Στην πρόσφατη επίσκεψή του στην Τουρκία ο Αλέξης Τσίπρας είπε μία φράση που πέρασε μάλλον απαρατήρητη, τουλάχιστον όσον αφορά τη βαθύτερη σημασία της. Συγκεκριμένα, μπαίνοντας στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης, δήλωσε: «Ελπίζω στην επόμενη επίσκεψή μου να ανοίξουμε την πύλη αυτή μαζί με τον πρόεδρο Ερντογάν και να την διαβούμε μαζί».
Επειδή οι επισκέψεις πρωθυπουργών στην Τουρκία δεν είναι κάτι που συμβαίνει κάθε τόσο, βγαίνει το συμπέρασμα ότι προφανώς ο κ. Τσίπρας προσδοκά ανανέωση της θητείας του. Αν αυτό, όμως, είναι ένας ... ασεβής πόθος, δεν πρέπει να το δούμε απλά έτσι. Δεν πρέπει δηλαδή να ξεχνούμε ότι μόλις την προηγούμενη ημέρα, στην κοινή συνέντευξη Τύπου που έδωσε με τον Ερντογάν, αυτός συνέδεσε απροκάλυπτα το θέμα της επαναλειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης με την εκλογή των μουφτήδων στην Θράκη μας, αλλά και με «διάφορα άλλα θέματα που απασχολούν τους ομογενείς μας», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά. Τα διάφορα άλλα θέματα είναι πιθανότατα η διδασκαλία του Ισλάμ στα μουσουλμανόπαιδα της Θράκης, με δασκάλους και με σύστημα αρεστά στην Τουρκία, η λειτουργία ιεροσπουδαστηρίων στη Θράκη, το τζαμί της Αθήνας κ.α.
Η λανθασμένη εμπλοκή από ελληνικής πλευράς, εδώ και δεκαετίες, θεμάτων που αφορούν το Οικουμενικό Πατριαρχείο, στο πλαίσιο της ατζέντας των ελληνοτουρκικών διαφορών, στην πραγματικότητα απαξίωσε και υποβάθμισε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στη λειτουργία του ο ύψιστος θεσμός της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τα διασφαλισμένα από διεθνείς συνθήκες και δεσμεύσεις δικαιώματα του Πατριαρχείου είναι γεγονός ότι καταπατήθηκαν βάναυσα από την Τουρκία. Αντί, όμως, η Ελλάδα να διεκδικήσει την αποκατάσταση της ομαλότητας στο διεθνές περιβάλλον, επέλεξε την υποβάθμιση του θέματος σε επίπεδο διμερών συνομιλιών και συζητήσεων, ουσιαστικά εξομοιώνοντας τον Οικουμενικό Πατριάρχη με έναν απλό μουφτή της Θράκης και την λειτουργία του Οικουμενικού Πατριαρχείου με αυτή ενός ιεροσπουδαστηρίου της περιοχής.
Είναι γεγονός ότι το Πατριαρχείο δεν θα έβρισκε πρόθυμους συμμάχους και υποστηρικτές ούτε στις καθολικές χώρες της Δύσης, όπου η «συμπαράσταση» του Πάπα εξακολουθεί διαχρονικά να απαιτεί οδυνηρά ανταλλάγματα, ούτε στις ορθόδοξες της Ανατολής, όπου σταθερά ο Ρώσος Πατριάρχης εποφθαλμιά την πρωτοκαθεδρία στον ορθόδοξο κόσμο. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα έπρεπε να αποποιηθεί των δυνατοτήτων της για διεθνοποίηση του θέματος και να το περιορίσει σε διμερές πρόβλημα. Εξάλλου, το Πατριαρχείο έχει αποδείξει διαχρονικά ότι διαθέτει το διεθνές κύρος και το σθένος να επιβάλει την εκκλησιαστική κανονικότητα μετερχόμενο πρακτικών και επιλογών που έρχονται σε αντίθεση ακόμη και με πανίσχυρες πολιτικές αποφάσεις και συμφέροντα. Το πρόσφατο παράδειγμα με την Εκκλησία της Ουκρανίας είναι χαρακτηριστικό.
Έχει γίνει ευρύτατα γνωστό ότι το κλίμα στην προσωπική συνάντηση που είχε ο Οικουμενικός Πατριάρχης με τον κ. Τσίπρα κάθε άλλο παρά θερμό ήταν. Και γι’ αυτό δεν φταίει απλώς η πρόθεση της κυβέρνησης να διαρρήξει τους δεσμούς Κράτους και Εκκλησίας. Αυτό ήταν απλώς ακόμη μία τρικλοποδιά της ιδεοληπτικής Αριστεράς στην διαχρονική πορεία της Εκκλησίας. Αυτή εξακολουθεί να πορεύεται μέσω αντιξοοτήτων και πολεμίων της στην εκζήτηση της υλοποίησης του ποιμαντικού ρόλου της. Και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να γίνεται κατά προτεραιότητα σεβαστό, αφού αποτελεί ένα ισχυρό όπλο και μέσο επιρροής για τη χώρα μας σε όλο τον ελληνορθόδοξο κόσμο. Η μετάλλαξή του σε ένα μέσο συναλλαγής έχει αποδειχθεί καταστροφική.