Οι δύο αποφάσεις του Εφετείου Δυτικής Μακεδονίας με τις οποίες ακυρώθηκε η απόφαση του Ειρηνοδικείου Φλώρινας, που είχε κάνει δεκτή τη λειτουργία του φιλοσκοπιανού σωματείου «Κέντρο Μακεδονικής Γλώσσας στην Ελλάδα», αποτελούν σίγουρα μία νίκη των μαχομένων Ελλήνων ενάντια στις συνέπειες που παράγει η προδοτική συμφωνία των Πρεσπών. Αξίζουν συγχαρητήρια, τόσο προς αυτούς που άσκησαν τα ένδικα μέσα εναντίον της απαράδεκτης πρωτόδικης απόφασης, όσο και προς την δικαστή που εξέδωσε την εφετειακή απόφαση. Ας μην γελιόμαστε όμως. Είναι απλώς μία νίκη. Μία νίκη σε έναν πόλεμο του Ελληνισμού εναντίον του εξωτερικού εχθρού, αλλά κυρίως εναντίον των λίγων αλλά επικίνδυνων, όπως αποδείχθηκε, εγχωρίων υποστηρικτών του.
Θα πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα στο σκεπτικό της απόφασης, αφού αυτό για να τεκμηριωθεί και να συγκροτηθεί απαιτούσε ισχυρά επιχειρήματα και προπαντός ευαισθησία εθνική. Και αυτό, γιατί, δυστυχώς, με την προδοτική συμφωνία, αναγνωρίστηκε «μακεδονική γλώσσα» που ομιλεί κάποια «μακεδονική εθνότητα» και οι όποιες υποσημειώσεις και διευκρινίσεις στο κείμενο της «συμφωνίας» λίγη σημασία έχουν.
Με αυτά είχε να αντιπαλέψει η Ελληνίδα δικαστής του Εφετείου. Και ήταν λογικό τα όποια νομικά επιχειρήματά της να αντληθούν μέσα από το κείμενο της ίδιας της «συμφωνίας», αφού αυτή απετέλεσε δυστυχώς νόμο του κράτους. Και εκεί ακριβώς είναι το πρόβλημα. Διότι μία «συμφωνία», η οποία αντιστρατεύεται τα εθνικά μας συμφέροντα και προσβάλλει βάναυσα την ιστορία και την ταυτότητα των Ελλήνων της Μακεδονίας, τί είδους επιχειρήματα μπορεί να προσφέρει για την υποστήριξη των εθνικών μας δικαίων;
Ανατρέχοντας στο σκεπτικό των αποφάσεων διαπιστώνουμε ότι η ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης στηρίχθηκε σε κάποια σημεία του Καταστατικού του φιλοσκοπιανού σωματείου. Συγκεκριμένα, στην διατύπωση περί «διατήρησης της μακεδονικής γλώσσας» εντός Ελλάδος, που κατά την δικαστή «δημιουργεί σύγχυση διότι ουδέποτε στην ελληνική επικράτεια υπήρξε ως ομιλούμενη η «μακεδονική γλώσσα»» και ακόμη στην «υποστήριξη εισαγωγής μακεδονικής γλώσσας ως προαιρετικό μάθημα σε δημόσια σχολεία και πανεπιστήμια στην Ελλάδα, ιδίως στις Περιφέρειες Μακεδονίας και Θράκης», διότι θεωρήθηκε ότι αυτό «εκφεύγει των σκοπών και αρμοδιοτήτων ενός σωματείου».
Το πιο έωλο, όμως, επιχείρημα είναι το ότι «παραγωγή διδακτικού υλικού» σύμφωνα με «ρητή πρόβλεψη της Συμφωνίας των Πρεσπών» προβλέπεται από «την συγκρότηση κοινής Διεπιστημονικής Επιτροπής, αρμόδιας επί εκπαιδευτικών θεμάτων, οι εργασίες της οποίας θα τελούν υπό την επίβλεψη των Υπουργείων Εξωτερικών των Μερών, σε συνεργασία και με άλλες αρμόδιες εθνικές αρχές. Η Επιτροπή αυτή ως μόνη αρμόδια, θα εξετάσει και, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, θα αναθεωρήσει οιαδήποτε σχολικά εγχειρίδια και βοηθητικό σχολικό υλικό, όπως χάρτες, ιστορικούς άτλαντες, οδηγούς διδασκαλίας που χρησιμοποιούνται σε έκαστο από τα Μέρη»!
Με την διατύπωση αυτή, όμως, ουσιαστικά γίνεται αποδεκτός ο ισχυρισμός του σωματείου ότι υπάρχει θέμα «μακεδονικής» γλώσσας (άρα και εθνότητας) εντός της ελληνικής επικράτειας, απλώς το να εκδοθεί διδακτικό υλικό δεν είναι αρμοδιότητα ενός σωματείου, αλλά του κράτους!
Είναι λογικό να συμβαίνει αυτό και έτσι ακριβώς καταδεικνύεται το γιατί η συμφωνία είναι προδοτική. Αλλά και γιατί ως τέτοια και μόνο πρέπει να αντιμετωπίζεται. Ο ίδιος χαρακτηρισμός θα πρέπει να προσάπτεται και σε όσους την υπέγραψαν, την επικύρωσαν, τήρησαν και εξακολουθούν να τηρούν τις διατάξεις και τους όρους της. Μόνον έτσι θα γίνει αντιληπτό από την διεθνή κοινότητα ότι αυτή η «συμφωνία» ήταν απλώς ένα παράγωγο της στιγμής, μίας συγκεκριμένης προδοτικής ηγεσίας, που αντιστρατεύεται τα εθνικά μας δίκαια και δεν μπορεί να συνεχίσει να υφίσταται. Μόνο έτσι, με την παράλληλη ποινική δίωξη όσων την υπέγραψαν και την τήρησαν, θα δικαιολογηθεί η μονομερής ακύρωσή της στο μέλλον από μία κυβέρνηση με εθνικό πρόσημο.