Είναι γνωστό τοις πάσι ότι οι «Λαϊκές Συνελεύσεις» που πραγματοποιούνται καθημερινά στο κάτω μέρος της πλατείας Συντάγματος δεν έχουν καμμία νομιμοποίηση, αφού δεν έχουν διασφαλίσει ούτε το αδιάβλητο της διαδικασίας που ακολουθούν, ούτε και την απαραίτητη συμμετοχή για να μπορούν να επικαλεστούν την λαϊκή βούληση. Την βούληση ενός λαού που κατεβαίνει κατά εκατοντάδες χιλιάδες στο κέντρο της Αθήνας και δεν θέλει να υιοθετήσει τα δογματικά στεγανά εντός των οποίων η «λαϊκή συνέλευση» έχει ήδη περιχαρακωθεί, επιτρέποντας αφενός την συμμετοχή γνωστών και «αγνώστων» πολιτικών φορέων και αφετέρου, τραβώντας από μόνη της μία κόκκινη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους «κάτω» και τους «πάνω».
Το παράδοξο είναι ότι όταν υπάρχει αναφορά στους «κάτω» εννοούνται εκτός από τα διάφορα γκρουπούσκουλα της αριστεράς που παραγκωνίζονται για το ποιο θα πάρει την πρωτοκαθεδρία της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας, και ο υπόλοιπος αφελής ή και περίεργος κόσμος, που είτε ενδιαφέρεται να συμμετάσχει σε μία «αμεσοδημοκρατική» διαδικασία, να τοποθετηθεί και να ζυμωθεί με άλλους συμπολίτες του μέσα από μία πολιτισμένη διαδικασία είτε κοντοστέκεται για να τους κάνει χάζι. Ο κόσμος δε αυτός, αποτελεί την πλειονότητα. Από την άλλη, για να γίνει σαφές και το προαναφερθέν παράδοξο, υπάρχουν οι «πάνω», που πλην των λεγομένων «τριακοσίων», μίας ιντερνετικής, μάλλον «απολιτίκ» ανομοιογενούς πολιτικά ομάδος, είναι ένα εντελώς αδέσποτο πλήθος εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων πολιτών, που ως μοναδικό κοινό σημείο αναφοράς τους έχουν την ελληνική σημαία και τα φάσκελα που εξαπολύουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα προς το Κοινοβούλιο.
Εξίσου αστείο είναι και το γεγονός ότι ενώ οι ολίγοι «κάτω» έχουν καταφέρει να μην τα βρίσκουν μεταξύ τους, παρ' ότι ανήκουν σε συγγενείς ιδεολογικές ομάδες, οι «πάνω», χωρίς οργανωτικές δομές και με μυριάδες πηγαία πηγαδάκια μεταξύ αγνώστων και ετεροκλήτων ατόμων, καταφέρνουν να συνυπάρχουν χωρίς το πραγματικό έκτροπο. Κι αντί οι «κάτω» (πόσο αλήθεια εύστοχος είναι ο συνειρμός της γεωγραφικής τους θέσεως με αυτόν της μέχρι σήμερα συμβολής τους στην ελληνική κοινωνία) να συνετιστούν, προβληματίζονται. Και δεν προβληματίζονται επειδή αδυνατούν πια να διατηρήσουν το μονοπώλιο της «λαϊκιάς αγανάκτησης» και να καπελώσουν τον λαό (πώς να γίνει αυτό, αφού δεν έχουν συμφωνήσει αν το καπέλο θα είναι ημίψηλο, σαρίκι ή ρεπούμπλικα;), αλλά προβληματίζονται επειδή οι «πάνω» είναι φασίστες, αφού συσπειρώνονται όλοι γύρω από ένα φασιστικό σύμβολο, την ελληνική σημαία.
Αν κάτσει κανείς να παρακολουθήσει μία τέτοια συνεδρίαση, θα διαπιστώσει συμπυκνωμένα όλα τα δεινά αυτού του τόπου, λες και αυτά απελευθερώθηκαν από την ψυχή και τα σώματα του υπολοίπου πλήθους και συγκεντρώθηκαν στην μαύρη αντίδραση που έχει καλύψει το κάτω μέρος της Πλ. Συντάγματος. Και δεν είναι μόνον η προσχηματική και δήθεν άμεση δημοκρατία τους, που σου θυμίζει την γελοιοποίηση του πολιτεύματός μας από τους ομοίους τους τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια. Είναι και η ευκολία που έχουν στο να γεννούν μύθους και «λύσεις», αναπροσαρμόζοντας την αλήθεια, ακόμη κι αν αυτό προϋποθέτει την διάψευση των ιδίων των θεωρητικών τους, που αιωνίως υπερασπίζονταν με νύχια και με δόντια. Μέσα σ' ένα βράδυ, είδα τον Μαρξ, τον Τρότσκι και τον Μπακούνιν να εκμηδενίζονται από νέα τζιμάνια, των οποίων το σύνηθες αντεπιχείρημα είναι το «άντε γαμ...» και που έχουν καταφέρει να τσακωθούν με τα μαθηματικά που λένε ότι δεν μπορούν μερικές δεκάδες αντιδραστικοί να καπελώσουν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, με την λογική που λέει ότι δεν μπορούν εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες να συμμετάσχουν σε μία διαδικασία σοσιαλιστικής ή αναρχικής επανάστασης με πανό του ΣΕΚ και του ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και με τον εαυτό τους τον ίδιο.
Την ουσία βέβαια, την έχουν καταλάβει και κάποιοι από αυτούς, οι οποίοι, δυστυχώς, εισπράττουν αποδοκιμασίες και προβοκατόρικες κραυγές αγανάκτησης από δήθεν συντρόφους τους. Και η ουσία λέγεται από αυτούς τους ανθρώπους, που παραμερίζουν τις πολιτικές τους προτιμήσεις και ομολογούν ότι πάνω απ' όλα είναι Έλληνες και δεν έχουν τίποτε μα τίποτε να χωρίσουν από τους «από πάνω». Το άκουσα με τα ίδια μου τ' αφτιά να λέγεται τρεις φορές από το μικρόφωνο, την μία από μία λεσβία ακτιβίστρια (υποθέτω) και την άλλη από ένα ζευγάρι φανατικά «άπλυτων» (κατά την εθνικιστική διάλεκτο).
Μάλλον ο Μορφέας δεν μπορεί να χωρέσει τόσο κόσμο στην αγκαλιά του και το ξυπνητήρι βαράει εδώ και μέρες...