«Δεν θα σου ζητήσω να μου δώσεις τίποτε, ποτέ δεν θα παραπονεθώ για όσα δεν μπορείς να μου δώσεις. Μα, επειδή θέλω να ξεχάσω τους κρυμμένους πόνους μου και συ μ’ αρέσεις καλλίτερα απ’ όλα τ᾽ άλλα, βλέπω κάποτε σα μια Μοίρα που αργότερα θα ‘ρθει να μου πει: Για κείνην θα δουλέψεις, για κείνην θα δουλέψεις».
Τα παραπάνω λόγια του Ίωνος Δραγούμη στο έργο του «Το Μονοπάτι» απευθύνονταν προς την ονειρική εικόνα της Πατρίδας, που αν και αρχικά θεωρούσε ως χαμένο τον χρόνο που θα αφιέρωνε για να δουλέψει γι’ αυτήν, τελικά οι δυστυχίες και τα βάσανά της, οι πατρικές αφηγήσεις για την ιστορία της, αλλά και η σιχασιά για όσους συντηρούν την κακομοιριά του παρόντος και τη λησμονιά του χρέους και της προσφοράς, τον οδήγησαν στην αποδοχή της μοίρας του, το να δουλέψει δηλαδή για το καλό της.
Αυτή η συνείδηση των δεσμών με μία κοινότητα, με όποιες καλές και κακές στιγμές έχει διαμορφώσει η ιστορική πορεία μαζί της, αποτελεί το φυτώριο για την ανάπτυξη των μελών της, ενάντια και πάνω από μια στιγμή που δεν την αφήνει να στιγματίσει το μέλλον της. Αυτή η συνείδηση μιας διαχρονικής αίσθησης, του «ανήκειν» σε μία κοινότητα, αποτυπώθηκε στο πείσμα, στην πίστη, στον αγώνα, στη νίκη και τελικά στα δάκρυα της Αντιγόνης Ντρισμπιώτη, κατά την ανάκρουση του εθνικού μας ύμνου.
Νωρίτερα είχε νοιώσει την αναλγησία και την αχαριστία της στιγμής, ενός κράτους που δεν πίστεψε σε αυτήν και που δεν της έδωσε αυτό που αναμφίβολα δικαιούταν. Όμως, «δεν έτρεχα μόνη μου εδώ σήμερα», είπε η πρωταθλήτριά μας. Μαζί της ήταν όλος ο Ελληνισμός, όλοι οι συμπατριώτες της, που «ήταν η δύναμή μου για να τρέξω, ακόμη και για να κερδίσω», όπως είπε συγκινημένη.
Η δύναμη της εθνικής κοινότητας, που την νοιώθεις «καθισμένος σε σκαλισμένο κάθισμα σπιτιού πανάρχαιου και να μπαίνει ο ήλιος σιγά-σιγά μέσα σου». Αυτή είναι που οδηγεί τον άνθρωπο στο να υπερβεί τον εαυτό του και να προσφέρει στο σύνολο. Ενάντια και πάνω από τους μικρούς και ασήμαντους που βλέπουν την ύπαρξή τους πολύ διαφορετικά από τον ίδιο.
«Ας νομίσουν πως στοχάζεσαι σαν κι αυτούς, δεν θα χωθείς στην εποχή σου, γιατί φτάνει που πέφτει το βάρος των προγόνων μαζί με το βάρος του γύρω κόσμου επάνω σου. Θα πολεμήσεις να γίνεις άνθρωπος με κείνο το νου που έχεις και θα ζης στα σωθικά σου μέσα γυρεύοντας να βάλεις τα μάτια σου σε τέτοια θέση, που να μπορούν να βλέπουν με ωραίον τρόπον τα πράγματα. Κι ό,τι και αν κάμεις έξω, θα είναι αποτέλεσμα, όχι σκοπός, της ζωής των σωθικών σου. Και δε θα κουραστείς πολεμώντας να κάμεις ωραία τη ζωή σου».
Η Αντιγόνη πολέμησε για να κάνει πιο ωραία τη ζωή της και την ζωή όλων μας. Και μας έστειλε παράλληλα και το μήνυμα αυτού του αγώνα: «Έτρεξα για όλους αυτούς που πίστεψαν σε μένα, που άρχισαν να πιστεύουν στον εαυτό τους και ίσως σήμερα να πήραν ένα κίνητρο παραπάνω για να μη το βάζουν ποτέ, μα ποτέ, κάτω». Την ευχαριστούμε.