Ζούμε στον αστερισμό της ιδεολογίας των «δικαιωμάτων του ανθρώπου», τα οποία έχουν αναχθεί σε μία νέα θεοκρατία, απέναντι στην οποία δεν μπορεί να ασκηθεί ουδεμία κριτική. Παράλληλα, έχουν εργαλειοποιηθεί, λειτουργούν δηλ. ως ένας μηχανισμός επιβολής και νομιμοποιήσεως διαφόρων πολιτικών, που λίγο έχουν να κάνουν με την προστασία τους. Στόχος είναι πάντοτε τα Ευρωπαϊκά έθνη, οι λευκοί Αμερικανοί (WASP), οι «κυρίαρχοι άνδρες» και «θύματα» οι μειονότητες, ο Τρίτος κόσμος, οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι.
Αυτή η κατηγοριοποίηση, ο συλλήβδην δηλ. χαρακτηρισμός κάποιων συλλογικών ταυτοτήτων ως «καλών» ή «κακών», αποτελεί γνώρισμα μίας ολοκληρωτικής ιδεολογίας, χαρακτηριστικό του κομμουνισμού. Αυτό το γεγονός όμως δεν αποτρέπει τους οπαδούς της ιδεολογίας των «δικαιωμάτων του ανθρώπου» να έχουν τον ίδιο τρόπο σκέψεως και να προσπαθούν πρώτα να εξοντώσουν ηθικά-ιδεολογικά τους αντιπάλους τους, όπως ακριβώς έκαναν οι κομμουνιστές με την εφεύρημα του «εχθρού του λαού». Όποιον κατέτασσαν στους «εχθρούς του λαού» κατέληγε στα γκούλαγκ.
Επειδή εγώ πιστεύω ότι ο «ανθρωπισμός» δεν είναι εφεύρεση του Φιλελευθερισμού, πόσσω μάλλον του Μαρξισμού, καθώς η έννοια και η αξία του ανθρώπινου προσώπου συναντάται τόσο στην Αρχαία Ελλάδα και Ρώμη, όσο και στον Χριστιανισμό, είναι χρήσιμο να αποσαφηνίσουμε κάποιες έννοιες και να δώσουμε το στίγμα του δικού μας ανθρώπου, του Homo Nationalis, του «εθνικού ανθρώπου».
Ο Άνθρωπος ως Πρόσωπο
Ο άνθρωπος έχει μία υλική και μία οντολογική πλευρά. Η ανάγκη για τροφή, στέγη και γενικότερα η αυτοσυντήρηση, υπακούει προφανώς στην υλική πλευρά της ζωής. Παράλληλα όμως, ο ίδιος άνθρωπος θέτει ερωτήματα στην ζωή του για την ύπαρξη του Θεού, για τον ρόλο του να ανήκει σε ένα διακριτό εθνικό σύνολο, για το πώς ο εθνικός πολιτισμός που τον συνοδεύει από την γέννησή του προσδιόρισε και την στάση ζωής του και διαμόρφωσε τα προσωπικά αξιολογικά του κριτήρια. Μεταξύ υλικής και οντολογικής πλευράς υπάρχει και μία ενδιάμεση περιοχή, που σχετίζεται με το επάγγελμα και την κοινωνική θέση, την μόρφωση και την εκπαίδευση, που ανατροφοδοτεί και τις δύο πλευρές.
Ο Εθνικισμός και η Δεξιά αντιλαμβάνονται τον άνθρωπο στην ολότητά του. Με τις υλικές του ανάγκες, αλλά κυρίως ως «πρόσωπο», ως φορέα πολιτισμού και ιστορίας. Ο άνθρωπος δεν είναι βιολογικός οργανισμός, διότι τότε δεν θα διέφερε από τα ζώα. Ο άνθρωπος είναι «πρόσωπο» και αποκτάει πνευματική οντότητα - ταυτότητα μέσα από την αλληλεπίδραση του πολιτιστικού του περιβάλλοντος. Το οποίο με την σειρά του έχει εθνικά χαρακτηριστικά, όχι οικουμενικά. Τα έθνη δημιουργούν πολιτισμούς και οι άνθρωποι αναπτύσσουν την συνείδηση, τις αξίες και την μνήμη τους μέσα σε εθνικά περιβάλλοντα, σε οικείους πληθυσμούς, φυλετικά και πολιτιστικά.
Ο Φιλελευθερισμός και ο Μαρξισμός αντιθέτως, εστιάζονται στην υλική πλευρά του ανθρώπου. Ο μεν Φιλελευθερισμός αναπτύσσει μία αγνωστικιστική αντίληψη για τα αξιακά και ηθικά ζητήματα του ανθρώπου, για αυτό θέλει και την εξουσία ηθικά ουδέτερη απέναντι σε αυτά τα διακυβεύματα. Το κράτος δεν πρέπει να λαμβάνει θέση, να είναι ουδέτερο και άχρωμο και να περιορίζεται μόνο στην διασφάλιση των ατομικών-τυπικών δικαιωμάτων.
Ο Μαρξισμός με την σειρά του τοποθετείται αξιακά και ιδεολογικά, ερμηνεύοντας όμως την θρησκευτική πίστη και τον πατριωτισμό, κυρίαρχα γνωρίσματα της εποχής του, ως παράγωγα του καπιταλισμού, που εμποδίζουν την κοινωνική εξέλιξη και εξαπατούν την εργατική τάξη. Την ιδεολογική αδυναμία του Μαρξισμού να εξηγήσει το εθνικό φαινόμενο παραδέχθηκε με ειλικρίνεια ο Νίκος Πουλαντζάς: «Πρέπει να συνηθίσουμε σε τούτο το ολοφάνερο γεγονός: δεν υπάρχει μαρξιστική θεωρία του έθνους. Το να λέμε - παρά τις ζωηρές συζητήσεις πάνω σε τούτο το θέμα μέσα στο εργατικό κίνημα - ότι υπάρχει υποτίμηση από μέρους του μαρξισμού της εθνικής πραγματικότητας, είναι ακόμα παρά πολύ μακριά από την αλήθεια» («Το κράτος, η εξουσία, ο σοσιαλισμός»).
Αυτό όμως που δεν κατόρθωσε ο ιστορικός μαρξισμός, ανέλαβε να το πραγματώσει η μετα-μαρξιστική Αριστερά, μέσα από τους παραμορφωτικούς και ιδεοληπτικούς φακούς της. Ο ιστορικός μαρξισμός δεν κατάλαβε την φύση και την ουσία του έθνους. Η μετα-μαρξιστική Αριστερά όμως το κατάλαβε και για αυτό ανέλαβε να το αποδομήσει στην σκέψη και στην συνείδηση των ανθρώπων.
Ο Γκράμσι και η Σχολή της Φρανκφούρτης
Ο ιστορικός ηγέτης του ΚΚ Ιταλίας Αντόνιο Γκράμσι έθεσε το ζήτημα της «ιδεολογικής ηγεμονίας». Τον Γκράμσι τον απασχόλησε το γεγονός γιατί η Ιταλία έγινε φασιστική και όχι κομμουνιστική, γιατί η εργατική τάξη δεν επαναστάτησε πρώτη και ένα τμήμα της συμπορεύθηκε, ή ανέχθηκε, το φασιστικό καθεστώς.
Αυτό συνέβη κατά τον Γκράμσι, διότι η εργατική τάξη είχε γαλουχηθεί με τις «εθνικές αξίες» της αστικής τάξεως και της Καθολικής Εκκλησίας, για αυτό και δεν μπόρεσε να αναπτύξει μία επαναστατική συνείδηση, επιτρέποντας στον Φασισμό να κατακτήσει την εξουσία. Για να αλλάξει αυτό, ο Γκράμσι είπε ότι θα πρέπει το ΚΚ και η Αριστερά να κατακτήσουν πρώτα την «πολιτιστική εξουσία», τους «οργανικούς διανοουμένους», τους καθηγητές, τους συγγραφείς, τους δημοσιογράφους, όλους αυτούς που διαμορφώνουν την δημόσια σφαίρα στην πολιτική.
Αυτό ονομάσθηκε «ιδεολογική ηγεμονία». Η επικράτηση στον χώρο των ιδεών θα οδηγήσει στην πολιτική επικράτηση. Επειδή αυτή η θέση αντιστρατεύεται την υλιστική θεωρία του Μαρξισμού και αυτονομεί τις ιδέες από τις παραγωγικές σχέσεις, ονομάσθηκε και ως μετα-μαρξιστική. Στα «Τετράδια της φυλακής» γράφει χαρακτηριστικά: «Η υπεροχή μιας κοινωνικής ομάδας παίρνει δύο μορφές: κυριαρχία αλλά και πνευματική και ηθική διεύθυνση. Μία κοινωνική ομάδα κυριαρχεί πάνω σε εχθρικές ομάδες και είναι διευθύνουσα πάνω σε συγγενικές». Αυτή η «διεύθυνση» είναι παράγωγο της ιδεολογικής ηγεμονίας.
Ο Χορκχάϊμερ, ο Αντόρνο και η Σχολή της Φρανκφούρτης με την σειρά τους, ανέπτυξαν την «κριτική θεωρία», για να αποδείξουν ότι ο Καπιταλισμός μετατρέπει τις έννοιες στο ακριβώς αντίθετό τους: η δίκαια ανταλλαγή μετατρέπεται σε ακραία ανισότητα και κοινωνική αδικία, η ελεύθερη οικονομία σε κυριαρχία του μονοπωλίου, η διατήρηση της κοινωνικής ζωής στην πτώχευση των ανθρώπων. Η «κριτική θεωρία» θα αποδομούσε ιδεολογικά τον καπιταλισμό, ανοίγοντας τον δρόμο στον σοσιαλισμό.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν γράφει χαρακτηριστικά: «Η ζωή των εργατών βελτιώθηκε, αλλά η εξειδίκευση, η αύξηση της ανεργίας καθώς και η αποδημοσιοποίηση της κοινωνικής ζωής, με τη χρήση των νέων μέσων στην επικοινωνία των ανθρώπων, συνέβαλαν επίσης στη χωρική και ιεραρχική διάσπαση των εργατών, σε σημείο που η κυρίαρχη σε όλο τον προηγούμενο και στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα αντίφαση να εμφανίζεται αποδυναμωμένη, ενώ νέες κοινωνικές αντιφάσεις ήρθαν με οξύτητα στην επιφάνεια και ενέπνευσαν τον ακτιβισμό κοινωνικών κατηγοριών και δραστήριων οργανώσεων, όπως οι φεμινίστριες, οι άνεργοι, οι μετανάστες και οι αντιρατσιστικές οργανώσεις, οι φοιτητές, οι οικολογικές οργανώσεις».
Στα λόγια του Μπένγιαμιν φαίνεται ξεκάθαρα η απόγνωση των θεωρητικών του Μαρξισμού για την ενσωμάτωση της εργατικής τάξεως στο σύστημα και η ανάγκη αναζητήσεως άλλων κοινωνικών υποκειμένων, όπως οι μετανάστες και οι «αντιρατσιστές». Η Σχολή της Φρανκφούρτης έθεσε της βάσεις για αυτό που ονομάσθηκε «κοινωνική μηχανική» (social engineering), που σκοπό έχει την οντολογική μετάλλαξη του ανθρώπου, την αποκοπή του από την πατρίδα και τον πολιτισμό του, την αλλοτρίωση της συνειδήσεώς του, προκειμένου να χωρέσει στα πολυπολιτισμικά πειράματα της μετα-μαρξιστικής σκέψεως.
Πολιτικά, η Νέα Αριστερά του Μάη του '68 βρήκε νέα «κοινωνικά υποκείμενα», στο πρόσωπο των σεξουαλικών μειονοτήτων, στους μετανάστες, στους πεφωτισμένους αριστερούς αστούς, που είχαν εναγκαλισθεί την μαρξιστική μεσσιανική ουτοπία. Τα απόνερα αυτής της Αριστεράς στην Ελλάδα τα συναντάμε στις εθνομηδενιστικές απόψεις της κ. Ρεπούση και του κ. Λιάκου, στο εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Η επιστροφή του Homo Nationalis
Η σημερινή εποχή χαρακτηρίζεται από ένα εκρηκτικό μίγμα. Από την μία η οικονομική κρίση που επιτείνεται από την άκριτη Παγκοσμιοποίηση και από την άλλη η έλλειψη ενός αξιακού υποδείγματος, το οποίο θα επέτρεπε στους ανθρώπους και στην εξουσία να έχουν μία ηθική πυξίδα στην πολιτική και τις επιλογές τους. Ο σημερινός άνθρωπος συνθλίβεται οικονομικά και πνευματικά. Οι επιλογές είναι δύο: να χαθεί μέσα στην άβυσσο που διανοίγεται μπροστά του ή να βρει τον μίτο που οδηγεί στο φως.
Στο marketing και την διαφήμιση υπάρχει η φράση «think out of the box», σκέψου έξω από τα καθιερωμένα και χρησιμοποιείται όταν αντιλαμβανόμαστε ότι οι υπάρχουσες λύσεις δεν αντιμετωπίζουν τα προβλήματα και πρέπει να σκεφθούμε διαφορετικούς δρόμους. Νομίζω ότι βρισκόμαστε σε αυτό το στάδιο και κυρίως στην ανάγκη να οριοθετήσουμε ένα νέο «αξιακό υπόδειγμα», το οποίο δεν είναι και τόσο νέο, αλλά αποτελεί σταθερά του Ελληνικού τρόπου σκέψεως.
Αυτό είναι η επιστροφή του Homo Nationalis, του «εθνικού ανθρώπου». Όσο ο άνθρωπος χάνει την αίσθηση του μέτρου, όσο αποδεσμεύεται από τις ηθικές επιταγές της Πατρίδος του και των συμπολιτών του, τόσο οι πράξεις του δεν υπηρετούν το σύνολο, αλλά εξυπηρετούν μόνο τον εγωισμό και το βραχυπρόθεσμο ατομικό του συμφέρον. Κατ' επέκταση, αν η ίδια η εξουσία δεν λαμβάνει υπόψη της την εθνική διάσταση ως κριτήριο νομιμοποιήσεώς της, αλλά αυτοσυστήνεται ως «οικουμενική», στο όνομα αφηρημένων και αντι-ιστορικών διακηρύξεων, τόσο θα δρα ανεξέλεγκτα, μη σεβόμενη το κοινωνικό σώμα στο οποίο απευθύνεται και στο όνομα του οποίου ασκεί την εξουσία.
Η σύζευξη εθνικού ανθρώπου, εθνικής κοινωνίας και εθνικού κράτους, αποτελεί την μόνη εφικτή και δοκιμασμένη πρόταση για να βγούμε από την κρίση. Διότι η κρίση που βιώνουμε σήμερα είναι πρωτίστως ηθική και αξιακή, πριν εμφανισθεί ως οικονομική. Πρώτα απαξιώσαμε τον ηθικό πυρήνα της ζωής μας και κατόπιν μετατρέψαμε τους οικονομικούς πόρους σε τζόγο, αφήνοντας τον χρηματοπιστωτικό τομέα εκτός πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου.
Η ριζοσπαστική Δεξιά έχει την ιδεολογία και το ιστορικό βάθος να ηγηθεί αυτής της αναγεννήσεως σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Μπορεί να αντιπαρατεθεί με τις ουτοπίες της Αριστεράς, να καλύψει το ηθικό κενό του Νεοφιλελευθερισμού, να δώσει ένα εφικτό όραμα σε έναν ανέλπιδο κόσμο. Εναπόκειται σε εμάς να βγούμε από το τέλμα. Η ριζοσπαστική Δεξιά μας δείχνει τον δρόμο. Την βούληση για να τον διαβούμε πρέπει να την βρούμε μόνοι μας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο φύλλο της 15ης Οκτωβρίου 2011 της εφημερίδας Ελεύθερη Ώρα.