Πολλά περιστατικά, με πιο πρόσφατο την τρομοκρατική επίθεση στο Βερολίνο, καταδεικνύουν ότι σημαντικά τμήματα των εγκατεστημένων στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες μεταναστευτικών κοινοτήτων δεν ενσωματώνονται στις κοινωνίες αυτές και ότι ιδιαίτερα προβλήματα ενσωμάτωσης αντιμετωπίζουν οι μουσουλμάνοι. Οι φυλετικές ταραχές είναι συχνές τόσο μεταξύ γηγενών και μεταναστών, όσο και μεταξύ διαφορετικών μεταναστευτικών κοινοτήτων.
Σε ό,τι αφορά την ισλαμική τρομοκρατία, μεταξύ των δραστών των επιθέσεων συμπεριλαμβάνονται και μουσουλμάνοι που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στην Ευρώπη, και μουσουλμάνοι που έχουν την υπηκοότητα Ευρωπαϊκού κράτους, και μουσουλμάνοι που έχουν εγκατασταθεί προσφάτως στην Ευρώπη, και μουσουλμάνοι στους οποίους έχει δοθεί άσυλο σε ευρωπαϊκή χώρα και, τέλος, γηγενείς που έχουν προσηλυτισθεί στο Ισλάμ. Η παραπάνω καταγραφή καταδεικνύει, δηλαδή, την πλήρη αποτυχία των πολιτικών ενσωμάτωσης μεταναστών οι οποίες ακολουθήθηκαν σε διάφορες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, είτε αυτές οι πολιτικές ήταν περισσότερο πολυπολιτισμικές (π.χ. Βρετανία, Ολλανδία, Σουηδία) είτε ήταν περισσότερο αφομοιωτικές (π.χ. Γαλλία).
Τα προαναφερθέντα γεγονότα θα μπορούσαν να είχαν σε σημαντικό βαθμό αποφευχθεί αν αποδέχονταν οι ευρωπαϊκές ελίτ την έμπρακτη αποτυχία της πολυπολιτισμικότητας και αν υιοθετούσαν εκείνες τις πολιτικές που θα ανέστρεφαν τις δυσμενείς συνέπειες της εφαρμογής της κατά την διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμα και ο υποστηρικτής της πολυπολιτισμικότητας Kymlicka (2010), αναφερόμενος στην εφαρμογή πολυπολιτισμικών πολιτικών, κάνει λόγο για «πειράματα» (σελ. 257). Δυστυχώς, τα πειράματα που βασίζονται σε ευσεβείς πόθους και παραβλέπουν τις πραγματικότητες της ανθρώπινης φύσης και της ανθρώπινης συνύπαρξης έχουν τραγική κατάληξη.
Το πρόβλημα με την πολυπολιτισμικότητα είναι ότι διαχειρίζεται την διαφορετικότητα σε επίπεδο πολιτισμικών ομάδων. Έτσι, προκειμένου να προασπίσει την πολιτισμική ιδιοπροσωπία της κάθε μίας από αυτές, εξασθενεί την ιστορική και πολιτισμική ιδιοπροσωπία της γηγενούς πληθυσμιακής πλειοψηφίας. Επιπλέον, οι αρχές τις οποίες η πολυπολιτισμικότητα προβάλλει για να διαμορφώσει έναν κοινό συνεκτικό δεσμό μεταξύ των γηγενών και των μεταναστευτικών κοινοτήτων, δηλαδή οι αόριστες ιδέες της φιλελεύθερης δημοκρατίας περί ελευθερίας και ισότητας, έχουν αποδειχθεί ιδιαιτέρως ανεπαρκείς για την δημιουργία ενός τέτοιου δεσμού, με αποτέλεσμα οι κοινωνίες να οδηγούνται σε θρυμματισμό, αυτο-περιχαράκωση των κοινοτήτων και αποξένωσή τους.
Η πολυπολιτισμικότητα ως κοινωνική φιλοσοφία προήλθε από τις ΗΠΑ και, όπως επισημαίνουν οι Bloemraad and Wright (2014), προωθήθηκε από τις εγχώριες ελίτ (πολιτικούς, πανεπιστημιακούς κ.λπ.) και ιδίως από κόμματα και προσωπικότητες της Κεντροαριστεράς ή της σοσιαλδημοκρατίας. Επίσης, θα πρέπει να τονισθεί ο ρόλος αυτών των ελίτ στην κατασίγαση οποιουδήποτε αντιλόγου, χαρακτηρίζοντάς τον ως απαράδεκτο στην δημόσια συζήτηση. Ελλείψει αντεπιχειρημάτων, η «κατάπνιξη» του αντιλόγου γινόταν συνήθως συκοφαντώντας ως «ρατσιστή» και «ξενόφοβο» όποιον τολμούσε να αμφισβητήσει τα πολυπολιτισμικά οράματα. Μάλιστα, όπως στις άλλες χώρες της Δυτικής Ευρώπης έτσι και στην Ελλάδα, η πολυπολιτισμικότητα και τα «καλά» της «ανακαλύφθηκαν» από τις εγχώριες ελίτ εκ των υστέρων – αφού, δηλαδή, είχαν αποτύχει στην διαχείριση των μεταναστευτικών ροών και είχαν αρχίσει να εγκαθίστανται στην χώρα μας εκατοντάδες χιλιάδες αλλοδαποί, οι οποίοι στην συντριπτική τους πλειονότητα είχαν εισέλθει ως παράνομοι μετανάστες.
Το γεγονός ότι η πολυπολιτισμικότητα έχει επιβληθεί άνωθεν στα Ευρωπαϊκά έθνη καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι ενώ οι στάσεις των γηγενών ευρωπαϊκών πληθυσμών είναι διαχρονικά αρνητικές απέναντι στους μετανάστες, εν τούτοις οι ελίτ διατηρούν εν πολλοίς τις φιλομεταναστευτικές πολιτικές που έχουν θεσμοθετήσει στα ευρωπαϊκά κράτη και εν πολλοίς συνεχίζουν και την συνακόλουθη εφαρμογή των πολυπολιτισμικών πολιτικών. Όπως επισημαίνουν οι Freeman et al (2013), η πλειονότητα των κατοίκων σε όλες τις χώρες της Δύσεως αντιτίθενται στα τρέχοντα επίπεδα εισροής μεταναστών, αλλά, παρ’ όλα αυτά, οι σχετικές πολιτικές παραμένουν γενικά επεκτατικές και όχι περιοριστικές.
Εντοπίζεται, δηλαδή, ένα κενό μεταξύ του αιτήματος των κατοίκων για αυστηρότερα μέτρα ελέγχου της μετανάστευσης και του γεγονότος ότι εφαρμόζονται πολιτικές που επιτρέπουν ή και ενθαρρύνουν την μεταναστευτική εισροή. Υπάρχει, λοιπόν, στο συγκεκριμένο θέμα ένα ζήτημα δημοκρατικού ελλείμματος στην διαμόρφωση των εφαρμοζόμενων πολιτικών οι οποίες δεν είναι νομιμοποιημένες από την κοινή γνώμη των χωρών. Επιπλέον, παρά την αρνητική στάση της κοινής γνώμης, πολλές από τις πολυπολιτισμικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν από τα διάφορα κράτη της Δυτικής Ευρώπης έχουν εν πολλοίς διατηρηθεί (Hooghe and de Vroome, 2015), ενώ οι Bloemraad and Wright (2014) εντοπίζουν επέκταση των πολυπολιτισμικών πολιτικών.
Αυτό όμως έχει αρνητικές συνέπειες όχι μόνο για την κοινωνική συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών, αλλά και για την ίδια την δημοκρατία. Μελέτη των Citrin et al (2014) έδειξε ότι η υιοθέτηση πολυπολιτισμικών πολιτικών ενισχύει τον βαθμό κατά τον οποίον η αρνητική στάση προς την μετανάστευση συνδέεται με την πολιτική δυσαρέσκεια. Ανάλογα ευρήματα αναφέρουν οι Bloemraad and Wright (2014) οι οποίοι υπογραμμίζουν ότι «στις 16 ευρωπαϊκές χώρες, μεταξύ εκείνων που αντιτίθενται έντονα στην μετανάστευση, οι αντιμεταναστευτικές στάσεις συνδέονται περισσότερο έντονα, συν τω χρόνω, με την δυσπιστία προς το Κοινοβούλιο, τους πολιτικούς, το δικαστικό σύστημα, και την αστυνομία, στα μέρη με τις περισσότερες πολυπολιτισμικές πολιτικές» (σελ. S315). Δηλαδή, η επιμονή στην εφαρμογή πολυπολιτισμικών πολιτικών, παρά την αντίθεση των γηγενών πληθυσμών σε αυτές, υποσκάπτει τελικά την ίδια την δημοκρατία στην Δυτική Ευρώπη.
Ο Kymlicka παραδέχεται ότι «κατά το μεγαλύτερο μέρος της δεκαετίας του 1990, η επιστημονική βιβλιογραφία περί την πολυπολιτισμικότητα ήταν βαρέως κανονιστική, κυριαρχούμενη από πολιτικούς φιλοσόφους που ανέπτυξαν εξιδανικευμένες θεωρίες μίας διακριτής φιλελεύθερο-δημοκρατικής και ισότιμης μορφής πολυπολιτισμικής υπηκοότητας... Αυτές οι κανονιστικές φιλοσοφικές περιγραφές της πολυπολιτισμικότητας αποδείχθηκαν ότι άσκησαν μεγάλη επιρροή, διαμορφώνοντας συζητήσεις περί την πολυπολιτισμικότητα όχι μόνο στο πεδίο της φιλοσοφίας, αλλά ακόμα ευρύτερα στο πανεπιστημιακό επίπεδο και πράγματι στην δημόσια ζωή» (σελ. 257).
Προχωρώντας ακόμα περισσότερο ο Kymlicka επισημαίνει ότι «από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, ένα αριθμός κοινωνικών επιστημόνων άρχισαν να παραπονούνται ότι αυτές οι εξιδανικευμένες θεωρίες δεν βασίζονταν σε επαρκή γνώση των εμπειρικών ευρημάτων για την φύση των εθνοτικών σχέσεων και των εθνοτικών πολιτικών. Από την οπτική αυτών των κοινωνικών επιστημόνων, ήταν αφελές, ως ανεύθυνο, να βασίζεται η δημόσια πολιτική σε αυτές τις υπερβολικά κανονιστικές θεωρίες. Αν ακολουθούνταν τα ευρήματα της κοινωνικής επιστήμης, παρά οι φαντασιώσεις των πολιτικών φιλοσόφων, θα ήμασταν πολύ περισσότερο δύσπιστοι για την φιλελεύθερη πολυπολιτισμική υπόθεση» (σελ. 259).
Πρόσφατη μελέτη για την Βρετανία (Laurence, 2011) επιβεβαίωσε «το ολοένα πανταχού παρόν εύρημα ότι η αυξανόμενη εθνοτική διαφορετικότητα σε μία κοινότητα συνδέεται με χαμηλότερα αναφερόμενα επίπεδα κοινωνικού κεφαλαίου» (σελ. 85). Αντίστοιχα ευρήματα προέκυψαν και από την μελέτη των Laurence and Bentley (2015) η οποία αξιοποίησε στοιχεία 18 ετών σε επίπεδο κοινοτήτων στην Αγγλία και την Ουαλία. Σύμφωνα με την μελέτη αυτή, όσο αυξάνεται η διαφορετικότητα σε μία κοινότητα τόσο μειώνεται η σύνδεση με την κοινότητα μεταξύ των διαμενόντων σε αυτήν. Επιπλέον, εκείνοι που μετακινούνται από μία κοινότητα με περισσότερη διαφορετικότητα σε μία κοινότητα με λιγότερη διαφορετικότητα συνδέονται περισσότερο με την νέα κοινότητα. Μάλιστα, όσο μεγαλύτερη είναι η ομοιογένεια της νέας τους κοινότητας τόσο πιθανότερο είναι να αυξηθεί η σύνδεσή τους με αυτήν.
Τέλος, μελέτη του Ziller (2015) σε επίπεδο Ευρωπαϊκών Περιφερειών για την περίοδο 2002-2010, έδειξε ότι η εθνοτική διαφορετικότητα σχετίζεται αρνητικά με την κοινωνική εμπιστοσύνη και ότι η αυξημένη μεταναστευτική εισροή συνδέεται με μείωση της εμπιστοσύνης αυτής. Ακόμα σημαντικότερη είναι η αρνητική σχέση μεταξύ εθνοτικής διαφορετικότητας και κοινωνικής εμπιστοσύνης στο μικρο-πλαίσιο, δηλαδή στο άμεσο περιβάλλον των ανθρώπων (Dinesen and Sonderskov, 2015). Όπως τονίζουν οι ερευνητές «η εθνοτική διαφορετικότητα στο μικρο-πλαίσιο έχει μία ανεξάρτητη αρνητική επίπτωση στην κοινωνική εμπιστοσύνη, που δεν μπορεί να εξηγηθεί από την συναφή κοινωνικοοικονομική ανέχεια, το έγκλημα, ή τα ατομικά χαρακτηριστικά» (σελ. 560).
Παρ’ όλα αυτά ο Kymlicka (2010), επιχειρώντας να ισχυρισθεί ότι η πολυπολιτισμικότητα είναι επιτυχημένη σε κάποιες έστω περιπτώσεις κρατών, φέρνει ως παράδειγμα τον Καναδά, την Αυστραλία και την Σουηδία. Βεβαίως οι δύο πρώτες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως υποδείγματα για τις κοινωνίες της Δυτικής Ευρώπης, καθώς ο Καναδάς και η Αυστραλία είναι χώρες αποίκων και μεταναστών, ενώ οι χώρες της Δυτικής Ευρώπης βασίζονται σε ιστορικά έθνη. Επιπλέον, οι όποιες ψευδαισθήσεις για την επιτυχία της πολυπολιτισμικότητας στην Σουηδία θα πρέπει να έχουν πλέον καταρριφθεί μετά την βομβιστική επίθεση από φανατικό ισλαμιστή στην Στοκχόλμη τον Δεκέμβριο του 2010 και τις πολυήμερες φυλετικές ταραχές στην ίδια πόλη τον Μάιο του 2013. Η θέση αυτή ενισχύεται από την επισήμανση των Bloemgraad and Wright (2014) ότι ενδέχεται η πολυπολιτισμικότητα να έχει κάποια θετικά αποτελέσματα σε χώρες μετανάστευσης (Αυστραλία, Καναδάς, Νέα Ζηλανδία και ΗΠΑ), παρά στις ευρωπαϊκές χώρες, όπου υπάρχει πολύ βαθύτερη ιστορικότητα των εθνών.
Μελέτη των Hainmueller and Hopkins (2014) έδειξε ότι οι στάσεις απέναντι στην μετανάστευση διαμορφώνονται κυρίως από προβληματισμούς για τις επιπτώσεις της στην εθνική ταυτότητα και στον πολιτισμό και λιγότερο για τις οικονομικές της συνέπειες. Γι’ αυτό δεν πρέπει να προκαλούν κατάπληξη τα ευρήματα μελέτης των Coenders et al (2008), η οποία βασίσθηκε σε στοιχεία του Ευρωβαρομέτρου του 2003, και έδειξε ότι όσο περισσότεροι μετανάστες κατοικούν ήδη σε μία ευρωπαϊκή χώρα και όσο περισσότεροι μετανάστες εισέρχονται στην χώρα αυτή, τόσο περισσότερο οι γηγενείς κάτοικοι της χώρας θα υποστηρίζουν πολιτικές επαναπατρισμού ακόμα και για νομίμως διαμένοντες μετανάστες. Μόνη εξαίρεση στην κατάσταση αυτή σημειώνεται αν οι εγκαθιστάμενοι στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες χαρακτηρίζονται από πολιτισμική εγγύτητα με τον φιλοξενούντα γηγενή πληθυσμό – αν είναι δηλαδή επίσης ευρωπαίοι.
Οι Gerritsen and Lubbers (2010) σε σχετική μελέτη τους εντόπισαν αυξημένη εμπιστοσύνη στις ευρωπαϊκές κοινωνίες για τους κατοίκους που προέρχονται από τις άλλες χώρες της Ευρώπης, αν και, όπως επισημαίνουν, ακόμα και σε ενδοευρωπαϊκό επίπεδο, όσο αυξάνεται η διαφορετικότητα τόσο μειώνεται το επίπεδο εμπιστοσύνης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν «η πολιτισμική απόσταση μεταξύ δύο πληθυσμών επηρεάζει την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των πληθυσμών αυτών. Οι άνθρωποι είναι πιθανότερο να εμπιστευθούν πληθυσμούς με παρόμοιες γλώσσες και την ίδια θρησκεία» (σελ. 284).
Η, παρά την θέληση των γηγενών πληθυσμών, συνέχιση των επεκτατικών μεταναστευτικών πολιτικών και των πολιτικών προώθησης της πολυπολιτισμικότητας στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες θα σημάνει την ενίσχυση της πληθυσμιακής διαφορετικότητας και την συνακόλουθη ρευστότητα του πλαισίου ζωής τους, καθώς, όπως υπογραμμίζουν οι Merkel and Weiffen (2012), «ο συνεχής επανακαθορισμός και η επαναδιαπραγμάτευση των σχέσεων μεταξύ των ομάδων μπορεί να αποτελεί το τίμημα που οι δημοκρατίες πρέπει να πληρώσουν αν πραγματικά επιθυμούν να συμφιλιώσουν την ελευθερία και την διαφορετικότητα σε ετερογενείς κοινωνίες. Επομένως οι ήδη υπάρχοντες κανόνες, διαδικασίες, και θεσμοί πρέπει να προσαρμοσθούν σε μία συνεχώς μεταβαλλόμενη διεργασία προκειμένου να ανταποκριθούν στα συγκεκριμένα αιτήματα όλων των πολιτών προκειμένου να προαχθεί η ελευθερία και η ισότητα» (σελ. 416-417).
Όμως, στην περίπτωση αυτή, η συνέχιση της υφιστάμενης κατάστασης απλά θα εξακολουθήσει να παραβλέπει τις προαναφερθείσες πραγματικότητες για την ανθρώπινη φύση και την συνύπαρξη διαφορετικών εθνοτικών και πολιτισμικών ομάδων και, επομένως, προοιωνίζεται μόνο επιδείνωση των υφιστάμενων καταστάσεων (κοινωνικού θρυμματισμού, αποξένωσης και εντάσεων μεταξύ των διαφορετικών εθνοτικών και πολιτισμικών κοινοτήτων) στο άμεσο μέλλον.
Παραπομπές
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο 3ο τεύχος (Φεβρουάριος 2017) του περιοδικού «Zero».