Η σαρωτική νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις Αμερικανικές Προεδρικές εκλογές της 5ης Ιανουαρίου δεν προκάλεσε μόνον σοκ και δάκρυα απογοήτευσης στους φανατικούς αντιπάλους του στα κατεστημένα μέσα ενημέρωσης, αλλά και εξέθεσε ανεπανόρθωτα τις εταιρείες δημοσκοπήσεων, που δεν προέβλεψαν ούτε την νίκη του ούτε φυσικά το μέγεθός της. Συγχρόνως, ανέδειξαν νικητές στο πεδίο των προβλέψεων τις στοιχηματικές εταιρείες, οι οποίες γνώριζαν από πολύ πριν τις εκλογές την έκβασή τους.
Γιατί απέτυχαν οι δημοσκόποι;
Από τις εκλογές του 2016 οι απόπειρες πρόβλεψης των αποτελεσμάτων δημιουργούσαν μάλλον σύγχυση, τόσο στους πολίτες όσο και στα προεκλογικά επιτελεία, τα οποία χρησιμοποιούν παραδοσιακά τις δημοσκοπήσεις ως βασικό εργαλείο χάραξης της στρατηγικής τους. Ο λόγος δεν είναι ένας. Υπάρχουν πολλές παράμετροι που οδηγούν σε αυτές τις αποτυχίες και δεν διαφέρουν πολύ από αυτές που συναντά κανείς και στην χώρα μας.
Α) Οι δημοσκοπήσεις εστίασαν στις αμφιταλαντευόμενες πολιτείες, όπως π.χ. η Πενσιλβάνια, όμως δεν επέδειξαν την δέουσα προσοχή στις επιδόσεις των υποψηφίων, που παραδοσιακά κλίνουν με απόσταση προς το ένα ή το άλλο στρατόπεδο. Έτσι, διέφυγε της προσοχής τους η βελτίωση των ποσοστών του Τραμπ στις παραδοσιακά ρεπουμπλικανικές πολιτείες, αλλά και αυτές, όπως η Καλιφόρνια, όπου, ειδικά στις μη αστικές περιοχές, ο πρώην Πρόεδρος σημείωσε αισθητή βελτίωση των ποσοστών του. Στην δε Φλόριντα, που την τελευταία δεκαετία έχει μετατραπεί σε προπύργιο του Ρεπουμπλικανικού κόμματος προέβλεπαν 10% προβάδισμα για τον Ντόναλντ Τραμπ, ενώ επικράτησε με 20% διαφορά.
Β) Για τεχνικής φύσεως λόγους που δεν είναι της παρούσης να αναλυθούν, αλλά και με την υποψία ότι οι δημοσκοπήσεις αυτές συνοδεύονταν από κάποια μεροληψία, στις «σίγουρες» πολιτείες που προαναφέρθηκαν, το λεγόμενο «περιθώριο σφάλματος» ήταν πολύ μεγάλο. Αντιθέτως, εκεί που εστίασαν οι δημοσκόποι, στις αμφιταλαντευόμενες πολιτείες δηλαδή, το περιθώριο ήταν πολύ μικρότερο. Αυτό ωστόσο, διαστρέβλωσε την συνολική αντίληψη και ενδέχεται να παραπλάνησε συγχρόνως και το προεκλογικό επιτελείο της Καμάλα Χάρις.
Γ) Καταλυτικό ρόλο έπαιξε και η κρυφή ψήφος. Η τάση δηλαδή κάποιων ερωτηθέντων να δηλώνουν είτε αναποφάσιστοι, είτε ακριβώς το αντίθετο από αυτό που σκοπεύουν να κάνουν, θεωρώντας ότι με αυτόν τον τρόπο αποπροσανατολίζουν το σύστημα και το λεγόμενο «Deep State», το αμερικανικό βαθύ κράτος δηλαδή, το οποίο εχθρεύονται. Δεν είναι τυχαίο ότι οι δημοσκόποι έπεσαν έξω ακόμη και σε exit polls κατά την διενέργεια των εκλογών, ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε ψηφοφόρους που συχνά μπορεί και να ντρέπονται να πουν δημόσια ποιον θα ψηφίσουν. Στην περίπτωση του Ντόναλντ Τραμπ αυτό ήταν εξαιρετικά σύνηθες, λόγω της εμμονικά αρνητικής δημοσιότητας που εισέπραττε από το 2016 μέχρι σήμερα στα συστημικά ΜΜΕ. Το ίδιο συμβαίνει και στην Ευρώπη, όπως και στην Ελλάδα, όπου οι ερωτηθέντες των δημοσκοπήσεων πολύ συχνά αποκρύπτουν την πρόθεσή τους να ψηφίσουν ένα από τα λεγόμενα «λαϊκιστικά» κόμματα, πρακτικά τα συντηρητικά και πατριωτικά κόμματα που κινούνται δεξιότερα των συστημικών κεντροδεξιών.
Δ) Τέλος, σύμφωνα με μαρτυρίες Αμερικανών δημοσκόπων, υπήρχε συστηματική άρνηση σε μεγάλο μέρος των δειγμάτων τους να ανταποκριθούν στα ερωτηματολόγιά τους. Οι πολίτες δεν σήκωναν καν τα τηλέφωνά τους, επιδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο την απαξίωσή τους για τις δημοσκοπικές εταιρείες.
Ε) Σε μία τόσο μεγάλη χώρα, όπως οι ΗΠΑ, το περιθώριο σφάλματος ενδέχεται να είναι πολύ μεγαλύτερο και από αυτό που εκτιμάται. Η φυσική αδυναμία των εταιρειών δημοσκοπήσεων να μπορούν να προσεγγίσουν την λαϊκή βούληση κατά τόπους, εκεί που λόγω εφήμερων καταστάσεων μπορεί να παρατηρείται διαφοροποίηση σε σχέση με τις γύρω περιοχές, ενισχύει την πιθανότητα αποκλίσεως από το αποτέλεσμα.
Οι στοιχηματικές «πέφτουν πάντα μέσα»
Εν αντιθέσει με τις εταιρείες ερευνών και δημοσκοπήσεων, οι στοιχηματικές εταιρείες παραδοσιακά κάνουν επιτυχημένες προβλέψεις.
Στις ΗΠΑ βέβαια μόνον μία τέτοια εταιρεία επιτρέπεται να κάνει στοιχήματα για πολιτικές αναμετρήσεις, στα οποία μπορούν να ποντάρουν Αμερικανοί πολίτες. Πρόκειται για την Kalshi. Στις υπόλοιπες εταιρείες με στοιχήματα για τις Αμερικανικές εκλογές μπορούσαν να συμμετέχουν όλοι εκτός από τους Αμερικανούς. Και είναι το ασφυκτικός ο έλεγχος που υφίστανται, που συχνά ελέγχονται οι χρήστες, αν ποντάρουν από τις ΗΠΑ μέσω κάποιας VPN συνδέσεως, που τους εμφανίζει ότι βρίσκονται κάπου αλλού.
Από τα μέσα Οκτωβρίου, όλες οι εταιρείες έδειχναν τον Τραμπ να προηγείται ξεκάθαρα της Καμάλα Χάρις και μόλις λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές οι διαφορά μειώθηκε, χωρίς ωστόσο να πάψει ο πρώην πρόεδρος να έχει το προβάδισμα. Πριν καν το πέρας της εκλογικής διαδικασίας στις Ανατολικές Πολιτείες, στις 6:00 το απόγευμα της Τρίτης (ανατολική ώρα), οι στοιχηματικές εταιρείες έδιναν ήδη πιθανότητες εκλογής με 60% στον Ντόναλντ Τραμπ, ενώ γύρω στις 1:30 μετά τα μεσάνυχτα, μόλις είχε φανεί η έκβαση σε κάποιες μεμονωμένες πολιτείες, έδιναν ήδη 98%. Κι αυτό ήταν ώρες πριν ανακοινώσουν τα ΜΜΕ το αποτέλεσμα των εκλογών.
Ο κόσμος δείχνει να εμπιστεύεται περισσότερο τις εταιρείες στοιχημάτων, ακόμη και έναντι των πιο εύστοχων - υποτίθεται – exit polls. Μόνο η ιστοσελίδα της Kalshi είχε την βραδιά των εκλογών περί τα 123 εκατομμύρια επισκέψεις. Και δεν έχουν άδικο τελικά. Με τις εκλογές αυτές ξημέρωσε ουσιαστικά μία νέα ημέρα για την βιομηχανία των προγνώσεων, ενώ η εποχή των δημοσκοπήσεων δείχνει να τελειώνει.
Το γιατί τα στοιχήματα μπορούν να δώσουν πιο εύστοχες προβλέψεις για τις εκλογές είναι πολύ απλό. Διαμορφώνονται σε πραγματικό χρόνο, ενώ οι ερωτώμενοι δεν καλούνται να απαντήσουν στο ποιος θα επιθυμούσαν να νικήσει, αλλά στο ποιος πιστεύουν ότι θα κερδίσει. Και αυτήν τους την εκτίμηση την πληρώνουν, ρισκάροντας το υστέρημά τους. Οι εκτιμήσεις των στοιχηματικών εταιρειών διαμορφώνονται αυτόματα και ενσωματώνουν κάθε σημαντικό γεγονός, είτε τοπικού είτε παγκοσμίου χαρακτήρα, όπως οι δύο απόπειρες δολοφονίας του Ντόναλντ Τραμπ ή η παραίτηση Μπάιντεν από την κούρσα της προεδρίας.
Η μεταφορά του παγκοσμίου ενδιαφέροντος σε αυτές και η απαξίωση των παραδοσιακών δημοσκοπήσεων θα μπορούσε να περιορίσει σημαντικά τις απόπειρες χειραγώγησης των πολιτών, αλλά και των αγορών. Γιατί; Γιατί ο πελάτης τους δεν είναι τα κόμματα, οι υποψήφιοι ή τα μεροληπτικά συστημικά μέσα, αλλά ο ίδιος ο λαός.