Προέχει ο Ελληνισμός

  • Δημοσιεύτηκε: 16 Μάρτιος 2022

    Ένα πολύ καλό κλίμα, «ανάλογο με αυτό που αρμόζει σε δύο συμμάχους», κυριάρχησε στην πρόσφατη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν. Αυτό ανακοινώθηκε μετά την ολοκλήρωσή της στην Κωνσταντινούπολη. Το καλό κλίμα, βεβαίως, επισφραγίστηκε αμέσως μετά με τις αυξημένες και προκλητικότατες παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τα αεροσκάφη της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας.

    Ελέχθη ακόμη ότι οι δύο χώρες θα συνεργαστούν ώστε να ανοίξουν ανθρωπιστικοί διάδρομοι για τη διάσωση του άμαχου πληθυσμού. Πώς, όμως, θα δρομολογηθεί κάτι τέτοιο; Θα επιτρέψει λ.χ. η Τουρκία να διέλθουν κατ’ εξαίρεση ελληνικά πλοία από τα Στενά, προκειμένου να προσεγγίσουν τη Μαριούπολη, αλλά και την Οδησσό, ώστε, αφενός, να προσφέρουν ανθρωπιστική βοήθεια και, αφετέρου, να απεγκλωβίσουν ομογενείς μας μεταφέροντάς τους είτε στην Ελλάδα, είτε σε άλλες ασφαλείς περιοχές για όσο διάστημα απαιτηθεί;

    Αν βεβαίως αυτό θα μπορούσε να επιτευχθεί με μία απλή απόφαση της Τουρκίας, δεν θα ήταν το ίδιο εύκολο να υλοποιηθεί και να ολοκληρωθεί χωρίς συνεννόηση τόσο με την ουκρανική, όσο και με την ρωσική κυβέρνηση. Και εδώ αρχίζουν τα δύσκολα για μας. Δυστυχώς, η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε να τοποθετηθεί μονομερώς στη σύγκρουση αυτή, αποστέλλοντας στρατιωτική βοήθεια στην Ουκρανία και γενόμενη ουσιαστικά μέρος του προβλήματος, μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι οι δεκάδες χιλιάδες ομογενείς μας στην περιοχή θα παραμείνουν εκεί, στις πατρογονικές εστίες τους, υπό οποιαδήποτε διοίκηση, μετά το τέλος του πολέμου.

    Αν κυριαρχούσε η εθνική οπτική, δηλαδή αυτή ενός εθνικού κέντρου και όχι απλώς αυτή της διαχείρισης των στενών συμφερόντων μίας κρατικής οντότητας, η κυβέρνηση θα μπορούσε να κάνει πολύ πιο σωστές επιλογές, προς όφελος και του κράτους μας. Θα μπορούσε λ.χ. να ηγηθεί μίας προσπάθειας συνεννόησης μεταξύ των δύο πλευρών, ώστε η περιοχή τουλάχιστον της Μαριούπολης να μείνει έξω από τις πολεμικές συγκρούσεις, κάτι σαν μία ανθρωπιστική ζώνη, ώστε να αποτελέσει πυρήνα προστασίας της ελληνικής ομογένειας, αλλά και ανθρωπιστικό διάδρομο για την προστασία των αμάχων γενικότερα. Τα πλοία θα μπορούσαν να προσεγγίζουν την πόλη παρέχοντας ανθρωπιστική βοήθεια και απεγκλωβίζοντας αμάχους.

    Αυτό θα ήταν κάτι που και τους Ουκρανούς πολίτες γενικότερα θα βοηθούσε και τη σκληρή εικόνα της επιτιθέμενης Ρωσίας θα άμβλυνε διεθνώς, άρα θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό και από τις δύο πλευρές. Μία τέτοια πρωτοβουλία όμως δεν χτίζεται στέλνοντας στρατιωτικό εξοπλισμό στην μία από αυτές. Με τον τρόπο αυτό, η χώρα μας θα αναδεικνυόταν στην πράξη ως εγγυήτρια μιας ειρηνευτικής προσπάθειας μεταξύ των αντιμαχομένων. Δυστυχώς με την επιλογή της να γίνει μέρος του προβλήματος, άφησε τον ρόλο αυτό στην Τουρκία, αναβαθμίζοντάς την από ταραξία της περιοχής σε ειρηνευτικό παράγοντα.

    «Έχουμε υποχρέωση να προστατέψουμε τον Ελληνισμό της Μαριούπολης, αλλά και της Οδησσού. Είναι ο Ελληνισμός που προετοίμασε, αγωνίσθηκε και μάτωσε για την Εθνεγερσία του 1821. Το λιγότερο που τους χρωστάμε είναι να εξασφαλίσουμε την επιβίωσή του στα πανάρχαια χώματα των κοιτίδων του και των τάφων των πατέρων του» (Πολύδωρος Δάκογλου).

    Δεν αρκεί να αναφερόμαστε μόνο στην αναγκαιότητα για ανθρωπιστική βοήθεια προς τον ουκρανικό λαό. Επιβάλλεται να παλέψουμε για ένα κομμάτι τού Ελληνισμού που κινδυνεύει να χαθεί. Και το τονίζουμε αυτό, διότι το ελληνικό ΥΠΕΞ δήλωσε ότι «αγωνιά» για την τύχη των Ελλήνων. Συγγνώμη, αλλά αυτοί που αγωνιούν είναι οι πολίτες. Ένα υπουργείο, μία κυβέρνηση, άλλα πράγματα πρέπει να κάνει. Αντιλαμβάνομαι ότι σε τέτοιου είδους συναντήσεις είναι σύνηθες να αποφασίζονται και πράγματα που δεν λέγονται δημοσίως. Ελπίζουμε να τα δούμε. Αυτό θα ήταν, πράγματι, κάτι για το οποίο θα λέγαμε ότι άξιζε τον κόπο αυτή η συνάντηση.

    Κατηγορία: