Η Νέα Τάξη (μέρος 1ο): οι «αντιεξουσιαστές»

  • Δημοσιεύτηκε: 04 Μάιος 2007

    Το τελευταίο διάστημα βλέπουμε στους δρόμους της Αθήνας και των άλλων μεγάλων πόλεων περιφερόμενες ομάδες κουκουλοφόρων ταραξιών, οι οποίες τιτλοφορούνται ως «αντιεξουσιαστές», «αναρχικοί», «αυτόνομοι» ή «αριστεροί» κ.τ.λ, να προβαίνουν σε βανδαλισμούς, καταστρέφοντας πανεπιστημιακούς και άλλους δημόσιους χώρους, αλλά και περιουσίες απλών Ελλήνων πολιτών. Αυτό το φαινόμενο δεν γεννήθηκε βεβαίως χτες. Από την μεταπολίτευση και μέχρι σήμερα σύνηθες είναι το φαινόμενο του σπασίματος βιτρινών καταστημάτων, της πυρπόλησης αυτοκινήτων, περιπτέρων και βιβλιοπωλείων, καθώς και των οδομαχιών μεταξύ των εν λόγω ταραξιών και των αστυνομικών δυνάμεων.

    Ωστόσο στις μέρες μας παρατηρείται μία ποσοτική και κυρίως ποιοτική διαφορά: οι ταραξίες δεν περιορίζονται απλώς στην πρόκληση υλικών καταστροφών, αλλά και προχωρούν προκλητικά στη βεβήλωση χώρων και συμβόλων, ιερών για τη συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων αυτής της χώρας. Πέρα από το επιδεικτικό και άνανδρο κάψιμο της ελληνικής σημαίας -υπό την σκέπη σχεδόν πάντοτε του πανεπιστημιακού «ασύλου»- ως «συμβόλου του κράτους» (κατ' αυτούς δεν υπάρχει ελληνικό έθνος, αφού τα έθνη αποτελούν «φαντασιακές κοινότητες»), προσπαθούν επίσης άνανδρα να προκαλέσουν τα αισθήματα αποτροπιασμού και αγανάκτησης της ελληνικής κοινωνίας, προβαίνοντας και σε άλλες, ολοένα και πιο βέβηλες και προκλητικές ενέργειες με στόχο την «αποϊεροποίηση» των εθνικών και θρησκευτικών συμβόλων του λαού μας και συνεπακολούθως την άμβλυνση των υγιών του αντανακλαστικών του μέσα από την επανάληψη τέτοιων πράξεων (π.χ. βεβήλωση των εικόνων του Χριστού και της Παναγίας στη Θεολογική του Α.Π.Θ., βίαιη διακοπή της θείας λειτουργίας των Τριών Ιεραρχών από αναρχικούς τραμπούκους στο εκκλησάκι του Ε.Μ.Π. (αργότερα το πυρπόλησαν), κάψιμο του φυλακίου φρουρού και διάφορα άλλα έκτροπα μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη, βεβήλωση του αγάλματος του Κολοκοτρώνη στην Τρίπολη και την Αθήνα κ.τ.λ.), μέσα από έναν επιχειρούμενο μιθριδατισμό, με απώτερο στόχο την αποδόμηση της εθνικής και πολιτιστικής του ταυτότητας. Θέτουν λοιπόν σε δοκιμασία τη λειτουργία των αντοχών μας, προσπαθώντας να εξακριβώσουν μέχρι που φθάνουν τα όριά μας.

    Η συνεχής και κλιμακούμενη αυτή αύξηση της έντασης και η επιλογή της χωρίς φραγμούς ιδεολογικής σύγκρουσης και αντιπαράθεσης με την ίδια την κοινωνία, που αγγίζει όρια της ποδοπάτησης της ελευθερίας θρησκευτικής έκφρασης των πολιτών από την πλευρά των «αντιεξουσιαστών» και των «αριστεριστών» συνοδοιπόρων τους, ασφαλώς και δεν μπορεί, ούτε θα πρέπει να περάσει απαρατήρητη, ούτε να θεωρηθεί τυχαία. Ούτε βεβαίως το ότι οι αυτόκλητοι αυτοί υπερασπιστές του «εκσυγχρονισμού» δεν παραλείπουν να εξάγουν την πολιτική τους «σοφία» και στην περιφέρεια, προσπαθώντας, ως μία «ελίτ πεφωτισμένων» να «εκπολιτίσουν» τους «αδαείς και απαίδευτους χωρικούς», μεταλαμπαδεύοντας τους τις «προοδευτικές» τους ιδέες.

    Στα πλαίσια αυτά εντάσσεται και η «πολιτιστική εξόρμηση» με πούλμαν στην Αμάρυνθο Ευβοίας (19.11.2006), με σκοπό την πάταξη του «ρατσισμού» και του «σεξισμού» και στην ελληνική ύπαιθρο, γράφοντας στους τοίχους υβριστικά συνθήματα κατά των κατοίκων του χωριού, βεβηλώνοντας μάλιστα και το μνημείο των πεσόντων. Εκεί όμως έλαβαν το μάθημα τους άξιζε, αντιμετωπίζοντας την γενναία, άμεση και αποτελεσματική αντίδραση της τοπικής κοινωνίας (ξυλοκοπήθηκαν ανηλεώς), φυγαδευόμενοι εν τέλει από την αστυνομία, αν και ήταν «κατασταλτικός μηχανισμός του κράτους». Επίσης αποπειράθηκαν να εμποδίσουν την πραγματοποίηση πορείας Ελλήνων πατριωτών στο αλβανικό προξενείο στα Ιωάννινα, με αφορμή την 83η επέτειο από την ανακήρυξη της αυτονομίας της Βορείου Ηπείρου (17.2.2007). Η απόπειρα αυτή ματαίωσης της εκδήλωσης με τη δημιουργία αντιδιαδήλωσης από εκατοντάδες μεταφερόμενους από την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη «αντιεξουσιαστές», καθώς και άλλη απόπειρα προσφάτως να παρεμποδιστούν στελέχη του ΛΑ.Ο.Σ. να ομιλήσουν σε εκδήλωση στο Βόλο, καταδεικνύει ότι ο «αντιεξουσιαστικός» χώρος έχει προχωρήσει σε αλλαγή και αναβάθμισης τακτικής και στρατηγικής, επιχειρώντας την τρομοκράτηση των ιδεολογικών του αντιπάλων ανά την Ελλάδα -όπου θεωρείται ότι αυτό είναι εφικτό- πάντοτε υπό την ιδεολογική κάλυψη του πολιτικού και πνευματικού κατεστημένου του τόπου μας.

    Μέχρι πριν από λίγα χρόνια οι λεγόμενοι αναρχικοί αποτελούσαν απλώς μία ομάδα περιθωριακών με κέντρο αναφοράς τα Εξάρχεια, ενώ διέθεταν και «αυτόνομα/ αυτοδιαχειριζόμενα στέκια» σε διάφορες περιοχές της Αθήνας, πολλά από τα οποία στεγάζονταν (και στεγάζονται) εντός πανεπιστημιακών χώρων, με την ανοχή και την άμεση ή έμμεση κάλυψη προσκείμενων σε αυτούς πανεπιστημιακών «λειτουργών» ή εν τέλει την γενικότερη αδυναμία των αρμοδίων φορέων να τους εκδιώξουν από το πανεπιστήμιο, δεδομένου ότι μεγάλη μερίδα των αναρχικών ήταν (και είναι) φοιτητές. Συχνά μάλιστα προέβαιναν σε τραμπουκισμούς, επιχειρώντας να φιμώσουν τους ιδεολογικούς τους αντιπάλους, φθάνοντας στο σημείο να εμποδίζουν βιαίως καταξιωμένους επιστήμονες να διατυπώσουν τις απόψεις τους εντός των πανεπιστημιακών αιθουσών, καταλύοντας κατ' αυτόν τον τρόπο κάθε έννοια πανεπιστημιακού ασύλου.

    Αναφορικά πάλι με την πυρπόληση του κέντρου της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης κατά τις τελευταίες δεκαετίες από τους «γνωστούς-αγνώστους» -ιδίως κατά τις επετείους τους Πολυτεχνείου- κάποιοι «διανοούμενοι», προσπαθώντας να εξωραΐσουν την πραγματικότητα, δήλωναν ότι αυτό το φαινόμενο δεν είχε δήθεν σχέση με την αναρχική ιδεολογία, ούτε υπήρξε προϊόν της δράσης των αναρχικών, αλλά προβοκάτσια κάποιων μεταμφιεσμένων ασφαλιτών. Ωστόσο η τελευταία εκδοχή δεν μπορεί να αποκλειστεί -τουλάχιστον για ορισμένες περιπτώσεις- δεδομένου κάτι τέτοιο θα βόλευε ενίοτε ορισμένα κέντρα και παράκεντρα εξουσίας. Έχουν μάλιστα ακουστεί ανάλογες καταγγελίες και από τον ευρύτερο εθνικιστικό χώρο για τέτοιου είδους μεθοδεύσεις. Δεδομένου ότι δεν είμαστε σε θέση να αποδείξουμε με αδιάσειστα επιχειρήματα τις παραπάνω υπόνοιες, η εικόνα που έχουμε δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρη αναφορικά με το ποιός κρύβεται πίσω από τέτοιου είδους έκνομες δραστηριότητες.

    Το βέβαιο πάντως είναι ότι οι κουκουλοφόροι ταραξίες λειτουργούν -το πιθανότερο ακουσίως- ως προβοκάτορες, αφού με την εγκληματική τους δράση, καθιστούν εκ των πραγμάτων ευκολότερα αποδεκτή από τους πολίτες την λήψη αυστηρότερων μέτρων καταστολής από το κράτος (π.χ. περισσότερη αστυνόμευση, τοποθέτηση περισσότερων καμερών παρακολούθησης, περιστολή ατομικών ελευθεριών κ.τ.λ.), που σε περιόδους κοινωνικής γαλήνης θα ήταν αδιανόητη ακόμη και η σκέψη και η συζήτηση περί αυτών, πολλώ δε μάλλον η εφαρμογή τους.