Οι προτεραιότητες αυτής της κυβέρνησης φάνηκαν ευθύς εξαρχής. Σε αντίθεση με τα ηττοπαθή και παντελώς λανθασμένα επιχειρήματα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αυτή είναι μία κυβέρνηση αμιγώς αριστερή. Ο καημός της είναι η δημιουργία τεμένους στον Βοτανικό, η παραχώρηση απεριόριστων δικαιωμάτων στους ΛΟΑΤΚΙ, η συντήρηση-αύξηση του δημόσιου τομέα, ο αφελληνισμός της παιδείας και η προάσπιση του τρομοκράτη δολοφόνου Κουφοντίνα.
Για τα εθνικά ζητήματα καμία πρεμούρα δεν έχει. Υπό αυτό το πρίσμα αντιμετώπισε και το Σκοπιανό. Τα πράγματα φάνηκαν εν τη γενέσει τους ότι έβαιναν προς τη λάθος κατεύθυνση. Ένα κρατίδιο, η υπόσταση και η επιβίωση του οποίου διέρχεται μέσω της βούλησης της Ελλάδος για το εάν θα έχει δικαίωμα ένταξης στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε., εξ ορισμού δεν έχει το πάνω χέρι στη διμερή διαπραγμάτευση. Διότι τόσο καιρό ο χρόνος κυλούσε προς όφελος της Ελλάδος, αφού η πίεση μετακυλίετο στους Σκοπιανούς.
Και αφού τα Σκόπια είχαν τέτοια αφόρητη πίεση εξαιτίας των αντιτιθέμενων εθνοτικών ομάδων εντός των συνόρων τους, ο καινούργιος γύρος διαπραγμάτευσης θα έπρεπε να εκκινήσει από την αρχή. Τον μόνο επιθετικό προσδιορισμό που θα έπρεπε η ελληνική πλευρά να δεχτεί να συζητήσει μπροστά από το όνομα Μακεδονία ως ύστατη υποχώρηση ήταν το «Σλάβο». Ενώ η επίσημη πρόταση όφειλε να είναι, όπως πολύ ορθώς έχει τονίσει ο καθηγητής Μάζης, «Κεντροβαλκανική Δημοκρατία». Ταυτόχρονα, θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο ότι η κυβέρνηση θα ζητούσε αντικατάσταση του αποτυχημένου και ορισμένες φορές μεροληπτικού υπέρ των Σκοπιανών Μάθιου Νίμιτς. Φυσικά, ούτε αυτό εζητήθη.
Τώρα όσον αφορά τη συμφωνία αυτή καθαυτή, τα ελάχιστα οφέλη δεν αντισταθμίζουν τη συνολική αποτυχία. Ακόμα και να συμφωνήσει κανείς με το όνομα, όλοι οι σοβαροί αναλυτές που διαθέτουν έστω και ένα ίχνος πατριωτισμού μέσα τους τονίζουν την πλήρη αποτυχία στο γεγονός ότι από την στιγμή που αποδέχεται κανείς πως οι κάτοικοι της Βόρειας Μακεδονίας είναι Μακεδόνες και όχι Βορειομακεδόνες, η ονομασία Βόρεια Μακεδονία δεν διαχωρίζει την γειτονική χώρα από την ελληνική Μακεδονία. Επιπρόσθετα δε η κυβέρνηση εδέχθη να καλείται και η γλώσσα τους μακεδονική. Επομένως, αυτά τα δύο πολύ κρίσιμα στοιχεία από μόνα τους όχι μόνο δεν ανακόπτουν τον αλυτρωτισμό της γείτονος, αλλά τον ενισχύουν.
Στην περίπτωση δε που καταφέρουν και εισέλθουν στο ΝΑΤΟ η ήδη εν ισχεί συνεργασία τους με την Τουρκία θα καταστεί και πιο οργανωμένη αλλά και λιγότερο προβληματική αφ’ ης στιγμής και οι δύο θα ανήκουν στην ίδια οικογένεια με την Ελλάδα και, ως γνωστόν, οι μεγάλες δυνάμεις ποτέ δεν παρεμβαίνουν μεταξύ δύο (και πιθανώς σε λίγο τριών) νατοϊκών χωρών. Αυτό ακριβώς το αβαντάζ που δίνεται στην Τουρκία θα το εκμεταλλευτεί, πατώντας στον «μακεδονικό» αλυτρωτισμό, για να σφίξει τον κλοιό και τη θηλιά γύρω από τον βαλκανικό λαιμό της πατρίδας μας. Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι στη νατοϊκή οικογένεια ανήκει και η Αλβανία. Τι προσπαθούμε δηλαδή να επιτύχουμε αυτοκτονώντας; Αντιστροφή των τετελεσμένων των Βαλκανικών Πολέμων και της Συνθήκης της Λωζάννης, υποβοηθώντας την ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας;
Επιπρόσθετα, στο άρθρο 7 παράγραφος 4 της συμφωνίας αναφέρεται ότι «Η ΠΓΔΜ σημειώνει ότι η επίσημη γλώσσα της, η Μακεδονική γλώσσα, ανήκει στην ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών. Επίσης, τα δύο μέρη σημειώνουν ότι η επίσημη γλώσσα και τα άλλα χαρακτηριστικά της ΠΓΔΜ δεν έχουν σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, την ιστορία, την κουλτούρα και την κληρονομιά της βόρειας περιοχής της Ελλάδας». Πολύ ωραίο εκ πρώτης όψεως. Στην πραγματικότητα όμως το ιδεολόγημα του «Μακεδονισμού» δεν βασίζεται στο ότι οι Μακεδόνες ήταν Έλληνες - το αντίθετο μάλιστα - αλλά ότι αναμείχθηκαν τον 6ο αιώνα με τους Σλάβους και βρέθηκαν υπό ελληνική κυριαρχία και κατοχή, εξ ου και αποτελούν αλύτρωτα αδέλφια (Ίλιντεν). Αυτή η ισχνή «νίκη» απένατι στις γραφικότητες των τελευταίων ετών περί απευθείας σύνδεσης των Σκοπιανών με την αρχαία Μακεδονία και τον Μέγα Αλέξανδρο δεν είναι δυνατόν να πανηγυρίζεται.
Σε τελική ανάλυση, λοιπόν, πρόκειται για μία κακή συμφωνία, μία συμφωνία ηττοπάθειας. Ο ελληνικός λαός κρατά την τύχη στα χέρια του. Τα μαζικά συλλαλητήρια αποδεικνύουν μία συνολική αντίθεση εναντίον της φαυλοκρατίας της Μεταπολίτευσης. Το μόνο που λείπει είναι η συνένωσή τους, επιλέγοντας με την ψήφο τους τα κόμματα και τους πολιτικούς που θα σπάσουν το απόστημα.