Η αποτυχημένη και τραγική προσπάθεια του Σαλβαντόρ Αλιέντε και της «Λαϊκής Ενότητας» να εφαρμόσουν τον σοσιαλισμό στην Χιλή το 1970-73 έχει γίνει ένας μύθος για την Αριστερά παγκοσμίως. Η προσπάθεια παρουσιάζεται ως η πιθανότητα μίας ειρηνικής και δημοκρατικής μετάβασης στον σοσιαλισμό, η οποία απετράπη μόνο επειδή η παντοδύναμη CIA κινητοποίησε τα ανδρείκελα της Χιλιανής αντίδρασης. Το περιβάλλον του Ψυχρού Πολέμου ποτέ δεν αναφέρεται, ενώ οι Κουβανικές και Σοβιετικές παρεμβάσεις είναι ακόμα άγνωστες. Ο μύθος του Αλιέντε μπορεί να είναι καλός για να διατηρήσει την σοσιαλιστική πίστη ζωντανή, αλλά έρχεται σε προφανή αντίθεση με τα ιστορικά γεγονότα.
Αν και η βίαιη καταστολή μετά το πραξικόπημα του Αουγκούστο Πινοσέτ δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, είναι απαραίτητο να εξηγηθεί τι οδήγησε τις ένοπλες δυνάμεις της Χιλής στο μοιραίο πραξικόπημα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν το μαρξιστικό πείραμα της Χιλής είχε αποτύχει μετά από εμφύλιο πόλεμο, όπως προέβλεπαν οι περισσότεροι παρατηρητές εκείνη την εποχή, θα ήταν μία ακόμα μεγαλύτερη τραγωδία ή αν είχε οδηγήσει στην ολοκληρωτική κοινωνία στην οποία αποσκοπούσε, θα είχε βασανίσει τους Χιλιανούς πολύ περισσότερο από την δυσάρεστη, αλλά προσωρινή δικτατορία του Πινοσέτ.
Η άνοδος του Αλιέντε στην εξουσία
Στις προεδρικές εκλογές του 1970, ο υποψήφιος της αριστερής «Λαϊκής Ενότητας» Αλιέντε συγκέντρωσε 36.2%, ο υποψήφιος του δεξιού «Εθνικού Κόμματος» Αλεσσάντρι 34.9% και ο υποψήφιος του κεντρώου «Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος» Τόμιτς 27.8%. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η Βουλή της Χιλής έπρεπε να επιλέξει τον πρόεδρο ανάμεσα στους δύο πρώτους. Ο μόνος τρόπος με τον οποίο οι Χριστιανοδημοκράτες θα ψήφιζαν τον Αλιέντε ήταν με την διαβεβαίωση ότι η δημοκρατία θα προστατευόταν. Με αυτόν τον στόχο, συμφώνησαν μαζί του σε ένα πολιτικό κείμενο, τον «Νόμο Δημοκρατικών Εγγυήσεων», το οποίο αποτελεί ένα από τα κλειδιά για να καταλάβουμε τις εξελίξεις. Το κείμενο έθετε δύο όρους τους οποίους δεν μπορούσε να παραβιάσει ο Αλιέντε όσο ήταν στην εξουσία. Ο πρώτος ήταν η συνέχιση της λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών, κάτι που βασικά σήμαινε πως κάθε ριζική θεσμική αλλαγή έπρεπε να εγκριθεί από την Βουλή. Ο δεύτερος ήταν η διασφάλιση της ανεξαρτησίας του στρατού και του ρόλου του ως τελικού εγγυητή των δημοκρατικών θεσμών της χώρας.
Από την αρχή η κυβέρνηση του Αλιέντε βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα, που η ίδια είχε δημιουργήσει. Από την μία πλευρά, δεν μπορούσε να καθυστερήσει την μετάβαση στον σοσιαλισμό για το απώτερο μέλλον γιατί θα αποξενωνόταν από τους ίδιους τους υποστηρικτές της. Αλλά και η συνταγματική και ειρηνική μετάβαση στον σοσιαλισμό, την οποία προωθούσε η «σταδιακή» πτέρυγα (την οποία αντιπροσώπευαν το Κομμουνιστικό και το Ριζοσπαστικό Κόμμα και η τάση του Αλιέντε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα) δεν ήταν δυνατή εξαιτίας της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας της «Λαϊκής Ενότητας».
Από την άλλη πλευρά, η ακραία επαναστατική Αριστερά, εντός (η τάση του Αλταμιράνο στο Σοσιαλιστικό Κόμμα) και εκτός (η μαοϊκή Κίνηση της Επαναστατικής Αριστεράς, γνωστή ως MIR, και η Χριστιανική Αριστερά) της «Λαϊκής Ενότητας», μία μειοψηφία εντός της μειοψηφίας, δεν μπορούσε να επιβάλλει την ραγδαία μετάβαση στον σοσιαλισμό. Έτσι άρχισε όπως-όπως να δημιουργεί μία κατάσταση «διπλής εξουσίας», παρόμοια με αυτή στην Ρωσική Επανάσταση το 1917, στην οποία οι βιομηχανικές ζώνες (cordones industrials), οι συνοικίες από τρώγλες (campamentos) και οι παράγκες (poblaciones) των μεγάλων πόλεων θα σχημάτιζαν σοβιέτ και θα γίνονταν η βάση ενός στρατού εργατών-αγροτών που σε συνδυασμό με ένα παρατεταμένο αντάρτικο στις νότιες επαρχίες θα κατόρθωναν τελικά να συγκρουστούν και να νικήσουν τις ένοπλες δυνάμεις της Χιλής.
Ο ίδιος ο Αλιέντε είχε πει το 1971 σε συνέντευξη στον Γάλλο κομμουνιστή συγγραφέα Ρέτζι Ντεμπρέ ότι «η διαφορά του από τους υποστηρικτές της βίας, όπως ο Τσε Γκεβάρα, είναι μόνο τακτική», είχε παραδεχθεί πως σέβεται την νομιμότητα «προς το παρόν» και είχε ισχυριστεί ότι «είχε συμφωνήσει στον Νόμο Δημοκρατικών Εγγυήσεων ως μία τακτική αναγκαιότητα». Άλλωστε το 1970 ο Αλιέντε είχε πει στους υποστηρικτές του ότι «το Σαντιάγκο θα βαφτεί κόκκινο με αίμα, αν δεν εγκριθώ ως Πρόεδρος». Το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Αλιέντε, στο συνέδριό του τον Ιανουάριο 1971, είχε δηλώσει ότι «οι ειδικές συνθήκες υπό τις οποίες η Λαϊκή Ενότητα ήρθε στην εξουσία, την υποχρέωναν να σεβαστεί τα όρια του αστικού κράτους προς το παρόν» και είχε προειδοποιήσει τα μέλη του «να προετοιμάζονται για την αποφασιστική αναμέτρηση με την μπουρζουαζία και τον ιμπεριαλισμό».
Όμως η κυβέρνηση Αλιέντε έχανε εκλογικό έδαφος, όπως αποδεικνυόταν σε σχεδόν κάθε εκλογική αναμέτρηση. Το Χριστιανοδημοκρατικό και το Εθνικό Κόμμα άρχισαν να συνεργάζονται με επιτυχία από τα μέσα του 1971. Στις δημοτικές εκλογές του Βαλπαράιζο συγκέντρωσαν 50% (έναντι 48.5% της «Λαϊκής Ενότητας»), στις επαναληπτικές δημοτικές εκλογές τον Απρίλιο 1971 49.9% (έναντι 48.2%) και τον Ιούλιο 1971 50.1% (έναντι 48.5%), στις νομαρχιακές εκλογές τον Ιανουάριο 1972 στην επαρχία Οχίγγινς/Κολτσαγκούα 52.7% (έναντι 46.4%) και στην επαρχία Λινάρες 58% (έναντι 40.9%). Στις εκλογές για την Βουλή τον Μάρτιο 1973 η αντιπολίτευση συγκέντρωσε 55%, ενώ η κυβέρνηση 44%.
Η οικονομική κατάρρευση
Καθώς η αντιπολίτευση πλειοψηφούσε στην Βουλή, η κυβέρνηση Αλιέντε ξέθαψε παλαιά νομοθεσία από την σύντομη Σοσιαλιστική Δημοκρατία του ... 1932, νομοθεσία που δεν είχε ποτέ ανακληθεί, και επέτρεπε την προσωρινή επίταξη εταιρειών που είχαν χρεοκοπήσει. Χρησιμοποιώντας αυτή την νομοθεσία κατά το πρώτο έτος της διακυβέρνησής του, ο Αλιέντε απέκτησε σχεδόν απόλυτο έλεγχο της παραγωγής νιτρικού άλατος, ιωδίου, χαλκού, άνθρακα, σιδήρου και ατσαλιού, του 90% του τραπεζικού τομέα, του 80% των εξαγωγών και του 55% των εισαγωγών, καθώς και ένα σημαντικό μέρος των υφασμάτων, τσιμέντου, μετάλλου, αλιείας, ποτών και ηλεκτρονικών. Το 1969 το Χιλιανό κράτος ήλεγχε 33 μεγάλες εταιρείες. Το 1972 ο Αλιέντε είχε κρατικοποιήσει 264, πολύ περισσότερες από τις 91 που το πρόγραμμα της «Λαϊκής Ενότητας» υποσχόταν. Τέλος η Κεντρική Ομοσπονδία Εργατών (CUT), ελεγχόμενη από το Κομμουνιστικό Κόμμα, εκμεταλλεύτηκε το αποτυχημένο πραξικόπημα της 29ης Ιουνίου 1973 για να καταλάβει παράνομα τις περισσότερες ιδιωτικές εταιρίες. Μέσα σε μία ημέρα, ο αριθμός των κρατικών εταιρειών σχεδόν διπλασιάστηκε από 282 σε 526.
Η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Αλιέντε ήταν μία σχεδόν απόλυτη καταστροφή και δημιούργησε την χειρότερη οικονομική κρίση στην ιστορία της Χιλής. Ο πληθωρισμός ήταν εκτός ελέγχου με τις τιμές να αυξάνουν μέρα με την μέρα. Το 1972 ήταν 163%, ενώ τους 12 μήνες πριν τον Αύγουστο 1973 ήταν 323%. Το έλλειμμα για το 1973 έφθασε το 53% του προϋπολογισμού. Η κυβέρνηση Αλιέντε συνέβαλλε στην αύξηση του πληθωρισμού, τυπώνοντας «χάρτινο» χρήμα για να καλύψει το τεράστιο έλλειμμα. Στοιχεία της Κεντρικής Τράπεζας δείχνουν πως η παροχή χρήματος αυξήθηκε κατά 3400% μέχρι το τέλος του 1973! Πριν το τέλος του καθεστώτος, η παραγωγή μειωνόταν, οι επενδύσεις είχαν σημαντικά περικοπεί, οι αποταμιεύσεις ήταν ανύπαρκτες, το επίπεδο ζωής ήταν χαμηλότερο από τότε που ο Αλιέντε είχε έρθει στην εξουσία, οι ελλείψεις ήταν γενικές.
Η παρέμβαση των ΗΠΑ
Οι ΗΠΑ υιοθέτησαν μία σκληρή γραμμή έναντι της κυβέρνησης Αλιέντε από το Νοέμβριο του 1971, όταν ο Φιντέλ Κάστρο επισκέφθηκε την Χιλή και έμεινε για 25 ημέρες. Ο Κάστρο παρενέβη καθαρά στην Χιλιανή πολιτική, δίνοντας επαναστατικές ομιλίες υπέρ του Αλιέντε, αποκαλώντας την αντιπολίτευση «φασίστες» και αποκαλώντας δημοκρατικούς θεσμούς, όπως την ελευθεροτυπία, τις εκλογές και τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς «καταδικασμένους από την Ιστορία ως παρακμιακούς και αναχρονιστικούς». Το προσωπικό της πρεσβείας της Κούβας στην Χιλή είχε φθάσει τα ... 1500 άτομα και ο υπʼ αριθμόν 3 της πρεσβείας Χουάν Ιβάνεζ διηύθυνε ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης ανταρτών στο Σαντιάγκο. Την ίδια στιγμή, οι αποζημιώσεις για τις κρατικοποιημένες αμερικανικές εταιρείες ισοδυναμούσαν με ουσιαστική κατάσχεση.
Αλλά η παρέμβαση των ΗΠΑ ήταν σε λάθος χρόνο και άκομψη και δεν είχε την σημασία που η Αριστερά παγκοσμίως της έχει αποδώσει. Πριν την άνοδο του Αλιέντε στην εξουσία, η CIA δεν είχε επαφές με στρατιωτικούς εν ενεργεία και έπρεπε να δρα μέσω του στρατιωτικού ακόλουθου στην πρεσβεία στην Χιλή. Όλες οι προσπάθειες, πριν την εκλογή του Αλιέντε, απέτυχαν και όχι απλώς δεν απέτρεψαν την άνοδο του Αλιέντε στην εξουσία, αλλά αντιθέτως την βοήθησαν. Κατά την διάρκεια της κυβέρνησης Αλιέντε, η CIA συνέχισε τις προσπάθειές της, αλλά με την μορφή περιορισμένης και περιστασιακής οικονομικής βοήθειας σε δεξιές ομάδες. Η πολυδιαφημισμένη βοήθεια της CIA σε δύο απεργίες φορτηγατζήδων δεν ήταν σημαντική, καθώς οι οικονομικές ανάγκες των φορτηγατζήδων ήταν πολύ μικρές και καλύπτονταν από τους υποστηρικτές τους εντός της Χιλής.
Συχνά λέγεται ότι κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης Αλιέντε, η κυβέρνηση των ΗΠΑ επέβαλλε «εμπάργκο», που απέτρεπε την κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» να λάβει οικονομική βοήθεια από το εξωτερικό. Αλλά τα γεγονότα δεν τεκμηριώνουν τέτοιους ισχυρισμούς. Οι διεθνείς πιστωτικοί οργανισμοί δεν αρνήθηκαν εντελώς να δώσουν βοήθεια στην Χιλή κατά την διακυβέρνηση Αλιέντε. Η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ δεν έδωσε κανένα δάνειο στην Χιλή κατά την διάρκεια του καθεστώτος Αλιέντε, αλλά ουσιαστικά δεν είχε δώσει κανένα και τα δύο χρόνια πριν την κυβέρνηση Αλιέντε. Οι ιδιωτικές αμερικανικές τράπεζες μείωσαν δραστικά την πιστοληπτική βαθμολόγηση της Χιλής, αλλά για επιχειρηματικούς λόγους, που δεν είχαν καμία σχέση με το «εμπάργκο». Οι ΗΠΑ ήταν τελείως αναποτελεσματικές στην αποτροπή της παροχής βοήθειας στον Αλιέντε από άλλες χώρες. Στην πραγματικότητα, η κυβέρνηση Αλιέντε έλαβε περισσότερη οικονομική βοήθεια από το εξωτερικό απʼ όση είχε λάβει κάθε άλλη κυβέρνηση της Χιλής μέσα σε τρία χρόνια.
Ως προς το πραξικόπημα του Πινοσέτ, δεν υπάρχει καμία απολύτως απόδειξη ότι οι ΗΠΑ είχαν ανάμειξη σε αυτό. Οι ένοπλες δυνάμεις της Χιλής δεν χρειάζονταν ούτε εντολές από το εξωτερικό, ούτε εξωτερική βοήθεια για να ανατρέψουν την κυβέρνηση Αλιέντε.
Προετοιμασίες για εμφύλιο πόλεμο
Τον Μάρτιο του 1972, έρευνες του στρατού ανακάλυψαν στο προεδρικό μέγαρο του Αλιέντε 13 μεγάλα κιβώτια που είχαν έρθει από την Κούβα και περιείχαν περισσότερο από ένα τόνο οπλισμού για την «Λαϊκή Ενότητα». Ήδη τον Ιούλιο 1973, η Βουλή είχε απορρίψει το αίτημα του Αλιέντε για έκτακτες εξουσίες με ψήφους 82 έναντι 51 και είχε εκδώσει ανακοίνωση με την οποία κατήγγειλε την εγκαθίδρυση «λαϊκής πολιτοφυλακής» στις κατειλημμένες βιομηχανικές ζώνες (cordones industriales), που ισοδυναμούσε με ντε φάκτο δημιουργία ενός παράλληλου στρατού στον οποίον συμμετείχαν πολυάριθμοι ξένοι, κυρίως Κουβανοί.
Ένα έγγραφο του Κομμουνιστικού Κόμματος με ημερομηνία 30 Ιουνίου 1973, απευθυνόμενο προς τα ανώτερα στελέχη του κόμματος έλεγε ότι σε περίπτωση εμφυλίου πολέμου, μία εκπαιδευμένη ένοπλη ομάδα που ανήκει στο ΚΚ «θα εξοντώσει φυσικώς τους ηγέτες της αντιπολίτευσης». Επίσης αποκάλυπτε το σχέδιο καταστροφής ενάντια στον λαό της Χιλής: «Ο στόχος της αποθήκευσης κεριών, σπίρτων, τροφίμων, κηροζίνης κ.λπ. είναι αποκλειστικά για την επιβίωση των συντρόφων, καθώς σε περίπτωση σύγκρουσης τα ηλεκτρικά και υδρευτικά εργοστάσια θα καταστραφούν».
Στις 6 Αυγούστου 1973, ο Αλιέντε αποστράτευσε δύο στρατηγούς για να ανοίξει τον δρόμο για την προαγωγή ενός φιλικού προς την κυβέρνηση στρατηγού. Αυτό ήταν μία ακόμα παραβίαση του Νόμου Δημοκρατικών Εγγυήσεων. Την επόμενη ημέρα, το Ναυτικό αποκάλυψε μία αριστερή συνομωσία στρατευσίμων με στόχο την ανταρσία και την δολοφονία των αξιωματικών τους. 43 ναύτες συνελήφθησαν και το Ναυτικό κατηγόρησε τον σοσιαλιστή βουλευτή Αλταμιράνο και τον ηγέτη του MIR Ενρίκεθ ως ηθικούς αυτουργούς. Ο Αλταμιράνο (γ.γ. του Σοσιαλιστικού Κόμματος) υπερήφανα αποδέχθηκε τον χαρακτηρισμό και δήλωσε πως θα το ξανάκανε για να προστατέψει το καθεστώς Αλιέντε.
Η τελική σύγκρουση
Το τελευταίο πεδίο μάχης ανάμεσα στην «Λαϊκή Ενότητα» και την αντιπολίτευση ήταν η Βουλή. Οι Χριστιανοδημοκράτες εισήγαγαν μία τροποποίηση στον νόμο των κρατικοποιήσεων, η τροποποίηση εγκρίθηκε και ο Αλιέντε άσκησε βέτο. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι «το βέτο δεν συμβιβάζεται με τους όρους του Συντάγματος». Τον Ιούνιο 1973 ο υπουργός Εσωτερικών διέταξε την αστυνομία (carabineros) να μην υπακούσει στις εντολές των δικαστηρίων και το Ανώτατο Δικαστήριο έγραψε δύο επιστολές προς τον πρόεδρο Αλιέντε, διαμαρτυρόμενο για την εκστρατεία δυσφήμισης και τονίζοντας ότι η μη-εφαρμογή δικαστικών εντολών και η κατάχρηση νομικών «παραθύρων» οδηγούσε στην επικείμενη κατάρρευση του Νόμου.
Η αντιπολίτευση σκλήρυνε την στάση της και δήλωσε ότι «στην Χιλή υπάρχουν παράνομες ένοπλες ομάδες και οι νόμοι και το Σύνταγμα έχουν παραβιαστεί». Στις 22 Αυγούστου η Βουλή κάλεσε ανοικτά τις Ένοπλες Δυνάμεις «να παρέμβουν ώστε να εξασφαλίσουν την ουσιαστική βάση της δημοκρατικής αρμονίας ανάμεσα στον λαό της Χιλής».
Έχει γίνει μεγάλη συζήτηση αν αυτό το ψήφισμα αποτελούσε την νομική βάση για μία στρατιωτική επέμβαση. Σίγουρα δεν είχε την ισχύ νόμου. Αλλά το σημαντικό ήταν πως το ψήφισμα της 22ας Αυγούστου μπορούσε να ερμηνευθεί ως η ηθική βάση για μία στρατιωτική επέμβαση, εφόσον αποσκοπούσε να επαναφέρει σε ισχύ το Σύνταγμα και τον Νόμο. Αυτό ήταν μία καθοριστική στιγμή στις σχέσεις ανάμεσα στην Βουλή και τις Ένοπλες Δυνάμεις.
Το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου οι δυνάμεις του Πινοσέτ περικύκλωσαν τον Αλιέντε στο Προεδρικό Μέγαρο στο Σαντιάγκο. Αφού η Αεροπορία εκτόξευσε πυραύλους εναντίον του κτιρίου, οι υποστηρικτές του Αλιέντε παραδόθηκαν όλοι. Εκτός από τον Αλιέντε, ο οποίος προτίμησε να αυτοκτονήσει - τι ειρωνεία - με ένα όπλο που του είχε δοθεί ως δώρο και έφερε την ακόλουθη αφιέρωση σε χρυσή θήκη: «Στον καλό μου φίλο Σαλβαντόρ Αλιέντε. Φιντέλ Κάστρο».
Βιβλιογραφία