ισπανία. Οι τοπικοί εθνικισμοί εκμεταλλεύτηκαν έξυπνα τις πρωτόγονες λαϊκές παρορμήσεις, οπουδήποτε κι αν ξεπηδούσαν: την πατρώα γη, την μουσική, τη γλώσσα, τα αρχαία αγροτικά έθιμα, τα αποθέματα των οικογενειακών μνημών των γεροντότερων. Απεδείχθη εντελώς ακατάλληλο να προσπαθήσει κανείς να σπάσει αυτόν τον αποκλειστικό εθνικισμό με το να λοιδορεί τις παρορμήσεις. Κάποιοι για παράδειγμα κατέφυγαν να αστειεύονται γύρω από τις πλέον βασικές μορφές έκφρασης, όπως αυτοί που γελοιοποιούσαν την Καταλανική γλώσσα για την τραχύτητά της.
Είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς μια χονδροειδέστερη πολιτική προσέγγιση. Όταν κάποιος προσβάλλει ένα από εκείνα τα αρχέγονα αισθήματα τα ριζωμένα στα βάθη των αυθόρμητων ενστίκτων ενός λαού, είναι αναμενόμενο να προκληθεί μια βασική αντίδραση οργής, ακόμα και μεταξύ εκείνων που επιδεικνύουν ελάχιστη συμπάθεια προς τον (τοπικό) εθνικισμό. Αυτό είναι σχεδόν ένα βιολογικό φαινόμενο.
Ελάχιστα ευφυέστερη υπήρξε και η προσέγγιση εκείνων που προσπάθησαν να πολεμήσουν τον τοπικό πατριωτισμό στην έδρα του, με το να προσπαθήσουν απλά να διεγείρουν αισθήματα πατριωτικής ενότητας. Εάν αντιπαραθέσεις αισθήματα με αισθήματα, το απλούστερο θα είναι πάντα το ισχυρότερο. Εάν κατεβάσεις τον ενωτικό πατριωτισμό στο επίπεδο των συναισθημάτων που νοιώθει ακόμα και ένα φυτό, το συναίσθημα που είναι πιο κοντά σ\' αυτό είναι σίγουρο πως θα αποδειχθεί το εντονότερο.
Πεπρωμένο με οικουμενικούς όρους
Τι λοιπόν μπορεί να κάνει κανείς για να ξαναδώσει ζωή στον πατριωτισμό των μεγάλων ετερογενών μονάδων; Τίποτε λιγότερο δεν θα εξυπηρετούσε πέραν από μια αναθεώρηση της εννοίας του έθνους ξεκινώντας από διαφορετικά σημεία αναφοράς. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο μπορούμε να οδηγηθούμε από όσα έχουν λεχθεί για την διαφορά μεταξύ ατόμων και προσώπων. Όπως ακριβώς το πρόσωπο δεν είναι παρά το άτομο ιδωμένο σε σχέση με την κοινωνία, το έθνος δεν είναι παρά ο λαός ιδωμένος σε σχέση με την οικουμενικότητα.
Κάποιος δεν είναι πρόσωπο επειδή είναι ξανθός ή μελαχρινός, ψηλός ή κοντός, μιλάει την μία γλώσσα ή την άλλη, αλλά λόγω των προσδιορισμένων κοινωνικών του σχέσεων. Κάποιος τότε μόνον είναι πρόσωπο όταν δεν είναι μόνο αυτός αλλά ταυτόχρονα και ένας «άλλος». Με άλλα λόγια, βρίσκεται σε αντίθεση με άλλους, ένας πιθανός δανειστής ή οφειλέτης σε σχέση με άλλους, δικαιωματικά σε θέσεις που δεν είναι αυτές των άλλων. Η προσωπικότητα λοιπόν δεν καθορίζεται εκ των έσω, με την λογική μίας συνάθροισης κυττάρων, αλλά εκ των έξω, με την λογική συγκεκριμένων σχέσεων. Κατ\' ανάλογο τρόπο, ένας λαός δεν είναι έθνος λόγω κάποιας φυσικής ιδιότητας ή κάποιας τοπικής χρώσεως ή γεύσεως, αλλά διότι είναι ένας «άλλος» με οικουμενικούς όρους. Δηλαδή, διότι το πεπρωμένο του δεν είναι αυτό των άλλων εθνών. Έτσι, δεν απαρτίζει ο κάθε λαός και ένα έθνος, ούτε όλες οι ομάδες λαών, αλλά μόνον εκείνοι που υπηρετούν ένα συγκεκριμένο προορισμό (πεπρωμένο) με οικουμενικούς όρους.
Ως εκ τούτου δεν είναι αναγκαίο να επιβεβαιώσει κανείς εάν τα χαρακτηριστικά της γεωγραφικής, εθνοτικής, ή γλωσσικής ομοιογένειας είναι παρόντα σε ένα δεδομένο έθνος. Εκείνο που πρέπει να αποδειχθεί είναι το εάν έχει πράγματι έναν μοναδικό ιστορικό προορισμό με οικουμενικούς όρους.
Στους κλασσικούς χρόνους οι άνθρωποι το διαπίστωσαν αυτό με την συνήθη τους οξύνοια. Αυτός είναι ο λόγος που δεν χρησιμοποιούσαν λέξεις όπως «πατρίδα» και «έθνος» στην ρομαντική τους εκδοχή, ή δεν επεδίωκαν να αγκυροβολήσουν τον πατριωτισμό σε μια σκοτεινή αγάπη για τη γη. Προτιμούσαν εκφράσεις όπως «η αυτοκρατορία», ή «η υπηρεσία του βασιλέως», με άλλα λόγια εκφράσεις με ιστορικούς συνειρμούς. Μόνη της η λέξη «Ισπανία», η οποία εμπεριέχει μέσα της την έκφραση μιας αποστολής, θα έχει πάντα περισσότερο νόημα από την φράση «το Ισπανικό Έθνος». Και στην Αγγλία, που μπορεί και να είναι η χώρα του πλέον κλασσικού πατριωτισμού, όχι μόνον δεν έχουν την λέξη «πατρίδα», αλλά λίγοι είναι εκείνοι που μπορούν να διαφοροποιήσουν την λέξη «βασιλιάς», το σύμβολο της ιστορικής ενότητας, από την λέξη «χώρα», την εδαφική βάση αυτής ακριβώς της ενότητας.
Το αυθόρμητο και το δύσκολο
Φθάνουμε στο τέλος του δρόμου. Μόνον όταν θεωρήσουμε τον εθνικισμό κατ\' αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσουν να υπερνικηθούν τα διαλυτικά φαινόμενα των τοπικών εθνικισμών. Θα πρέπει κανείς να τους αναγνωρίσει όλα όσα είναι αυθεντικά σε αυτούς. Όμως θα πρέπει να αντιτάξει απέναντί τους ένα παντοδύναμο κίνημα που να αποβλέπει σε ένα εθνικισμό με αποστολή, στον οποίο η πατρίδα είναι μία μονάδα του ιστορικού πεπρωμένου. Φυσικά αυτό το είδος του πατριωτισμού είναι δυσκολότερο να το νοιώσει κανείς. Αλλά σε αυτήν την δυσκολία έγκειται το μεγαλείο του. Ολόκληρη η ανθρώπινη ύπαρξη - των ατόμων, όπως και των λαών - είναι μία τραγική διαπάλη μεταξύ του αυθόρμητου και του δύσκολου. Ακριβώς επειδή η πατριωτική εξάρτηση κάποιου από την γενέτειρά του νοιώθεται χωρίς προσπάθεια, και ακόμα με γλυκιά δηλητηριώδη αισθησιακότητα, αποτελεί ευγενές ανθρώπινο καθήκον να απεγκλωβίσει κανείς τον εαυτό του από αυτήν και να αποκτήσει έναν πατριωτισμό διανοητικά και πνευματικά ενορατικό. Ενώ μέχρι τώρα γινότανε μόνον αδύναμες προσπάθειες να πολεμήσουν τα ρομαντικά κινήματα με τα όπλα του ρομαντισμού, από εδώ και στο εξής είναι θέμα του νέου πατριωτισμού να ανακόψει τις όποιες παρόμοιες ρομαντικές πλημμυρίδες με απόρθητα οχυρά κλασσικής ιδιοσυγκρασίας. Αυτός ο πατριωτισμός οφείλει την δύναμή του στο μυαλό παρά στα συναισθήματα. Αντί να είναι μία αόριστη αίσθηση που να ταλαντεύεται από την κάθε ιδιοτροπία, ο πατριωτισμός πρέπει να είναι μια αλήθεια τόσο απόλυτη όσο η κάθε μαθηματική αλήθεια.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ο πατριωτισμός θα καταστεί πεδίο στείρας διανόησης. Οι πνευματικές θέσεις που επιτυγχάνονται, σε μια ηρωική μάχη εναντίον του ενστικτώδους, είναι ακριβώς εκείνες οι οποίες στην πορεία θα διεισδύσουν βαθύτατα στην αυθεντική μας ύπαρξη. Για παράδειγμα, ο τρόπος που αγαπάμε τους γονείς μας, όταν πια έχουμε περάσει την ηλικία που τους χρειαζόμασταν, είναι πιθανόν κάτι τεχνητό, το αποτέλεσμα της νίκης ενός στοιχειώδους πολιτισμού επί του αρχέγονου βαρβαρισμού. Σε μια καθαρά ζωική επιβίωση, η σχέση μεταξύ γονέων και βλαστών τελειώνει μόλις τα παιδιά μπορούν να φροντίσουν τους εαυτούς τους. Σε πολλές πρωτόγονες φυλές , το έθιμο εξουσιοδοτεί τα παιδιά να σκοτώνουν τους γονείς τους, όταν αυτοί, λόγω ηλικίας, δεν είναι πια τίποτε περισσότερο από ένα οικονομικό βάρος. Όμως, τώρα πλέον, η στοργή για τους γονείς μας έχει γίνει τόσο πολύ μέρος του εαυτού μας ώστε να φαίνεται σε εμάς σαν το πιο αυθόρμητο των αισθημάτων. Αυτό είναι μία από τις γλυκές επιβραβεύσεις που δεχόμαστε στον αγώνα μας να βελτιώσουμε τους εαυτούς μας: μολονότι κάποιες βασικές χαρές μπορεί να χάνονται, στο τέλος του δρόμου βρίσκουμε άλλες, τόσο πολύτιμες και έντονες ώστε να διεισδύουν ξανά στην σφαίρα εκείνων των αρχέγονων αισθημάτων που είχαμε ξεριζώσει, όταν πρωτοξεκινήσαμε το ταξίδι μας για την κατάκτηση της επιτυχίας. Η καρδιά έχει τη δική της λογική που η λογική δεν μπορεί να κατανοήσει. Αλλά και το μυαλό επίσης, έχει τον δικό του τρόπο να αγαπά, ένα είδος αγάπης που η καρδιά είναι αδύναμη να αισθανθεί.
Απρίλιος 1934
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 11 (Μάιος 2008) του περιοδικού Patria.