Το καλοκαίρι του 2011 τέλειωσε - τουλάχιστον ημερολογιακά - και στην ιστορία θα μείνει ως το καλοκαίρι της «ελληνικής αγανάκτησης». Συνοδεύω την φράση με τον εθνικό μας προσδιορισμό, διότι προφανώς η αγανάκτηση στην Ελλάδα έχει ειδικά χαρακτηριστικά.
Έχουμε και λέμε: Από την υπογραφή του Μνημονίου την άνοιξη του 2010 είχαμε έναν άνευ προηγουμένου καταιγισμό αντιμνημονιακού κιτρινισμού, τόσο από τα δήθεν αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ, όσο και από τα αντιστοίχως δήθεν αντιπολιτευόμενα κόμματα, οργανώσεις και συνδικαλιστικά σωματεία. Αποτέλεσμα ήταν η πλειονότης των πολιτών να μην αντιλαμβάνεται την θέση στην οποία βρισκόταν η χώρα μας, αλλά και να υιοθετεί επιπόλαιες προτάσεις, όπως η επιστροφή στην δραχμή, που ούτε το ΚΚΕ δεν τόλμησε να θέσει. Κι όλα αυτά στο όνομα ενός άξαφνου πατριωτισμού, ο οποίος ξεχείλιζε ανάμεσα σʼ όλους αυτούς που, είτε ως ψηφοφόροι, είτε ως αιρετοί, κατέστρεψαν την χώρα.
Παράλληλα, η κυβέρνηση, έχασε την ευκαιρία να αξιοποιήσει την βοήθεια που έλαβε, αφήνοντας ουσιαστικά ανέγγιχτα τα περισσότερα προνόμια του τεραστίου κομματικού της στρατού και επικεντρώνοντας την εισπρακτική πολιτική της στην φορολόγηση της μεσαίας τάξεως και του ιδιωτικού τομέως. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ήταν η απώλεια κάθε ελπίδας για επενδύσεις, η πρακτική στάση πληρωμών από ιδιώτες, πολίτες και επιχειρήσεις και η διατήρηση του ελλείμματος σε επίπεδα που έθεταν την ανάγκη για περαιτέρω δανεισμό.
Οι όροι αυτή τη φορά ήταν πολύ σκληρότεροι, καταδεικνύοντας αφενός την ανικανότητα της κυβερνήσεως να διαχειριστεί αποτελεσματικά το αρχικό δάνειο και συγχρόνως δείχνοντας με ακρίβεια ποιος θα έπρεπε να είναι ο βασικός δέκτης των όποιων νέων μέτρων. Κι αυτός δεν ήταν άλλος από τον τεράστιο κρατικό μηχανισμό, τον μη-ανταποδοτικό, τον κοστοβόρο και άχρηστο για κάθε πολίτη.
Κι αντί εκεί οι Έλληνες να καταλάβουν έστω και αργά ότι η κυβέρνηση αυτή δεν έχει την ηθική νομιμοποίηση να τους χαρατσώνει, την ώρα που προστατεύει τα βολεμένα καλόπαιδά της, ανακάλυψαν ξαφνικά ότι η χώρα ξεπουλιέται στους Γερμανούς. Οι ξένοι φταίνε. Σηκώθηκαν, λοιπόν, έξαλλοι από τους καναπέδες τους και κατέβηκαν στο Σύνταγμα και τις λοιπές πλατείες της χώρας για να διαδηλώσουν την αγανάκτησή τους, που η χώρα καλείται να ξεπουληθεί. Και γιʼ αυτό φυσικά δεν έφταιγε μόνον η κυβέρνηση, αλλά όλοι οι 300 της βουλής. Η αγανάκτηση περίσσευε, το Σύνταγμα πλημμύριζε κάθε Κυριακή από κόσμο, γύρω από ένα πανό που έγραφε: «Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία. Η χούντα δεν τελείωσε το ʽ73». Ακόμη και τις νύχτες υπήρχαν εκατοντάδες πολίτες που μούτζωναν το κοινοβούλιο κραυγάζοντας περί προδοσίας και ανασύροντας το Γουδή στο προσκήνιο.
Για όλους αυτούς τους αφυπνισμένους και αγανακτισμένους η λύση θα ευρίσκετο αμεσοδημοκρατικά. Κανείς δεν θα ήταν ηγέτης. Δεν θα υπήρχαν κόμματα. Δεν θα υπήρχε οργάνωση. Μόνο η «λαϊκή συνέλευση» και οι αποφάσεις της. Τι κι αν η διοργάνωση αυτών των αμεσοδημοκρατιών από μόνη της προϋπέθετε την ύπαρξη ηγεσίας; Τι κι αν οι οκλαδόν φρόνημα παρατεταγμένοι αγανακτισμένοι, μαρτυρούσαν και την ύπαρξη πειθαρχίας; Αυτοί οι «διοργανωτές» δεν ήταν ηγέτες. Ήταν «εθελοντές». Καλοί άνθρωποι με περίσσια αγανάκτηση κι αυτοί. Και η πειθαρχία δεν ήταν συμμόρφωση προς κάποιες εντολές, αλλά ... πολιτισμός.
Αν και χωρισμένο το Σύνταγμα στα δύο - από τη μία οι αριστεροί που βρήκαν μία πρωτόγνωρη ευκαιρία για επαναστατική γυμναστική, «free camping», τσιγαριλίκι και φθηνή μπύρα τη συνοδεία πολιτικού ριάλιτι και από την άλλη οι διάφοροι αστοί και μικροαστοί που περιφέρονταν ασκόπως αναζητώντας την εξιλέωση για την επί έτη ιδιώτευση και τις μειοδοτικές επιλογές τους - ζούσε μοναδικές στιγμές, που από την δεκαετία του ʽ70 δεν είχε ματαδεί.
Οι μέρες κυλούσαν, οι Κυριακές τελείωναν, το Μεσοπρόθεσμο ψηφίστηκε από την ισχνή κυβερνητική πλειοψηφία, εν μέσω ανηλεούς ξύλου μεταξύ αγανακτισμένων, «αγανακτισμένων», αστυνομικών και μπαχαλάκηδων, τα γιαούρτια, τα αυγά και οι προπηλακισμοί εναντίον πολιτικών πήγαιναν σύννεφο και η Πλατεία Συντάγματος καταστράφηκε. Το γκαζόν έγινε λάσπη, τα μάρμαρα έσπασαν, τα παγκάκια διαλύθηκαν, τα γύρω ξενοδοχεία άδειασαν, και η βρόμα από το κατρουλιό αναμεμειγμένη με τα κατακαθισμένα χημικά δημιουργούσαν μία νοσηρή ατμόσφαιρα παρακμής.
Ο κόσμος ξενέρωσε. Ο Ιούλιος είχε πια μπει. Ξεκίνησαν οι άδειες. Τα μπάνια του λαού είχαν αρχίσει. Ακόμη και οι μουτζαχεντίν της Αριστεράς δεν μπορούσαν να αντισταθούν στην χαλάρωση των παραδεισένιων ελληνικών παραλιών, ειδικά αυτών της Μυκόνου και της Πάρου, ενώ και όσοι απέμεναν ήταν απλά γιατί δεν είχαν λεφτά για διακοπές, ούτε και κάποιον συγγενή ή φίλο να τους προσκαλέσει στο εξοχικό του. Χωρίς αντίσταση μια νύχτα, παρέδωσαν αμαχητί το επαναστατικό τους άλλοθι και τράβηξαν για το σπίτι τους ή για άλλες πλατείες και όχι πολιτείες. Η πλατεία ερήμωσε και εν συνεχεία αποκαταστάθηκε από τον δήμαρχο με κόστος που ξεπερνούσε το 1 εκατομμύριο ευρώ. Λαμπρό κατάλοιπο της ελληνικής (;) μιζέριας είναι οι μέχρι σήμερα εναπομείναντες πρέζονες και Αφρικανοί μικροπωλητές, ως ντεκόρ της αμεσοδημοκρατίας κάποιων ελαχίστων καθυστερημένων, χρονικά και διανοητικά, που ακόμη μαζεύονται τα βράδια και χοροπηδάνε μπροστά σʼ ένα μικρόφωνο δίπλα στο συντριβάνι.
Δεν ξέρω αν η πλατεία θα ξαναγεμίσει. Πολλοί πιστεύουν ότι πάνω στα σαθρά θεμέλια της μαστούρας, της επαιτείας, του λαθρεμπορίου και κάποιων «λούμπεν» χιμπατζήδων, την θέση των γαλανόλευκων θα πάρουν τα κόκκινα πανό της ταλαιπωρημένης κρατικοδίαιτης εργατιάς, που θα συνοδεύεται από τάγματα λαθρομεταναστών, που μέχρι σήμερα δεν έδειξαν την αγανάκτησή τους. Όμως αυτό το άρθρο είναι απλά για να πει την ιστορία, να κάνει έναν απολογισμό κι όχι να προβλέψει.
Κι ο απολογισμός λέει ότι ο Έλληνας ήθελε να διαδηλώσει. Δεν ήξερε όμως για τι πράγμα ακριβώς. Δεν ήθελε ίσως να ξέρει. Γιατί αν ήξερε, όπως είχα κάποτε πει, θα έριχνε πρώτα ένα φάσκελο στο εαυτό του. Αντʼ αυτού, πήγε για μπάνιο στην θάλασσα και τώρα θα ξαναβουτήξει στην άπατη μιζέρια του. Μία απʼ τα ίδια. Ποιος ξέρει, ίσως κάπως, κάπου, κάποτε να ανακαλύψει ότι πριν ζητήσει αίμα κι εκδίκηση, πρέπει να κάνει την επανάστασή του στην κάλπη.
Πολλά ζητάω όμως, αφού η χούντα δεν τελείωσε το ʽ73. Τότε άρχισε. Η χούντα της ανθρώπινης βλακείας...