Την Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018, στο Polis Art Cafe – Aίθριο της Στοάς του Βιβλίου, πραγματοποιήθηκε η παρουσίαση του νέου βιβλίου με τίτλο «Tο όνειρο πνίγηκε στον Σαγγάριο» του συγγραφέα και ιστορικού ερευνητή Κωνσταντίνου Αλεξ. Δημητριάδη. Το βιβλίο είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα με θέμα την ένδοξη Μικρασιατική Εκστρατεία και την ταπεινωτική Καταστροφή που πραγματοποιήθηκε την περίοδο από τον Μάιο του 1919 μέχρι και τα τελευταία θλιβερά γεγονότα στην Ελλάδα στα τέλη του 1922.
Ο συντονιστής της εκδήλωσης Μάνος Χατζηδάκης προλόγισε το βιβλίο και τον συγγραφέα, ο οποίος δεν δείχνει συμπάθειες ή αντιπάθειες σε κανέναν και δεν χαρίζεται σε κανέναν. Στην συνέχεια, κάλεσε στο βήμα τον εκδότη του βιβλίου κ. Γιαννάκενα.
Ο Ιωάννης Γιαννάκενας ευχαρίστησε τον οικοδεσπότη του Polis Art Cafe Βασίλη Χατζιακώβου για την φιλοξενία. Το θέμα του παρουσιαζόμενου βιβλίου πονάει πάρα πολύ, όπως και το 99% των βιβλίων των εκδόσεων «Πελασγός» που περιέχουν πόνο, γιατί αναζητούν την εθνική αυτογνωσία για να έχουνε μία διαχρονική Ελληνικότητα. Το βιβλίο συνδυάζει την Λογοτεχνία με την Ιστορία. Τιμούμε τις εθνικές μας μνήμες, διατηρούμε τα εθνικά μας όνειρα και δεν απεμπολούμε τίποτα, ποτέ.
Μετά τον κ. Γιαννάκενα, ο συντονιστής έδωσε τον λόγο στον πρώτο ομιλητή Ιωάννη Κακολύρη, συγγραφέα και ιστορικό Ερευνητή, τέως αντιπρόεδρο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. O κ. Κακολύρης είπε ότι το όνειρο που πνίγηκε στον Σαγγάριο γεννήθηκε, σε πρώτη του μορφή το 1204, όταν η Κωνσταντινούπολη αλώθηκε από τους Φράγκους. Ξαναήρθε στην σκέψη των Ελλήνων το 1453, όταν αλώθηκε η Πόλη από τους Τούρκους και έκτοτε ο Έλληνας κρατούσε στην ψυχή του το όνειρο των Χαμένων Πατρίδων. Όταν κατέρρευσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Μεγάλες Δυνάμεις αποφάσισαν τον διαμελισμό της, κατά τα συμφέροντά τους. Στάλθηκε τότε Ελληνικός Στρατός στην Ιωνία. Ακολούθησαν πολλά εγκληματικά λάθη, που έγιναν η αιτία η Μεγάλη Ιδέα να σβήσει και οι εκεί Έλληνες να μαζέψουν τα υπολείμματα της αξιοπρεπείας τους και να γυρίσουν στην κυρίως Ελλάδα. Το 1923 χάθηκε ο ένας πνεύμονας της Ελλάδος και έκτοτε η Ελλάδα είναι ανάπηρη.
Στο βιβλίο βλέπουμε έναν συγγραφέα ώριμο, με μία στρωτή γλώσσα, που αναλύει την Ιστορία από το 1919 έως το 1922, και μέσα από τα μάτια ενός απλού λοχία θα δούμε και θα διαβάσουμε την Ιστορία. Ο λοχίας είναι ένας νέος άνδρας που θα βρεθεί, από ένα απλό χωριό της Θεσσαλονίκης, στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη, η οποία δεν είχε να ζηλέψει τίποτα από τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Θα βρεθεί να προελαύνει προς την Ανατολή, την άγονη και άνυδρη Αλμυρά Έρημο, και να περιγράφει με λεπτομέρειες τις συνθήκες διαβίωσης των στρατιωτών και τις βαρβαρότητες των Τούρκων εναντίον των Χριστιανών (αιχμαλώτων και αμάχων). Συνεχίζει με την μάχη στον Σαγγάριο και την κατάρρευση του Μετώπου.
Κυρίως περιγράφει τον πόνο και τον μαρασμό του Έλληνα, σαν ανθρώπου, που μεγάλωσε με τις διηγήσεις των παππούδων του για την Κωνσταντινούπολη και τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά. Επιστρέφοντας στην Θεσσαλονίκη ο λοχίας, νικημένος αλλά όχι ντροπιασμένος, δεν θα κατεβεί, αλλά θα συνεχίσει με το τραίνο προς τον Έβρο, όπου εκεί έχει δημιουργηθεί η Στρατιά του Έβρου, με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης. Οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές για αυτό το εγχείρημα, αλλά οι παππούδες μας δεν το τόλμησαν.
Τελειώνοντας την ομιλία του, ο κ. Κακολύρης αναφέρθηκε στο Σύμφωνο Ειρήνης και Αδελφότητας μεταξύ του Κεμάλ και των Σοβιετικών (10 Μαρτίου 1921). Ο Κεμάλ έλαβε το ποσόν των 10 εκατ. χρυσών ρουβλίων, ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη, ταυτόχρονα δε έλαβε βαρύ και σύγχρονο οπλισμό, δύο αντιτορπιλικά, εξοπλισμό 2 εργοστασίων παραγωγής πυρίτιδας στην Τουρκία και 1500 σπάθες ιππικού. Παράλληλα και οι Ιταλοί έδωσαν πολεμικό εξοπλισμό στον Κεμάλ. Όσα χρόνια και να περάσουν, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι τότε διαπράχθηκε ένα έγκλημα εις βάρος της Ελλάδος. Και σε αυτό το έγκλημα, κύριο λόγο έπαιξαν οι Γερμανοί, οι Ρώσοι και οι Ιταλοί.
Στην συνέχεια, ο συντονιστής έδωσε τον λόγο στον συγγραφέα Κωνσταντίνο Δημητριάδη, ο οποίος ευχαρίστησε το ακροατήριο για την παρουσία του καθώς και όλους τους συντελεστές της εκδήλωσης. Ο κ. Δημητριάδης είναι γνωστός στο αναγνωστικό κοινό για τα τρία βιβλία που έχει γράψει για την Κυπριακή Τραγωδία του 1974 («Κύπρος 1974: Η μεγάλη προδοσία», «Το χρονικό της μάχης της ΕΛΔΥΚ», «Αυτοί που τίμησαν την στολή τους»). Έκανε έναν αγώνα 33 χρόνια για να γράψει τι έγινε στην Κύπρο το 1974 και απένειμε «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι», δίνοντας προτεραιότητα σε αυτούς που έβαλαν τα στήθη τους μπροστά, προδομένοι, εγκαταλελειμμένοι, πικραμένοι και άοπλοι, και καταθέτοντας τα βιβλία του σαν ένα μνημόσυνο, ως φόρο τιμής. Και κάπου εδώ έκλεισε ο κύκλος για την Κύπρο του 1974.
Το επόμενο θέμα που αποφάσισε να ασχοληθεί ήταν η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή. Έχοντας τα ακούσματά του από την Μικρασιάτισσα γιαγιά του για τους διωγμούς και τις δολοφονίες που υπέστη η ίδια και η οικογένειά της από τους Τούρκους, ο κ. Δημητριάδης προσπάθησε να πάρει ό,τι έβγαινε από βιβλία που υπήρχαν για αυτό το θέμα. Εκεί υπήρχε ένα χάος από τους φιλοβασιλικούς και φιλοβενιζελικούς συγγραφείς, οι οποίοι αναθεμάτιζαν οι μεν τους δε. Ο ίδιος αποφάσισε να γράψει το δικό του βιβλίο, υπό μορφή κινηματογραφικής ταινίας, για να γίνει πιο κατανοητό από τον μέσο αναγνώστη, χρησιμοποιώντας πάντοτε εξακριβωμένα ιστορικά γεγονότα.
Υπάρχουν ισχυρισμοί εκατέρωθεν πως, είτε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, είτε ο βασιλεύς Κωνσταντίνος ήθελαν, ο καθένας για δικούς του λόγους, να καταστρέψουν την Ελλάδα, πράγμα που δεν ισχύει, ούτε για τον έναν, ούτε για τον άλλον. Υπήρξαν εκατέρωθεν αγαθές προθέσεις, αλλά, δυστυχώς ούτε και αυτές μας δικαιώνουν πάντοτε στην ζωή μας.
Τις συνεννοήσεις με τον Κεμάλ δεν τις έκαναν οι Ρώσοι, αλλά οι Μπολσεβίκοι, οι οποίοι δεν μας συγχώρησαν ποτέ την εκστρατεία στην Ουκρανία, και για άλλους λόγους. Επιπλέον αυτοί είχαν υποστήριξη από τους ντόπιους μπολσεβίκους, κάτι το οποίο δεν το άγγιξε ποτέ κανείς. Το ευρισκόμενο σε εμβρυακή κατάσταση Κομμουνιστικό Κόμμα, ΣΕΚΕ τότε, έδινε εντολή στα μέλη του, που ήταν σιδηροδρομικοί στην Μικρά Ασία, να κάνουν απεργία. Μπροστά, οι μαχόμενοι έμεναν χωρίς φαγητό, γιατί κάποιοι έκαναν απεργία. Αυτός ήταν ένας προδοτικός ρόλος και πρέπει να τον πούμε.
Το 1922 μας άφησαν στα μισά του δρόμου οι Άγγλοι, γιατί δεν ήταν σε θέση να αντιμάχονται τους Γάλλους, δεν ήθελαν να μπουν σε μία τέτοια διαδικασία. Τα χωρίσανε μόνοι τους και άφησαν την Ελλάδα, που μέχρι εκείνη την στιγμή έκανε την «βρώμικη δουλειά» (δηλ. τον πόλεμο), να πληρώσει το τίμημα με αίμα. Αυτή είναι η αλήθεια, όλοι τους έπαιξαν τον ρόλο τους.
Τελειώνοντας τον λόγο του, ο κ. Δημητριάδης ευχαρίστησε το κοινό του και εξέφρασε την ελπίδα ότι θα τους καλύψει πολύ το βιβλίο γιατί είναι πολύ παραστατικά γραμμένο, σε σημείο που κάνει τον αναγνώστη να ζει τα γεγονότα σαν να ήταν ο ίδιος εκεί, πρόσθεσε δε, το εξής: «Εγώ υποκλίνομαι σε αυτόν τον Έλληνα στρατιώτη, που πέρασε την έρημο με μια φλούδα από αγγούρι στο μέτωπο, για να δροσίζεται και λίγο βραστό καλαμπόκι, πολλές φορές μουχλιασμένο. Υποκλίνομαι σε αυτόν τον στρατιώτη και ευελπιστώ η ψυχή αυτού του στρατιώτη να υπάρχει μέχρι και σήμερα, γιατί είναι η μόνη ασφάλεια που έχουμε».