«Η άρχουσα τάξη» του Γκαετάνο Μόσκα
Εκδόσεις «Έξοδος», 2021
«Μεταξύ των σταθερών γεγονότων και τάσεων πού απαντώνται σε όλους τους πολιτικούς οργανισμούς, ένα είναι τόσο πρόδηλο ώστε να είναι φανερό και στο πιο επιπόλαιο μάτι. Σε όλες τις κοινωνίες - από τις κοινωνίες που είναι πολύ ισχνά ανεπτυγμένες και που έχουν φθάσει μόλις στις απαρχές του πολιτισμού έως τις πιο προηγμένες και ισχυρές κοινωνίες - εμφανίζονται δύο τάξεις ανθρώπων: μια τάξη που άρχει και μια τάξη που άρχεται.
Στην πρακτική ζωή όλοι μας γνωρίζουμε ότι στην δικιά μας χώρα, οποιαδήποτε κι αν αυτή είναι, η διεύθυνση των δημοσίων υποθέσεων βρίσκεται στα χέρια της μειονότητας σημαινόντων προσώπων, η οποία διεύθυνση γίνεται σεβαστή, εκουσίως ή ακουσίως, από την πλειονότητα. Γνωρίζουμε ότι το ίδιο πράγμα ισχύει και στις γειτονικές χώρες, και όντως θα μας ήταν πολύ δύσκολο να διανοηθούμε έναν πραγματικό κόσμο διαφορετικά οργανωμένο -έναν κόσμο στον όποιον όλοι οι άνθρωποι θα υπάγονταν απ' ευθείας σε ένα και μόνο πρόσωπο χωρίς σχέσεις ανωτερότητας ή υποταγής ή έναν κόσμο στον οποίον όλοι οι άνθρωποι θα συμμετείχαν εξ ίσου στην διεύθυνση των πολιτικών υποθέσεων».
Ο Γκαετάνο Μόσκα (Gaetano Mosca, 1858-1941) υπήρξε πρωτοπόρος Ιταλός κοινωνιολόγος, ένας εκ των τριών θεμελιωτών της κοινωνιολογικής «θεωρίας των ελίτ» (μαζί με τον Βιλφρέντο Παρέτο και τον Ρόμπερτ Μίχελς, που αποτέλεσαν την τριανδρία της «σχολής των μακιαβελιστών»). Σύμφωνα με την γενική αντίληψη της «θεωρίας των ελίτ», η συγκέντρωση της εξουσίας σε ένα μικρό σύνολο ατόμων (που ο Μόσκα αποκαλεί «άρχουσα τάξη», «κυβερνώσα τάξη» ή «πολιτική τάξη») είναι γεγονός σταθερό και αναπόφευκτο σε όλες τις κοινωνίες, και κάθε μετάβαση από το ένα πολιτικό σύστημα στο άλλο είναι, στην πραγματικότητα, μια αντικατάσταση της παλαιάς ιθύνουσας τάξης με μια νέα.
Ο Μόσκα πρωτοδιατύπωσε την θεωρία του ήδη το 1883, στο έργο του «Θεωρία του κράτους και κοινοβουλευτική κυβέρνηση» (Teorica dei governi e governo parlamentare) και την επεξεργάσθηκε πλήρως στα «Στοιχεία πολιτικής επιστήμης» (Elementi di scienza politica).