Το πολυσυζητημένο νομοσχέδιο που ετοιμάζει η κυβέρνηση για τα ομόφυλα «ζευγάρια» είναι λογικό να έχει δημιουργήσει εντάσεις και οξείες αντιπαραθέσεις μέσα στο κόμμα της ΝΔ, αλλά και στην κοινωνία γενικότερα.
Κι όμως, η κυβέρνηση κατήγαγε ήδη μία νίκη, πολύ πριν φέρει προς ψήφιση το νομοσχέδιο στην βουλή, αφού πέτυχε να γίνει αυτό αντικείμενο συζήτησης! Να συζητήσουμε, τι ακριβώς; Το αν πρέπει ομόφυλα «ζευγάρια» να προχωρούν σε γάμο και τεκνοθεσίες; Να μπούμε δηλαδή σε συζήτηση σχετικά με το αν πρέπει να νομοθετήσουμε με κριτήρια κοινωνικά παραβλέποντας δεδομένα βιολογικά; Να προτάξουμε το «θέλω» κάποιων ενηλίκων απέναντι στο «πρέπον» τής φυσιολογικής ζωής μιας παιδικής ψυχής;
Αντιλαμβάνεται άραγε ο πρωθυπουργός ότι με την εμμονική αυτή συμπεριφορά του δεν θα βλάψει απλώς το κόμμα του, αλλά θα δυναμιτίσει τα θεμέλια τής ελληνικής κοινωνίας, επιχειρώντας να εισαγάγει βιαίως ήθη καινά; Αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ και Οικολόγων ξεπούλησε τη Μακεδονία με την προδοτική συμφωνία των Πρεσπών, η ΝΔ απειλεί να καταστρέψει με τις κοινωνικές της «Πρέσπες» ό,τι απέμεινε από την αξιοπρέπεια της ελληνικής κοινωνίας.
Και αυτό είναι κάτι που ο ελληνικός λαός δεν θα τής το συγχωρήσει ποτέ. Αν η κυβέρνηση Τσίπρα πλήρωσε το τίμημα της προδοσίας με την πτώση της, η εμμονή Μητσοτάκη είναι βέβαιο ότι θα στιγματίσει ανεπανόρθωτα μία ολόκληρη παράταξη και τις αξίες τις οποίες υποτίθεται πως μέχρι σήμερα υπερασπιζόταν.
Ακόμη και η συζήτηση που άνοιξε, κυρίως σε επίπεδο αντιπαραθέσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αναφορικά με την χρήση του όρου «ομόφυλος», αντί για «ομοφυλόφιλος», επιχειρεί ουσιαστικά να αποπροσανατολίσει τους πολίτες, μετατοπίζοντας το κέντρο βάρους της συζήτησης από το κοινωνικό πεδίο σε αυτό των σεξουαλικών προτιμήσεων. Το ότι τα «ζευγάρια» είναι ομόφυλα είναι κάτι που αποτελεί μία πραγματικότητα, αφού πρόκειται για «ζεύγη» του ιδίου φύλου. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητα μία βιολογική και κοινωνική παρέκκλιση και υπό ουδεμία οπτική μπορεί να αξιολογηθεί ως κανονικότητα. Επιπλέον, τα μέλη αυτού του ομοφύλου «ζεύγους» έχουν μία σεξουαλική έλξη μεταξύ τους (ομοφυλοφιλία), η οποία αποτελεί μία σεξουαλική παρέκκλιση, έναν σεξουαλικό αποπροσανατολισμό θα μπορούσαμε να πούμε καλύτερα.
Πώς είναι λοιπόν δυνατόν να αποδεχτούμε ως κοινωνία να καταδικάζονται αθώες παιδικές ψυχές να μεγαλώσουν μέσα σε τέτοια περιβάλλοντα κοινωνικών και σεξουαλικών παρεκκλίσεων, όπου το ομόφυλο και το ομοφυλόφιλο πρότυπο θα κυριαρχούν ως «κανονικότητα» στα κρίσιμα χρόνια της ψυχικής και νοητικής τους διαμόρφωσης; Ο νομοθέτης προστατεύει (και ορθώς) τα ζώα από βίαιες ανθρώπινες συμπεριφορές, ακριβώς επειδή είναι ανίκανα να προστατεύσουν τον εαυτό τους. Τα παιδιά δεν έχουν αυτό το δικαίωμα;
Μπορεί σίγουρα κάποιος να αντιλέξει ισχυριζόμενος ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ετερόφυλων ζευγαριών που έχουν ανομολόγητες ή και ομολογημένες ενίοτε σεξουαλικές προτιμήσεις και διαστροφές, κάτι που επόμενο είναι να έχει επιπτώσεις στην ανατροφή και στην ψυχοσύνθεση των παιδιών τους. Πράγματι, ισχύει αυτό. Γι’ αυτό, όμως, ο νόμος έχει προνοήσει ώστε τα παιδιά αυτών των οικογενειών να προστατεύονται αναλαμβάνοντας την επιμέλειά τους άλλα πρόσωπα ή οργανισμοί που θα τους παρέχουν ομαλές συνθήκες ανατροφής.
Αυτή η πρόνοια για περιπτώσεις μη ορατής καταλληλότητας γονεϊκού περιβάλλοντος δεν υιοθετείται στο νομοσχέδιο της κυβέρνησης και, αντιθέτως, καταδικάζει τα παιδιά να ζήσουν σε ένα περιβάλλον κυριαρχίας κοινωνικών και σεξουαλικών παρεκκλίσεων. Ίσως, τελικά, ο χαρακτηρισμός του νομοσχεδίου ως «κοινωνικές Πρέσπες» να είναι επιεικής, αφού η προδοτική συμφωνία των Πρεσπών, με την πολιτική βούληση μιας κυβέρνησης με εθνικό πρόσημο, μπορεί να ανατραπεί. Οι ολέθριες επιπτώσεις όμως αυτού του νομοσχεδίου απειλούν να καταστρέψουν τα θεμέλια των αξιών της ελληνικής κοινωνίας.