Στις 22 Ιουλίου 1943, η Αθήνα θρηνούσε δεκάδες νεκρούς στους δρόμους της από τις σφαίρες και τα πολυβόλα των γερμανικών τανκς. Δεν επρόκειτο για την αντίδραση των δυνάμεων Κατοχής ενάντια σε ένοπλη αντιστασιακή δράση, αλλά για εγκληματική πράξη εναντίον άοπλων διαδηλωτών. Η λαϊκή εξέγερση ξεκίνησε από τους δρόμους και τις συνοικίες της Θεσσαλονίκης και άλλων μακεδονικών πόλεων, όταν έγινε γνωστή η πρόθεση των Γερμανών κατακτητών να παραδώσουν και την υπόλοιπη Μακεδονία (πέραν, δηλαδή, των ήδη παραδοθέντων σε αυτούς νομών Καβάλας, Σερρών και Δράμας, καθώς και της Θράκης μας) στους Βούλγαρους συνεργάτες τους.
Η σχεδόν διετής γενοκτονική πρακτική των Βουλγάρων στην περιοχή αυτή εναντίον του αμιγώς ελληνικού πληθυσμού της και τα τρομερά δεινά που αυτή σώρευσε στους κατοίκους της οδήγησαν τον Ελληνισμό στους δρόμους, αψηφώντας τις γερμανικές απειλές και τα όπλα των κατακτητών. Ήδη από την 7η Ιουλίου η Θεσσαλονίκη, το Κιλκίς, η Κοζάνη, η Έδεσσα, τα Γιαννιτσά, η Βέροια και άλλες πόλεις της Μακεδονίας είχαν ξεσηκωθεί, είχαν πραγματοποιηθεί αυθόρμητες διαδηλώσεις και κλείσιμο των καταστημάτων σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Το αυθόρμητο αυτό λαϊκό κίνημα έγινε προσπάθεια στην συνέχεια να το οικειοποιηθεί το ΚΚΕ μέσω του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, κάτι που σε μεγάλο βαθμό πέτυχε λόγω των μηχανισμών του. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι το κίνημα αυτό ξεκίνησε ακηδεμόνευτο και είχε ως μοναδική πηγή του την εθνική ψυχή του λαού μας.
Η κορύφωση του αγώνα εκτυλίχθηκε δραματικά, με τα γερμανικά όπλα να θερίζουν δεκάδες Ελληνίδες και Έλληνες, ανοίγοντας πυρ εναντίον των άνω των 400.000 άοπλων πολιτών, που με ελληνικές σημαίες διαμαρτύρονταν ενάντια στον σχεδιασμό της παράδοσης της Μακεδονίας στους Βουλγάρους. Πάνω από 200 τραυματίες και 500 αιχμάλωτοι, που υπέφεραν τα πάνδεινα στα κατοχικά κολαστήρια, συμπλήρωσαν το σκηνικό του εγκλήματος.
Η θυσία τους, όμως, δεν πήγε χαμένη. Οι Γερμανοί, νιώθοντας ότι αυτή η λαϊκή αντίδραση δεν μπορούσε να περάσει αψήφιστα και ότι οι Έλληνες ήταν αποφασισμένοι να δώσουν τον αγώνα μέχρι τέλους, παρά το πρόβλημα που τους δημιουργούσαν ο αντιστασιακός αγώνας των Ελλήνων στα βουνά της Μακεδονίας (ιδιαιτέρως των εθνικών αντιστασιακών οργανώσεων), αλλά και οι τεράστιες απώλειές τους στο ανατολικό μέτωπο, αποφάσισαν τελικά να κρατήσουν οι ίδιοι την διοίκηση της Μακεδονίας. Με το αίμα του, λοιπόν, ο ελληνικός λαός αποσόβησε την παράδοση της περιοχής στους Βουλγάρους.
Τα γεγονότα έχουν μια δραματική αντιστοίχιση με όσα συμβαίνουν σήμερα. Οι επιδιώξεις του εξωτερικού παράγοντα και σήμερα στοχεύουν στην παράδοση της Μακεδονίας στους βόρειους γείτονες, που αυτή την φορά έχουν ενδυθεί την προβιά του «Μακεδόνα». Και σήμερα, όπως τότε, ο λαός αντιδρά, ξεσηκώνεται, είναι κάθε ημέρα στους δρόμους όλης της Ελλάδας και διατρανώνει την αντίθεσή του στο ξεπούλημα της πατρίδας του, δηλώνοντας αποφασισμένος να φτάσει τον αγώνα του μέχρι το τέλος!
Η διαφορά έγκειται στο ότι τις δύσκολες ημέρες της Κατοχής η τότε κυβέρνηση, ισορροπώντας στο τεντωμένο σχοινί της εξυπηρέτησης των συμφερόντων των κατακτητών και αυτής των εθνικών, κατάφερε να παίξει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της τελικής απόφασης των Γερμανών για την μη παράδοση της Μακεδονίας μας. Οι σημερινοί δωσίλογοι δεν δείχνουν να έχουν τέτοιες «ευαισθησίες». Το ξεπούλημα της Ιστορίας μας, της ταυτότητάς μας, της γλώσσας μας και της πολιτιστικής κληρονομιάς μας με μία και μόνη υπογραφή στην κατάπτυστη «συμφωνία» των Πρεσπών αυτό ακριβώς καταδεικνύει.
Η Αριστερά του 2018 μπορεί να βαδίζει στα χνάρια και στις πρακτικές της Αριστεράς του 1944-1949, αυτή την φορά με «ειρηνικά» μέσα, αλλά δεν δείχνει να διδάσκεται από την Ιστορία. Σήμερα επέλεξε να έρθει αντιμέτωπη με την ψυχή του λαού, που εκδηλώνεται συγκινητικά στα δεκάδες συλλαλητήρια σε όλη την ελληνική επικράτεια. Οι κατακτητές τότε επέλεξαν να τα αντιμετωπίσουν με σφαίρες. Σήμερα, οι υπηρέτες των επιγόνων τους τα αντιμετωπίζουν με χλεύη, λάσπη, ύβρεις, ξύλο και χημικά.
Το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Όπως τότε, αυτοί που θα μείνουν πίσω θα υποστούν την χλεύη και την τιμωρία. Καθένας μας διαλέγει τον δρόμο του. Άλλοι της τιμής και της αρετής, και άλλοι της περιφρόνησης και της ατίμωσης.