Σε πανευρωπαϊκή κλίμακα παρατηρείται σήμερα μία άνωθεν ποδηγετούμενη ενίσχυση των λεγόμενων «αντιρατσιστικών κινημάτων», τα οποία και δραστηριοποιούνται στον χώρο της νεολαίας, στα πλαίσια της λεγόμενης «ροζ Αριστεράς» (π.χ. “No Global”, Πράσινοι κτλ). Ο σκοπός της ύπαρξης αυτού του είδους της «Αριστεράς» είναι προφανής: η διοχέτευση του δυναμισμού, της ενεργητικότητας και της οργής των Ευρωπαίων νέων για την κατάσταση που επικρατεί σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, σε ελεγχόμενες από το παγκόσμιο σύστημα εξουσίας ατραπούς. Στόχος τους είναι η προσέλκυση και ο προσεταιρισμός όσο το δυνατόν μεγαλύτερου τμήματος της νεολαίας στους κόλπους της νεοταξικής αυτής ιδεολογίας, κάτι που έχει ως συνέπεια τον αποπροσανατολισμό της και την απονέκρωση όλων εν δυνάμει των εστιών αντίστασης στην καπιταλιστική και εθνοκτόνο παγκοσμιοποίηση.
Τα κυρίαρχα κέντρα εξουσίας δεν επιθυμούν την πολιτική δραστηριοποίηση των νέων και της κοινωνίας γενικότερα σε μία υγιή βάση, κάτι που επιτυγχάνεται μόνο από έναν καλώς νοούμενο εθνικισμό, που αντιπαλεύει τόσο την αμερικανοσιωνιστική κυριαρχία στη γηραιά ήπειρο, όσο και την βαρβαρότητα της καπιταλιστικής-πολυπολιτισμικής κοινωνίας, που συνδυάζει δηλαδή τον αγώνα τόσο σε εθνικό, όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η πάλη των ευρωπαϊκών λαών για εθνική ανεξαρτησία και συνάμα για κοινωνική δικαιοσύνη ενοχλεί κάποιους δήθεν «επαναστάτες» τύπου Κολωνακίου και Εκάλης. Οι εν λόγω «ροζ» ή «μεταλλαγμένοι αριστεροί» εχθρεύονται και καταδικάζουν μετά βδελυγμίας όχι μόνο τον εθνικισμό του δεξιότερου πολιτικού φάσματος, αλλά και τον αριστερογενή πατριωτισμό, ακόμη δε και την παραδοσιακή κομμουνιστική Αριστερά (τύπου ΚΚΕ) ως «κρυπτοεθνικιστική», και «σοσιαλφασιστική» η οποία συνοδοιπορεί με τους εθνικιστές στο δρόμο της «συντήρησης», του «λαϊκισμού», του «απομονωτισμού», του αντιαμερικανισμού και του «αντισημιτισμού».
Είναι λοιπόν προφανές ότι οι λεγόμενες «αριστερές» και «αντιρατσιστικές» οργανώσεις και ευρύτερα η αντιεθνικιστική ρητορεία εξυπηρετούν ιδιοτελείς σκοπιμότητες σε παγκόσμια κλίμακα, αφού λειτουργούν ως «μαξιλάρι» ή ως «αμορτισέρ», που απορροφά τους κραδασμούς από τις κοινωνικές εντάσεις και τα αδιέξοδα της πολυπολιτισμικής κοινωνίας -που οι ίδιες συντελούν στη γιγάντωσή τους- (π.χ. αποβιομηχάνιση, ανεργία, εργοδοτική αυθαιρεσία, εγκληματικότητα, αλλοίωση της φυσιογνωμίας της Ευρώπης από την αθρόα μετανάστευση, συνεχής απαξίωση αξιών από την κοινωνική διάβρωση κτλ), διοχετεύοντας παράλληλα τη λαϊκή αγανάκτηση στην κατεύθυνση, που οι ίδιοι οι κρατούντες επιθυμούν: στην προαγωγή της Νέας Τάξης και της Παγκοσμιοποίησης.
Έτσι βλέπουμε σήμερα σε καίρια και θεμελιώδη ζητήματα να υπάρχει απόλυτη σχεδόν ταύτιση των απόψεων μεταξύ νεοφιλελευθέρων-καπιταλιστών, ορισμένων «αριστερών» και των αναρχικών. Κοινός παρονομαστής τους είναι ο αγγλοσαξωνικού τύπου ατομοκεντρισμός, που αποτελεί αφετηρία της πολιτικής και φιλοσοφικής τους κοσμοθεωρίας. Το άτομο προτάσσεται έναντι του συνόλου και μπορεί στη μία περίπτωση να πλουτίζει εις βάρος των συνανθρώπων του μέσα από έναν αθέμιτο κερδοσκοπικό ανταγωνισμό στα πλαίσια της «ελεύθερης αγοράς», ενώ στην άλλη μπορεί να καίει και να καταστρέφει τις περιουσίες των συμπολιτών του, να βεβηλώνει τα θρησκευτικά και εθνικά τους σύμβολα και φυσικά να λουφάρει, αρνούμενος να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις απέναντι στην κοινωνία και την πατρίδα, όπως οι υπόλοιποι, θεωρώντας ότι έχει μόνο δικαιώματα και καθόλου υποχρεώσεις. Και στις δύο λοιπόν περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους, που στην πραγματικότητα λειτουργούν βάσει ενός αμοραλιστικού ατομικισμού και που βρίσκονται διαρκώς σε μία συγκρουσιακή σχέση με το κοινωνικό σύνολο, καθιστάμενοι στην ουσία κοινωνικά παράσιτα. Η χαλαρή κοινωνική συνείδηση και η ελευθεριακή κοσμοαντίληψη και στάση ζωής σημαντικής μερίδας οπαδών του «αντιεξουσιαστικού», αλλά και του ρεφορμιστικού «αριστερού» χώρου (π.χ. ομοφυλοφιλία, ασύστολη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών κτλ) είναι ενδεικτικές του ήθους και της προσωπικότητας των ατόμων, που θέλουν να λογίζονται «προοδευτικοί», «επαναστάτες» και εν δυνάμει «αναμορφωτές» της κοινωνίας μας.
Αναφορικά με το ζήτημα του εθνικού κράτους, τόσο οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές και οι ανά τον κόσμο νεοφιλελεύθεροι θιασώτες τους, όσο και οι αναρχικοί και οι ποικιλόχρωμοι «αριστεροί αντιναζί» επιδιώκουν και προάγουν την κατάλυσή του. Οι μεν Αμερικανοί προωθούν την κατάλυση των εθνικών κρατών και την αντικατάστασή τους από φιλικά προσκείμενα ή μάλλον δουλικά διακείμενα προς αυτούς υπερεθνικά κρατικά μορφώματα τύπου Ε.Ε. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Το εθνικό κράτος, παρά τις όποιες αδυναμίες του, έχοντας ως θεμελιώδες σημείο αναφοράς τη λαϊκή κυριαρχία (έστω και τυπικά), προστάτευε μέχρι προ τινος εργαζομένους και μικροϊδιοκτήτες από την αδηφάγο και ανεξέλεγχτη διείσδυση του πολυεθνικού κεφαλαίου στις μικρότερες χώρες. Αυτό όμως σήμερα έχει ατονήσει. Η κατάργηση του εθνικού νομίσματος των κρατών της Ευρώπης και η αντικατάστασή τους από το ευρώ είναι ενδεικτική της καταστάσεως στην οποία ζούμε, δηλαδή της σταδιακής εκχωρήσεως της εθνικής μας κυριαρχίας σε εξωεθνικούς μηχανισμούς εξουσίας, που παράλληλα προάγουν τις γεωπολιτικές πλανητικές φιλοδοξίες των υπερατλαντικών «προστατών» και «συμμάχων» μας. Οι αναρχικοί από την άλλη θέλουν να καταστρέψουν και αυτοί το εθνικό κράτος, ως φορέα καταστολής και εξουσίας, και να το αντικαταστήσουν με ένα ουτοπικό σύστημα μικρών και διάσπαρτων αυτοδιαχειριζόμενων κοινοτήτων. Και σε αυτό το σημείο έχουμε σύγκλιση απόψεων μεταξύ κοσμοεξουσιαστών και «αντιεξουσιαστών».
Κεντρικό ρόλο σε αυτή τη διαδικασία κατάλυσης της λαϊκής κυριαρχίας και του εθνικού κράτους διαδραματίζει το ζήτημα της μετανάστευσης και της «πολυπολιτισμικής» κοινωνίας. Η αθρόα εισαγωγή ξένου εργατικού δυναμικού υπήρξε καταλυτική για την χωρίς φραγμούς κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου. Με την δημιουργία στρατιών χαμηλο-αμειβομένων και ανασφαλίστων αλλοδαπών εργαζομένων, ευκόλως χειραγωγουμένων και με έλλειψη ταξικής συνείδησης ήταν πολύ εύκολο να μεγιστοποιηθεί το κέρδος των μεγάλων εταιρειών, κάτι που ασφαλώς υπήρξε στρατηγική επιλογή των κυβερνήσεων σε όλη την ανεπτυγμένη οικονομικά Ευρώπη. Το κυριότερο όμως είναι η αποδιάρθρωση του κοινωνικού ιστού μέσα από την αθρόα μετανάστευση και η αλλοίωση της πληθυσμιακής σύστασης και της πολιτιστικής ταυτότητας της Ευρώπης και εν προκειμένω της πατρίδας μας. Και εδώ έχουμε ταύτιση απόψεων αφενός των υποστηρικτών της ελεύθερης οικονομίας και αφετέρου κάποιων εξωκοινοβουλευτικών αριστερών, των αναρχικών και βεβαίως του Συνασπισμού, που διοργανώνουν π.χ. «φόρουμ μεταναστών» και «αντιρατσιστικά» φεστιβάλ, ζητώντας τη μονιμοποίηση όλων ανεξαιρέτως -νομίμων και παρανόμων- καθώς και το άνοιγμα των ελληνικών συνόρων για τους φτωχούς και τους κατατρεγμένους όλου του κόσμου... Το οξύμωρο και αντιφατικό, που αγγίζει τα όρια της σχιζοφρένειας, είναι ότι εκείνοι που διατείνονται ότι είναι οι εχθροί της παγκοσμιοποίησης, είναι αυτοί που υποστηρίζουν και προάγουν την κατ' εξοχήν διαδικασία υλοποίησής της, αυτήν της πολυπολιτισμικής (ή αεθνικής) κοινωνίας, παρέχοντάς της τον ιδεολογικό όπλο του δήθεν αντιρατσισμού.
Έχουμε επίσης ταύτιση θέσεων αναρχικών - «αντιεξουσιαστών» και Αμερικανών και των εδώ θιασωτών τους τύπου Ανδριανόπουλου, Μάνου ή Μπίστη σε πολλά άλλα καίρια ζητήματα όπως στα ελληνοτουρκικά και το κυπριακό (π.χ. υπέρ του αμερικανόπνευστου σχεδίου Ανάν), στην συγγραφή των νέων σχολικών βιβλίων από τον αμερικανικής καθοδήγησης και χρηματοδότησης CDRSEE, στην κατάργηση των παρελάσεων, στο γάμο μεταξύ ομοφυλοφύλων, στην υπονόμευση του ρόλου της Εκκλησίας κ.α. Ωστόσο οι «αντιεξουσιαστές» προχωρούν σε ακόμη περισσότερο ακραίες προτάσεις: στην ρήξη με το οικογενειακό περιβάλλον (αποτελεί κατ' αυτούς φορέα εξουσίας), στην κατάργηση του σχολείου και των δασκάλων (ως μηχανισμών διαιώνισης της κρατικής εξουσίας), η ελεύθερη Κύπρος αποκαλείται «νότια Κύπρος», ενώ «το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια του», ό,τι δηλαδή ακριβώς πρεσβεύουν οι ΝΑΤΟϊκοί «σύμμαχοί» μας, Αμερικανοί, Βρετανοί και Τούρκοι. Επίσης διάκεινται αρνητικά έναντι του εχθρικού προς τις ΗΠΑ, Ιράν. Είναι δε χαρακτηριστικό το σύνθημα, που μπορεί να διαβάσει κανείς σε τοίχους των Εξαρχείων: «ο αντιαμερικανισμός είναι το άλλοθι του ελληνικού ιμπεριαλισμού». Πρόκειται εδώ για μία καθαρά φιλοαμερικανική πολιτική στάση, που δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών: για την σύμπτωση απόψεων «αντιεξουσιαστών» και υπερατλαντικών κύκλων. Πρόκειται ουσιαστικά για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.