Διδάγματα Κατοχής

  • Δημοσιεύτηκε: 13 Φεβρουάριος 2020

    Ομολογώ πως ξεκινώ έναν αγώνα κατά των νεωτερικών πολιτικών στερεοτύπων κάθε είδους. Πολλοί τον έχουν ξεκινήσει αλλά όχι σε τολμηρό βαθμό και γι’ αυτό εν μέρει αποτελεσματικό. Πολλοί παραδείγματος χάριν εξακολουθούν να πιστεύουν ότι κατά την διάρκεια της Κατοχής κάποιες ελληνικές ένοπλες ομάδες ήταν συνεργάτες των Γερμανών και κάποιες άλλες συνεργάτες των Βουλγάρων, διαιωνίζοντας εκατέρωθεν βαρύτατες κατηγορίες περί εσχάτης προδοσίας ενώ στην πραγματικότητα οι Γερμανοί και οι Βούλγαροι ήταν εκείνοι που υπήρξαν συνεργάτες Ελλήνων που σκοτώνονταν μεταξύ τους.

    Αυτό έγραψα και στο πρόσφατο βιβλίο μου, αντιστρέφοντας νοηματικά μια δήλωση ενός Έλληνα αξιωματικού κατά την διάρκεια της Κατοχής, η οποία στην επιπόλαιη δημοσιολογία του Διαδικτύου θεωρείται ως η κορυφαία δήλωση δωσιλογισμού. Συχνά, πολύ συχνά όμως, η αντιστροφή μιας δήλωσης ή ενός φαινομένου μας φανερώνει την αλήθεια πιο καθαρή ή εν πάση περιπτώσει πιο μεγάλη. Η δήλωση αυτή, η οποία εκφράστηκε δια επίσημου τηλεγραφήματος μετά από μια ένοπλη σύγκρουση με ενόπλους της άλλης πλευράς, ήταν η εξής: «απώλειαι εκ των ημετέρων εις Γερμανός βαρέως τραυματίας». Ήταν το 1944 όταν η κόκκινη πλευρά είχε πια δηλώσει ανοιχτά την πρόθεσή της να καταλάβει την εξουσία με κάθε μέσο, ενώ και η καθ’ ημάς πλευρά ήταν αποφασισμένη να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη με κάθε επίσης μέσο. Οι κομμουνιστές ψώνιζαν από Βουλγαρία και Ρωσία, οι δε εθνικόφρονες συνήθιζαν να παίρνουν δανεικούς από τις γερμανικές μονάδες κατοχής.

    Ανεξάρτητα πάντως από το ποιος συνεργάστηκε περισσότερο με Βούλγαρους ή Γερμανούς κατακτητές, ένα είναι βέβαιο για την αυτογνωσία μας, πως τα ελληνικά πολιτικά πάθη όχι μόνο δεν κόπασαν κάτω από την σκληρή μπότα του κατακτητή, αλλά αντιθέτως εμφανίστηκαν δριμύτερα και στο τέλος φούντωσαν. Από την πρώτη μάλιστα στιγμή με την κατάρρευση του καθεστώτος Μεταξά και την είσοδο των Γερμανών υπήρξαν πρόθυμοι πολλοί, πρώην αντικαθεστωτικοί, γερμανόφιλοι ή ακόμα και βενιζελικοί, οι οποίοι δήλωσαν συμμετοχή στην νέα κατοχική εξουσία, πέραν βέβαια αρκετών άλλων που απλώς βρήκαν μια ευκαιρία για ένα αξίωμα. Όπως είμαστε ικανοί για τα καλύτερα, οφείλουμε να παραδεχθούμε παραλλήλως πως είμαστε ικανοί και για τα χειρότερα μεταξύ μας. Η διαφορετικότητα μας με τον ελλοχεύοντα διχασμό βρίσκονται παντού. Από την διαφορετική ελληνική καταγωγή μέχρι και το διαφορετικό λάδι που βγάζει κάθε περιοχή.

    Δεν είμαστε και λίγοι όσοι πιστεύουμε ότι η εμφύλια σύρραξη την δεκαετία του 1940 ήταν τελικά μια πολεμική αποτύπωση της προηγούμενης αναγκαστικής διαίρεσης μας ανάμεσα σε ελλαδίτες και πρόσφυγες. Επτά στους δέκα ινστρούχτορες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ είχαν προσφυγική καταγωγή. Πιθανώς να βρήκαν κι αυτοί την ευκαιρία να ξεσηκώσουν τους δικούς τους ανθρώπους και να κερδίσουν ό,τι πολύτιμο είχαν χάσει στο πρόσφατο παρελθόν επιρρίπτοντας όμως λανθασμένα την ευθύνη σε αδελφούς τους Έλληνες. Κατά την διάρκεια της περιόδου Μεταξά οι διαφορές αυτές υπήρχαν, αλλά είχαν καμφθεί κάτω από ένα πολύ καλά οργανωμένο κράτος. Στην σκοτεινή, βίαιη και άναρχη περίοδο της Κατοχής βρήκαν το έδαφος και τα μέσα να εκδηλωθούν δυναμικά.

    Πρόθεσή μας δεν είναι να ιστορικήσουμε. Η χώρα φαίνεται να πέρασε μια μαύρη περίοδο κρίσης, που δεν ξεχνιέται εύκολα. Και για να είμαστε απολύτως ειλικρινείς η περίοδος αυτή εμφάνισε, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών, συμπτώματα κατοχής. Υπήρξε αναμφισβήτητα περίοδος αυξημένης ξένης κηδεμονίας (και δη πάλι γερμανικής) και πείνα, ναι πείνα. Συνακόλουθα εμφανίστηκε ξανά στον πολιτικό διάλογο και φρασεολογία Κατοχής δυστυχώς. Όπως όμως ένας άνθρωπος έχει χρέος να ψάχνει μέσα του ακόμα και στις πιο σκοτεινές γωνιές του για να καθαρίσει από πνευματικές ακαθαρσίες και να συνεχίσει τον πνευματικό του αγώνα ξανά, το ίδιο και περισσότερο πρέπει να κάνει και μία χώρα. Εάν δηλαδή παλιότερα, σε ανύποπτο και ειρηνικό καιρό, είχαμε καθίσει σε ένα τραπέζι να ξεκαθαρίσουμε ποιος από τους ανθρωπότυπους της κατοχής μπορεί να δικαίως να κατηγορηθεί ως δωσίλογος, τί σημαίνει εθνοπροδότης, ποιος είναι ο ρόλος ενός κατοχικού πρωθυπουργού και ποια τα κριτήρια για να αναδείξουμε έναν αντάρτη σε ήρωα. Εάν τα είχε θίξει αυτά η πολιτική συζήτηση - και κυρίως η πιο συνετή πλευρά της δηλαδή η Δεξιά - ίσως να είχαμε απομονώσει τις ακρότητες και οπωσδήποτε θα περιορίζαμε στο μέλλον την χρήση μιας τέτοιας διχαστικής και εξόχως προσβλητικής φρασεολογίας.

    Η ιστορία όμως δεν τελειώνει εδώ ούτε και εκεί. Διότι μπορεί η κατοχή να έληξε τον Οκτώβριο του 1944, αλλά η χώρα μπήκε αμέσως στην δίνη ενός χειρότερου και πιο τραυματικού πολέμου ανάμεσα σε Έλληνες, η οποία έληξε πολύ πιο μετά. Αν λοιπόν έχουν κάποια βάση οι αναλογίες του σήμερα με το τότε, τότε ας προσέξουμε πολύ. Σε ένα προηγούμενο του άρθρο ο διευθυντής της εφημερίδας μας, κ. Κοττάκης, είχε επισημάνει πως μπορεί να φαίνονται χαζές οι αντιπαραθέσεις γύρω από κάτι τρέχοντα γεγονότα όπως η ακαταλληλότητα της ταινίας Joker ή η παρωδία στην παρέλαση της Νέας Φιλαδέλφειας, υποδηλώνουν όμως όλα αυτά δομικές διαφορές στην αντίληψη μας περί ταυτότητας και νομιμότητας. Μόνο μια οργανωμένη και καλά θωρακισμένη Πολιτεία μπορεί να τις αμβλύνει καλλιεργώντας και υπογραμμίζοντας μόνο όσα πολλά μας ενώνουν, ιδίως τώρα.


    Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 13ης Ιανουαρίου 2020 της εφημερίδας «Εστία».

    Κατηγορία: