Συλλυπητήρια για τη φιέστα στη Μακρόνησο - Επιστολή ενός παλιού κομμουνιστή προς τον Μίκη Θεοδωράκη

  • Δημοσιεύτηκε: 19 Σεπτέμβριος 2003

    Αγαπητέ Μίκη,

    Προς αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων είμαι υποχρεωμένος ευθύς εξαρχής να δηλώσω την ταυτότητά μου.

    Είμαι παλιός συναγωνιστής σου στους αγώνες για «λαϊκή δημοκρατία», «ειρήνη» και «σοσιαλισμό». Καταδικασμένος σε θάνατο μαζί με τον Μπελογιάννη και εν συνεχεία τρόφιμος επί δεκαπενταετία των εγκληματικών φυλακών της χώρας. Ο πατέρας μου, ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ, γραμματέας του Εργατικού ΕΑΜ στην κατοχή, καταδικάστηκε για την αντιστασιακή του δράση σε θάνατο από γερμανικό στρατοδικείο και εκτελέστηκε το Μάη του '43. Και η μητέρα μου καταδικάστηκε για την αντιστασιακή της δράση σε ισόβια δεσμά από βουλγάρικο στρατοδικείο και στη διάρκεια του Εμφύλιου πέρασε και αυτή από τη Μακρόνησο...

    Στη φυλακή, Μίκη, είχα το χρόνο να διαβάσω αρκετά, να σκεφτώ πολλά και να καταλάβω περισσότερα. Και μετά τη φυλακή, διαπιστώνοντας την σκληρή πραγματικότητα στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», βλέποντας τις αλλεπάλληλες λαϊκές εξεγέρσεις στις χώρες αυτές και τις ισάριθμες επεμβάσεις των σοβιετικών τανκς στους δρόμους της Βουδαπέστης, του Βερολίνου και της Πράγας, κατάλαβα την φοβερή αλήθεια.

    Ενώ νομίζαμε ότι πολεμούσαμε για τα «ανώτερα ιδανικά» της «ελευθερίας», της «δημοκρατίας» και του «σοσιαλισμού», στην πραγματικότητα πολεμούσαμε και θυσιαζόμασταν για την επιβολή της στυγνής δικτατορίας των Ζαχαριάδη - Ιωαννίδη, για την μετατροπή της πατρίδας μας σε Σοβιετικό προτεκτοράτο. Δεν μπορώ λοιπόν Μίκη να σε συγχαρώ για τη φιέστα στη Μακρόνησο. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σου απευθύνω ειλικρινή συλλυπητήρια. Γιατί ενώ η πατρίδα μας έχει ζωτική ανάγκη από εθνική ενότητα και ομοψυχία, εσύ και όσοι συνεργάστηκαν μαζί σου, επιμένετε να ξύνετε πληγές, επιμένετε να βρικολακιάζετε ένα παρελθόν για το οποίο μόνο ντροπή μπορούμε να νοιώθουμε. Πασχίζετε για λόγους κομματικής σκοπιμότητας, να διαιωνίζετε ανύπαρκτες, πλέον, «διαχωριστικές γραμμές».

    Είναι πράγματι πρωτοφανείς οι αγριότητες που διέπραξαν οι αντίπαλοί μας στη Μακρόνησο. Όμως οι αγριότητες, Μίκη, είναι νόμος του εμφυλίου. Και σε αγριότητες δεν υστερήσαμε και εμείς. Ας θυμηθούμε την Ελένη Γκατζογιάννη και τις άλλες μαρτυρικές μανάδες της Ηπείρου. Ας θυμηθούμε το Χρήστο Λαδά. Κι ας μην ξεχνάμε τις βιαίως στρατολογημένες ανήλικες χωριατοπούλες που με το ζόρι βάζαμε να πολεμήσουν, με το ζόρι να σκοτώσουν και να σκοτωθούν!

    Το πραγματικό ερώτημα λοιπόν δεν είναι ποιος ευθύνεται για τις αγριότητες του Εμφυλίου, αλλά ποιος ευθύνεται για τον ίδιο τον εμφύλιο και συνεπώς για τις αγριότητές του. Και οι μεγάλοι ένοχοι Μίκη είμαστε εμείς. Αυτή είναι η οριστική και τελεσίδικη κρίση της ιστορίας. Και την κρίση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει με τον πιο έγκυρο και αδιαμφισβήτητο τρόπο ο «μεγάλος αρχηγός», ο Νίκος Ζαχαριάδης...

    Στο χρονικό του, που άρχισε να γράφει την Πρωτομαγιά του 1966, χαρακτηρίζει «κάλπικη» την άποψη ότι το ελληνικό αριστερό κίνημα παρασύρθηκε στον ένοπλο αγώνα από τους Άγγλους. Και απερίφραστα δηλώνει: «Στην πραγματικότητα, οι Άγγλοι θέλανε να μας παρασύρουν στις δικές τους εκλογές για να επικυρώσουν έτσι κοινοβουλευτικά, «λαϊκά», το καθεστώς που επέβαλαν με την ένοπλη επέμβασή τους και με τη Βάρκιζα».

    Δεν μας έσπρωξαν λοιπόν οι Άγγλοι στον Εμφύλιο, Μίκη. Μόνοι μας μπήκαμε στο σφαγείο! «Για να σώσουμε την τιμή του ΚΚΕ» καμαρώνει ο Ζαχαριάδης!

    Κάποια στιγμή, Μίκη, αντί να θρηνούμε για τις αγριότητες του Εμφυλίου και να επιδιώκουμε «ρεβάνς», αντί να παριστάνουμε τους κήνσορες και τους τιμητές, θα πρέπει να κρύψουμε το πρόσωπό μας από ντροπή και να κλάψουμε πικρά για το αδικοχυμένο αίμα των δικών μας, αλλά και των αδελφών της άλλης πλευράς.

    Και όμως θα μπορούσες, Μίκη, να οργανώσεις μια πραγματικά εθνική γιορτή στη Μακρόνησο. Μια γιορτή εθνικής συναδέλφωσης και συμφιλίωσης. Όπου θα καλούσες να παραστούν όλοι. Και οι δικοί μας αλλά και οι «άλλοι».

    Οι συγγενείς της Ελένης Γκατζογιάννη και του Χρήστου Λαδά. Τα αδέλφια και τα παιδιά, όχι μόνο των δικών μας μαχητών, αλλά και των χιλιάδων ανδρών και αξιωματικών του ελληνικού στρατού που έπεσαν στο Γράμμο και στο Βίτσι για να παραμείνει η χώρα μας ελεύθερη και δημοκρατική. Σ' αυτή τη γιορτή, Μίκη, θα τραγουδούσαμε και θα κλαίγαμε μαζί, θα ταξιδεύαμε σε έναν κόσμο αγάπης και αδελφοσύνης με τα φτερά της υπέροχης μουσικής σου. Κι όρκο βαρύ θα παίρναμε ότι ποτέ πια δεν θα σηκώναμε όπλα εναντίον αλλήλων.

    Σ' αυτή τη γιορτή, Μίκη, θα μπορούσες να υψωθείς σε εθνική μορφή, σε πανελλήνιο σύμβολο ενότητας και συμφιλίωσης. Δεν το έπραξες. Προτίμησες να περιχαρακωθείς στο πολιτικό και ιδεολογικό γκέτο της χρεοκοπημένες και ανυπόληπτης Αριστεράς, αυτής που τόσες συμφορές προκάλεσε στον τόπο με την ανεύθυνη και τυχοδιωκτική πολιτική της. Δεν είναι κρίμα, Μίκη;

    Με βαθύτατη απογοήτευση,

    Τάκης Λαζαρίδης