Τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου 1996, ημέρα Τετάρτη, παγωμένη η χώρα μάθαινε για την πτώση του ελικοπτέρου στα Ίμια, του θανάτου τριών γενναίων αξιωματικών του Ναυτικού, και έζησε μια μεγάλη ταπείνωση και αμφισβήτηση της εθνικής της κυριαρχίας. Νεοεκλεγμένος πρωθυπουργός ο τραγικός Σημίτης, ΥΠΕΞ ο αμετροεπής Πάγκαλος, ΥΕΘΑ ο ανεπαρκής Αρσένης και υπουργός Παιδείας, ο καταστροφέας Γιωργάκης Παπανδρέου. Η σύνθεση της τότε κυβερνήσεως δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για τα αρνητικά που θα επακολουθούσαν.
Ο ελληνικός λαός δυσαρεστήθηκε, αγανάκτησε, οργίστηκε, πλην όμως, χαυνωμένος από την τότε καλοπέραση και την επίπλαστη του ευημερία, δεν έπραξε τίποτα το σημαντικό. Άλλωστε, ολόκληρη η τότε αντιπολίτευση, «δεξιά» και «αριστερά», παρότι μπορούσε να κατεβάσει κόσμο στον δρόμο, δεν θέλησε, ούτε τόλμησε να κάνει κάποια ανοικτή εκδήλωση διαμαρτυρίας και περιορίστηκε στους ανέξοδους αφορισμούς εντός της Βουλής και στον «χαρτοπόλεμο» των προσκείμενων της εφημερίδων.
Το θέμα ήταν εθνικό και η φύση του αντιτουρκική, οπότε, οτιδήποτε γινόταν, πιθανόν να έβγαινε εκτός ελέγχου. Και το χειρότερο όλων, μπορεί να ξύπναγε τους «παλιούς δαίμονες». Δηλαδή, το πατριωτικό συναίσθημα του κόσμου, κάτι που θα αμφισβητούσε την περίφημη «ελληνοτουρκική φιλία». «Φιλία» επίπλαστη, αφύσικη και εύθραυστη, που το τότε πολιτικό κατεστημένο καλλιεργούσε και στερέωνε με κάθε τρόπο, με κάθε μέσον, με πακτωλούς χρημάτων σε εκδηλώσεις, κοινές εορτές. Συναντήσεις, συναυλίες και «φιλία» την οποία οι εγκάθετοι του στα ΜΜΕ εκθείαζαν ακόμη και την παραμονή της κατάληψης των βραχονησίδων.
Υπήρχαν, όμως, δύο τιμητικές εξαιρέσεις στο κλίμα εκφοβισμού και συνδιαλλαγής που επεδίωξε τότε το κατεστημένο, ώστε να μην «διαταραχτούν» κι άλλο οι σχέσεις με τους επίβουλους γείτονες και τους υπερατλαντικούς (κοινούς) προστάτες τους. Η πρώτη ήταν η συγκέντρωση διαμαρτυρίας-καταγγελίας που διοργάνωσε ο Λαϊκός Σύνδεσμος - Χρυσή Αυγή στην είσοδο του Κοινοβουλίου από την μεριά της λεωφόρου Βασιλίσσης Σοφίας με συνθήματα κατά της προδοσίας και της υποτέλειας, εκδήλωση που μικρά στιγμιότυπα της έδειξαν κάποια από τα τότε τηλεοπτικά κανάλια. Η δεύτερη εκδήλωση - σχεδόν άγνωστη σήμερα- έγινε την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 1996 και το ιστορικό της θα καταγράψουμε εδώ.
Την Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 1996 δύο άγνωστοι στον «χώρο» μας μαθητές, εμφανίστηκαν στο βιβλιοπωλείο «Νέα Θέσις» (Ιπποκράτους 65 τότε) και ενημέρωσαν ότι πρόκειται να γίνει μεγάλη πορεία μαθητών, μετά από πρωτοβουλία παιδιών από σχολεία του κέντρου της Αθήνας, ως διαμαρτυρία για την υποστολή της σημαίας και τον τουρκικό επεκτατισμό. Στο βιβλιοπωλείο σύχναζαν στελέχη που προέρχονταν κυρίως από το ΕΝ.Ε.Κ. μαζί με νεώτερους συναγωνιστές που την περίοδο εκείνη ανήκαν στο Ελληνικό Μέτωπο, όπως και κάποιοι ανέντακτοι.
Άπαντες μετά από άτυπη συνεδρίαση αποφάσισαν να συμπαρασταθούν ηθικά και υλικά στους μαθητές χωρίς να θέσουν θέμα πολιτικής ταυτότητας. Μέσα στις τρεις αυτές μέρες έγινε τηλεφωνική κινητοποίηση, βρέθηκαν σημαίες, γίνανε πανό, ορίστηκαν περιφρουρήσεις πορείας και εκτυπώθηκαν προκηρύξεις, καθώς μια μεσαίου μεγέθους αφίσα με την υπογραφή «Μαθητική Πρωτοβουλία» που αναρτήθηκε στα λύκεια Νεαπολέως, Γκύζη, Αμπελοκήπων κατά κύριο λόγο, αλλά και στους δρόμους του κέντρου (τότε δεν υπήρχε διαδίκτυο, ενώ τα γραπτά και ηλεκτρονικά ΜΜΕ δεν περνούσαν φυσικά ποτέ αναγγελία παρόμοιων εκδηλώσεων). Τόπος εκδηλώσεως ορίστηκε η πλατεία Κάνιγγος και η πορεία θα κατέληγε στην τουρκική πρεσβεία (η πλατεία Κολοκοτρώνη θα καθιερωνόταν από την επόμενη χρονιά).
Το βράδυ της Παρασκευής 2 Φεβρουαρίου 1996 ομάδα τριών συναγωνιστών ανέλαβε εθελοντικά να αφισοκολλήσει την Κάνιγγος και τα πέριξ, πεδίο δράσεως των διαφόρων αριστεριστικών οργανώσεων της εποχής. Συνέβη η ομάδα αυτή να βρεθεί περικυκλωμένη από ένα πλήθος 25-30 ατόμων και απειλήθηκε σύρραξη. Η τύχη, όμως, μαζί με την τόλμη και την αποφασιστικότητα των συναγωνιστών, αποσόβησαν τις αντιδράσεις και η αποστολή ολοκληρώθηκε. Την άλλη ημέρα, η πλατεία Κάνιγγος, η Ακαδημίας και η Πανεπιστημίου από Ιπποκράτους έως Ομόνοια, δεν είχαν παρά μόνο την αφίσα της εκδηλώσεως.
Η προσέλευση των μαθητών την Κυριακή το πρωί ήταν έγκαιρη και ενθουσιώδης. Αντίδραση των «αντιπάλων» εκείνο το πρωί, ουδεμία, εκτός από δύο «κατασκόπους» που αναγνωρίστηκαν άμεσα - ήταν γνωστότατες φάτσες - και οι οποίοι περιορίστηκαν να μας καταμετρούν από μακριά. Η πορεία περιφρουρήθηκε από μια «βεντάλια» στελεχών που κάλυψαν το πίσω μέρος, ενώ δεξιά και αριστερά τοποθετήθηκαν νέοι συναγωνιστές από γυμναστήρια πολεμικών τεχνών και άλλοι έμπειροι σε σχετικές εκδηλώσεις. Κεφαλή της πορείας ήταν οι μαθητές με μια πολύ μεγάλη «σταυρωτή» γαλανόλευκη που κρατούσαν εκατέρωθεν έξι από αυτούς. Διατέθηκε επίσης και μία άλλη μεγάλη γαλανόλευκη σημαία, επίσης «σταυρωτή», με μέλανα διπλού πέλεκυ στο μέσο της, την οποία έβαλαν με μεγάλο ζήλο πίσω από το κεντρικό πανό.
Στο ΥΠΕΞ η πορεία σταμάτησε και φωνάχτηκε το «Δεν σκύβουμε κεφάλι σε ΗΠΑ και Τουρκία. Ελλάς - Τιμή - Ελευθερία». Ακολούθως στην Βουλή το «Ανοίξτε τις πόρτες να φύγουν οι προδότες». Στα γραφεία της Ε.Ε. το «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο». Στην Λέσχη Αξιωματικών ακούστηκαν συνθήματα για στρατό στην Κύπρο και τα σχετικά. Η πορεία έφθασε στην Ρηγίλλης (τα γραφεία της ΝΔ ήταν εκεί τότε) και ακούστηκε το «ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία, σε σας ανήκει αυτή η προδοσία». Μπροστά στην είσοδο της τουρκικής πρεσβείας, ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις απέκλεισαν την πρόσβαση και φωνάχτηκαν διάφορα αντιτουρκικά συνθήματα και το «Λαός - Στρατός - Εθνικισμός». Κάηκαν επίσης τουρκικές, αλλά και σημαίες των ΗΠΑ, και εκεί και στην προηγούμενη διαδρομή. Στο τέλος εψάλλη ο εθνικός ύμνος.
Στην πορεία εμφανίστηκαν και κάποιοι εκτός «χώρου» που ήρθαν από το κάλεσμα της αφίσας, καθώς και μερικοί Κούρδοι που μοίρασαν τα περιοδικά τους. Η εκδήλωση ήταν πολυπληθής, ιδιαίτερα μαχητική και τα κανάλια - τα ιδιωτικά - αναγκάστηκαν να δείξουν αποσπάσματα και μάλιστα καλοτραβηγμένα και μαζικά πλάνα. Οι «παλιοί» συναγωνιστές ήταν γύρω στους 30-40, οι μαθητές εκατοντάδες, αριθμός για την σύνθεση του «χώρου» την εποχή εκείνη πολύ ικανοποιητικός.
Τότε για πρώτη φορά κατέβηκαν στον δρόμο νέοι 15-18 ετών που σύντομα κάποιοι διακρίθηκαν στον «χώρο» μας (ένας από αυτούς αργότερα φυλακίστηκε μάλιστα αδίκως για τις ιδέες του) μαζί με παλαιότερους «ακτιβιστές». Οι δύο αυτές συγκεντρώσεις αποτέλεσαν μια ξεκάθαρη απάντηση του κινήματος ενάντια στην ηττοπάθεια και τον ραγιαδισμό του συστήματος και επίσης σηματοδότησαν και οριοθέτησαν σαν «εναρκτήριες» τις μετέπειτα ετήσιες επετειακές εκδηλώσεις, που συνεχίζονται έως σήμερα με συμμετοχή πια χιλιάδων Ελλήνων.