Η Νέα Τάξη (μέρος 4ο): η κατάσταση στην χώρα μας και οι προοπτικές της

  • Δημοσιεύτηκε: 03 Αύγουστος 2007

    Ευτυχώς στην Ελλάδα δεν έχουμε φθάσει ακόμα σε αυτό το σημείο, ωστόσο υπάρχουν και εδώ «Antifa», που κινούνται κυρίως στον ευρύτερο χώρο της μη κομμουνιστικής εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς (αριστεριστών, τροτσκιστών, «οικολόγων» κτλ) και των «αντιεξουσιαστών», ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινείται σε γενικές γραμμές και ο Συνασπισμός του Αλαβάνου. Υπάρχουν επίσης διασυνδέσεις με ομοϊδεάτες τους άλλων χωρών, οι οποίοι δραστηριοποιούνται και σε επίπεδο οπαδών ποδοσφαιρικών ομάδων (π.χ. σε ΑΕΚ, Ατρόμητο, Ομόνοια Κύπρου, St. Pauli Γερμανίας, Livorno Ιταλίας κ.ά.). Οι Έλληνες «αντιφασίστες» ασκούν παντοιοτρόπως πιέσεις, ώστε να επιβάλουν τις θέσεις τους όχι μόνο στην ελληνική κοινωνία, αλλά και στην πολιτεία. Έτσι όχι μόνο προσπαθούν να τρομοκρατήσουν τους πολίτες, που θέλουν να παρευρεθούν σε εκδηλώσεις εθνικού και πατριωτικού χαρακτήρα, αλλά και επιδιώκουν να παρέμβουν με αθέμιτο τρόπο στο έργο της δικαιοσύνης, ασκώντας π.χ. αφόρητες πιέσεις στους δικαστές να αθωώσουν συλληφθέντες ομοϊδεάτες τους ή να καταδικάσουν με εξοντωτικές ποινές συλληφθέντες από τον εθνικιστικό χώρο.

    Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα σύστημα, ένα παρακράτος, όπου οι «αντιεξουσιαστές» - αναρχικοί αποτελούν το πιο «μάχιμο» τμήμα του χώρου των Εξαρχείων, δραστηριοποιούμενοι έντονα εναντίον του κράτους και των εθνικιστών, ασκώντας «επαναστατική βία». Από την άλλη οι μετριοπαθέστεροι αριστεριστές συνοδοιπόροι τους (π.χ. ΕΑΑΚ), μολονότι δεν ταυτίζονται απολύτως μαζί τους τόσο σε επίπεδο ιδεολογίας, όσο και σε επίπεδο τακτικής, εντούτοις λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο στην πράξη ως πολιτική πτέρυγά των πιο «μάχιμων» αναρχικών, υπό την έννοια ότι τους στηρίζουν πολιτικά -αμέσως ή εμμέσως- στην κάθε τους επιλογή. Ας μην ξεχνάμε ότι συμφωνούν σε πολλά καίρια πολιτικά ζητήματα, μοιράζονται κοινούς αγώνες και ουδέποτε συγκρούονται μεταξύ τους, όπως συμβαίνει συχνά π.χ. με τους σταλινικούς και το ΚΚΕ. Επιπλέον και ο Συνασπισμός παρέχει γενικά μία έμμεση, πλην σαφή, πολιτική κάλυψη στους αναρχικούς, αποφεύγοντας να καταδικάσει τις δραστηριότητές τους, πλην ορισμένων εντελώς ακραίων περιπτώσεων και πάντοτε κατόπιν έξωθεν πιέσεων. Την ίδια στάση τηρούν και ορισμένοι συνδικαλιστές εκπαιδευτικοί (ΟΛΜΕ, ΔΟΕ), που πρόσκεινται στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, καθώς και πανεπιστημιακοί καθηγητές, ενώ τα ΜΜΕ τηρούν μία σαφώς μεροληπτική στάση υπέρ των αναρχικών, τουλάχιστον όταν έχουμε να κάνουμε με συγκρούσεις μεταξύ αναρχικών και εθνικιστών. Οι αναρχικοί λοιπόν βρίσκονται στο απυρόβλητο.

    Είναι ενδεικτικό το γεγονός της δολοφονικής επίθεσης αναρχοαριστερών στις 28-6-2006 στο Γαλάτσι εναντίον 19χρονου εθνικιστή, του οποίου η ζωή κινδύνευσε άμεσα (έπεσε σε κώμα), ενώ τα ΜΜΕ το αποσιώπησαν σκανδαλωδώς παρά τις εκκλήσεις των συναγωνιστών του προς τα κανάλια να δημοσιοποιήσουν την υπόθεση, και εννοείται ότι δεν καταδικάστηκε η ενέργεια αυτή από κανένα κόμμα, από καμία πολιτική οργάνωση, από κανένα συνδικαλιστικό φορέα. Μάλιστα ούτε το κράτος επιλήφθηκε του ζητήματος και έτσι οι δράστες κυκλοφορούν ελεύθεροι. Στην αντίστοιχη βεβαίως περίπτωση του τραυματισμού του φοιτητοπατέρα Δημήτρη Κουσουρή στις 16-6-1998 η δημοσιοποίηση του γεγονότος ήταν τεράστια και φυσικά η καταδίκη του άμεση και καθολική. Κάτι ανάλογο συνέβη και με την περίπτωση 16χρονης μαθήτριας από την Χαλκίδα, που βιάστηκε και κακοποιήθηκε αποδεδειγμένα και με τον πλέον απάνθρωπο τρόπο από Αλβανό το Νοέμβριο του 2006, κάτι που όμως θάφτηκε από τα κανάλια, δεδομένου ότι το θύμα ήταν Ελληνίδα και ο εγκληματίας Αλβανός, όταν προκλητικά κατά το ίδιο διάστημα προβαλλόταν συνεχώς από τα ΜΜΕ η υπόθεση της Βουλγάρας, που φέρεται να βιάστηκε στην Αμάρυνθο, ως δήθεν ρατσιστικό έγκλημα. Δύο λοιπόν μέτρα και δύο σταθμά.

    Πάντως αναφορικά με το κράτος, αυτό τηρεί μία επαμφοτερίζουσα στάση. Μπορεί οι αστυνομικές δυνάμεις να κυνηγούν, να συλλαμβάνουν, ακόμη και να ξυλοκοπούν αναρχικούς, ωστόσο στην συνέχεια, όταν φθάσει η ώρα του δικαστηρίου, είτε οι ποινές τους είναι πολύ ελαφρές, είτε αθωώνονται εντελώς, εν αντιθέσει προς τους εθνικιστές, όπου εκεί εξαντλείται η αυστηρότητα της ελληνικής δικαιοσύνης, κατόπιν βεβαίως των γνωστών πιέσεων από «προοδευτικούς» πολιτικούς, συνδικαλιστές, πανεπιστημιακούς και τα ΜΜΕ. Γενικότερα όμως η στάση του ελληνικού κράτους έναντι του πατριωτικού χώρου είναι μάλλον εχθρική. Αποκτά λοιπόν κανείς την αίσθηση ότι το κράτος με τους μηχανισμούς του θέλει να θέσει «εκτός μάχης» κάποιους δραστήριους εθνικιστές, το αντίπαλο δέος των «αντιεξουσιαστών» στην «μάχη» του πεζοδρομίου, διευκολύνοντας έτσι τους τελευταίους να δρουν ανενόχλητοι. Ίσως λοιπόν δεν είναι άσχετη με τα παραπάνω η έξαρση της εγκληματικής δράσης των «αντιεξουσιαστών» κατά το διάστημα των τελευταίων μηνών.

    Πάντως το πιθανότερο είναι ότι η ήδη τεταμένη κατάσταση θα εκτραχυνθεί ακόμη περισσότερο. Οι «αντιεξουσιαστές» θα συνεχίζουν να καίνε βιτρίνες, βιβλιοπωλεία, αυτοκίνητα, περιουσίες, ενώ οι βιαιοπραγίες κατά των δυνάμεων ασφαλείας θα φθάσει στα άκρα. Αναμένεται επίσης να συνεχιστούν και οι προκλήσεις εναντίον των λαϊκών αισθημάτων με προσπάθειες βεβήλωσης ιερών για τους Έλληνες μνημείων και συμβόλων, παράλληλα όμως φαίνεται ότι θα πολλαπλασιαστούν και τα κρούσματα τραμπουκισμού και απόπειρας φίμωσης και τρομοκράτησης Ελλήνων πατριωτών μέσα από την διεξαγωγή «αντιφασιστικών» εκδηλώσεων και αντιδιαδηλώσεων, ακόμη και κατά την διάρκεια των παρελάσεων στις εθνικές μας επετείους. Όμως είναι βέβαιο ότι δεν μπορούν πάντοτε να ασχημονούν ανενόχλητοι, όσο υπάρχουν Έλληνες νέοι εθνικιστές, που τους δίνουν το μάθημα που τους αξίζει. Όσο συνεχίζουν τον κατήφορό τους, τόσο θα βρίσκουν την ελληνική κοινωνία -ή τουλάχιστον το υγιές κομμάτι της- απέναντί τους.

    Από κάποιο σημείο και έπειτα το ίδιο το κράτος θα πάψει πλέον να τους ανέχεται σιωπηρά, όπως πράττει εδώ και τρεις δεκαετίες. Όταν οι «αντιεξουσιαστές» και οι λοιποί συνοδοιπόροι τους ξεπεράσουν κάθε όριο, καταλύοντας κάθε έννοια δημόσιας τάξης και ασφάλειας ή και λειτουργώντας αποσταθεροποιητικά έναντι της όποιας ελληνικής κυβερνήσεως, καθιστώντας την πιο ευάλωτη σε έξωθεν -υπερατλαντικές ίσως- πιέσεις (όπως συμβαίνει σε χώρες της ανατολικής Ευρώπης), τότε τα πράγματα θ' αρχίσουν να παίρνουν το δρόμο τους. Ωστόσο η εξουδετέρωση των ταραχοποιών στοιχείων και όλων όσων τους υποκινούν και τους υποθάλπουν οικονομικά, νομικά και πολιτικά δεν είναι αρκετή. Δεν είναι τόσο ζήτημα καταστολής, όσο ζήτημα παιδείας.

    Θα πρέπει πρωτίστως να απαλλαγούμε από το σάπιο καταστημένο των «μεταλλαγμένων» μαρξιστών διανοουμένων -φερεφώνων της Μόσχας χτες, θεραπαινίδων της Ουάσινγκτον σήμερα- που από το δημοτικό σχολείο έως το πανεπιστήμιο διεξάγουν έναν συνεχή, αδιάκοπο και μεθοδευμένο πόλεμο με σκοπό την υπονόμευση της εθνικής μας αυτοσυνειδησίας και εν τέλει την κατάργήσης μας ως έθνος μέσα από την δημιουργία μιας νέας, «μεταλλαγμένης» γενιάς απάτριδων καταναλωτών. Η συστηματική παραχάραξη και αποδόμηση της εθνικής μας ιστορίας, η υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών και η γενικότερη απαξίωσή των κλασσικών γραμμάτων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, σε συνδυασμό με την μονόπλευρη σχεδόν ανάπτυξη των επιστημών υλιστικού και «εργαλειακού» χαρακτήρα (π.χ. σπουδές κυρίως οικονομικής κατεύθυνσης, αέναο κυνήγι πιστοποίησης γνώσης ξένων γλωσσών, μονομερής και άκρατη εξειδίκευση κ.τ.λ.) είναι ενδεικτικές του κλίματος ωφελιμισμού και χρησιμοθηρίας, που επικρατούν σε όλη την εκπαίδευση - φαινόμενο που παρατηρείται και εκτός των συνόρων μας. Δεν είναι εξάλλου άσχετο ότι ο ατομικισμός, ο ευδαιμονισμός και ο ηδονισμός αποτελούν κυρίαρχες στάσης ζωής στην «μεταμοντέρνα» εποχή που ζούμε. Η διαφθορά αγγίζει και διαπερνά μεγάλα τμήματα της κοινωνίας μας: δασκάλους, καθηγητές, δημοσιογράφους, γιατρούς, δικαστικούς, κληρικούς, ενώ η νεολαία πελαγοδρομεί μέσα σε μία άκρως απάνθρωπη και ανταγωνιστική κοινωνία, στην οποία καλείται να επιβιώσει. Για όλα τα παραπάνω σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνος και υπόλογος είναι ο «πνευματικός» κόσμος της χώρας, ο εσμός, που κυριαρχεί στα πανεπιστήμια, τα σχολεία και τα ΜΜΕ και που διαχέει το δηλητήριο του αμοραλισμού και του ανθελληνισμού στις ψυχές των νέων ανθρώπων. Είναι αυτός που παράγει στρατιές ελληνοφώνων γενιτσάρων, όπως αυτών που καίνε τις ελληνικές σημαίες.

    Όλα αυτά όμως δεν είναι άσχετα με τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις στην γειτονιά μας. Σήμερα οι ΗΠΑ έχουν ως γεωστρατηγική τους επιλογή για την ανάσχεση της Ρωσίας, την ενίσχυση και εξάπλωση των μουσουλμανικών κρατών της Βαλκανικής (Τουρκίας, Αλβανίας, Βοσνίας-Ερζεγοβίνης), παραλλήλως προς την εδαφική συρρίκνωση των ορθόδοξων χριστιανικών χωρών της περιοχής: σήμερα της Σερβίας, αύριο της Ελλάδας, πιθανόν δε και των Σκοπίων, αλλά και της Βουλγαρίας, με απώτερο στόχο την αναβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η εθνική απονεύρωση και απονέκρωση των χριστιανικών λαών της περιοχής, και εν προκειμένω του ελληνικού λαού, μέσα από την παραποίηση του ιστορικού τους παρελθόντος και την ιστορική λήθη, ασφαλώς και χρησιμεύει στο να προλειανθεί το έδαφος για την πραγμάτωση αυτής της προοπτικής: μίας Νέας Τάξης στα Βαλκάνια. Το ρόλο του δοσίλογου των Αμερικανών και των Τούρκων έρχονται σήμερα να υπηρετήσουν οι διάφοροι πολιτικοί, ιδιοκτήτες ΜΜΕ και καθηγητές, που εξωραΐζουν και εξιδανικεύουν το αιματοβαμμένο οθωμανικό παρελθόν, υποβαθμίζοντας παράλληλα την εθνική ιστορία του κάθε λαού και ιδίως του ελληνικού, μέσα από μία συνεχή φιλοτουρκική προπαγάνδα από τα ΜΜΕ και -το χειρότερο- μέσα από τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, τα οποία πληρώνει ο κάθε φορολογούμενος.

    Όμως όλοι αυτοί οι ξενοκίνητοι μεταπράτες των νεοταξικών ιδεών είναι λίγοι, πολύ μικροί και ασήμαντοι, θα λέγαμε, μπροστά σε μας, τον ελληνικό λαό και ας έχουν την αμέριστη υλική, οικονομική και πολιτική υποστήριξη των υπερατλαντικών αφεντικών τους. Παρόλο που ελέγχουν τα ΜΜΕ και τους μηχανισμούς εξουσίας, βρίσκονται απομονωμένοι και ξεκομμένοι από το κοινωνικό σώμα, δειλοί καιροσκόποι, χωρίς ψυχή, έτοιμοι ν' αλλάξουν στρατόπεδο, μόλις διαισθανθούν ότι το ξενόδουλο οικοδόμημα, στο οποίο έχουν επενδύσει την ανέλιξή τους, αρχίζει να τρίζει.