Δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένο μουσουλμάνοι της Θράκης που ασχολούνται (ή που φιλοδοξούν να ασχοληθούν) με τα κοινά να διαφοροποιούνται από την «γραμμή» που δίνει το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής. Ακόμη πιο σπάνιο, μάλιστα, είναι το γεγονός ότι φτάνουν να καταγγείλουν τη δραστηριότητά του, η οποία, όπως είναι γνωστό, αποκλίνει πολύ από τις υποχρεώσεις και την κανονική συμπεριφορά μιας προξενικής Αρχής.
Γι’ αυτό η πρωτοβουλία του βουλευτή του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Ιλχάν Αχμέτ να καταγγείλει αυτή τη δραστηριότητα του Τούρκου προξένου έκανε αίσθηση. Συγκεκριμένα, ο βουλευτής Ροδόπης δήλωσε μεταξύ άλλων σε τοπικό ραδιοφωνικό σταθμό και τα εξής: «Το ενδιαφέρον κάθε Τούρκου προξένου στην Κομοτηνή ως προς τη μειονότητα, λόγω και της Συνθήκης της Λωζάννης, ίσως θεωρηθεί ως ένα σημείο ομαλό. Από εκεί και μετά, όμως, δεν μπορεί να γίνει οποιαδήποτε παρέμβαση στα εσωτερικά ζητήματα της μειονότητας. Ό,τι ξεφεύγει από αυτό το πλαίσιο δεν είναι σύννομο».
Φυσικά, η συνολική και πολύχρονη παρουσία του μουσουλμάνου βουλευτή δεν είναι δυνατόν να καθαγιαστεί από μια τέτοια δήλωση, αφού είναι πολλά αυτά που την βαραίνουν. Αυτά, όμως, δεν είναι του παρόντος. Τώρα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στο πώς αντέδρασαν οι προξενικοί κύκλοι και τα ενεργούμενά τους. Έτσι, εκτός της άμεσης «διαγραφής» του βουλευτή από την - άτυπη μεν, ενεργή δε - «Συμβουλευτική Επιτροπή Τουρκικής Μειονότητας Δυτικής Θράκης», διατυπώθηκαν αμέσως και σαφείς απειλές εναντίον ακόμη και της ζωής του!
Αυτό που είναι, όμως, το πιο σημαντικό στην όλη ιστορία είναι το γεγονός της ανάδειξης με τη δήλωση αυτή της δράσης της συγκεκριμένης προξενικής Αρχής στην περιοχή της Θράκης μας. Μιας δραστηριότητας που έχει επανειλημμένως καταγγελθεί από φορείς και κατοίκους της περιοχής, ακόμη και από συγκεκριμένα πολιτικά πρόσωπα της κεντρικής πολιτικής σκηνής («φωλιά εχιδνών» την είχε χαρακτηρίσει Έλληνας πρώην ΥΠΕΞ). Είναι, ακόμη, χαρακτηριστική η περίπτωση της πρωτοβουλίας που είχε αναπτυχθεί προ ετών από κατοίκους της Κομοτηνής, όταν συγκεντρώθηκαν χιλιάδες υπογραφές για το κλείσιμο του τουρκικού προξενείου.
Σε όλες αυτές τις αντιδράσεις όχι μόνο δεν δόθηκε η δέουσα προσοχή από τις εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις, αλλά σε πολλές περιπτώσεις έγινε προσπάθεια να απαξιωθούν, είτε ως δήθεν πρωτοβουλίες «ακραίων εθνικιστικών κύκλων», είτε ως «προσπάθειες διατάραξης των σχέσεων με φίλη και σύμμαχο χώρα», ενώ υπήρξαν και περιπτώσεις που ελέχθη ότι αυτές «αποσκοπούν στο να δυναμιτίσουν το κλίμα της αρμονικής συμβίωσης χριστιανών και μουσουλμάνων»!
Αυτοί που θίγονται από την δήλωσή του αντέδρασαν ήδη με τον τρόπο που τους είναι πιο οικείος. Αναμένουμε την αντίδραση και της ελληνικής Πολιτείας, αλλά πρωτίστως των τοπικών αξιωματούχων της (βουλευτές της περιοχής, πάσης φύσεως αιρετοί και κομματικοί «παράγοντες»).