Στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» περιγράφεται η μπουρζουαζία στα μέσα του 19ου αιώνος ως μία επαναστατική δύναμη. Κατέστρεψε τις «φεουδαλικές, πατριαρχικές, ειδυλλιακές σχέσεις» και αντικατέστησε τις φεουδαλικές σχέσεις και συναλλαγές μεταξύ των ανθρώπων με τον απλό εκχρηματισμό. Τα αξιώματα καταργήθηκαν και οι άνθρωποι μετετράπησαν σε ανεξάρτητος μισθωτούς εργάτες. Εκτός αυτού «με την εκμετάλλευση της παγκοσμίου αγοράς έδωσε έναν κοσμοπολιτικό χαρακτήρα στην παραγωγή και την κατανάλωση». Ακόμη και τα πνευματικά επιτεύγματα των εθνών έγιναν συλλογικό αγαθό.
Εδώ καθορίσθηκε αυτό που σήμερα αποκαλείται οικονομικοποίηση και παγκοσμιοποίηση: η μετατροπή της πατρίδος σε έναν απλό τόπο, της πολιτικής συνύπαρξης σε μία εταιρεία, της θρησκευτικής, πολιτιστικής, ιστορικής παραδόσεως σε ένα λογότυπο ή ένα σύνθημα. Οι Μαρξ και Ένγκελς χαιρέτησαν αυτήν την εξέλιξη αναγνωρίζοντας ότι μ' αυτόν τον τρόπο η μπουρζουαζία έσκαβε τον ίδιο της τον λάκκο. Δεδομένου, δηλαδή, του ότι η μπουρζουαζία είχε τα ινία της έκφρασης και ανάπτυξης, κινώντας ασύνδετες μεταξύ τους ανθρώπινες μάζες, βρήκαν την ευκαιρία να εστιάσουν σε οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα. Αυτή ήταν και η προϋπόθεση για την παγκόσμια κομμουνιστική επανάσταση, στο τέρμα της οποίας θα πρόβαλλε η κοινότητα των ελευθέρων ανθρώπων.
Αυτές οι δύο τάσεις υπάρχουν μέχρι και σήμερα και από το 1989/90, που η σοσιαλιστική εναλλακτική λύση απέναντι στον καπιταλισμό κατέρρευσε επισήμως, σε νέα διαφοροποιημένη διάταξη. Το όνειρο μίας παγκόσμιας ανθρώπινης κοινότητας, η οποία γίνεται σε όλους αντιληπτή με την εξάλειψη εθνικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών διαφορών και συνόρων και έχει απελευθερωθεί μέσω της κοινωνικής προόδου, πηγαίνει πλέον χέρι-χέρι με το καπιταλιστικό (ή νεοφιλελεύθερο) ιδεώδες της οικουμενικής ενοποιήσεως μέσω της ανοικτής παγκοσμίου οικονομίας.
Η εξάλειψη των διαφορών μέσω μίας κοινωνικά εμπνευσμένης ιδεολογίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της τυποποιήσεως απόψεων και αναγκών, η οποία προκύπτει, δεν μπορεί παρά να εξυπηρετεί τον καπιταλιστή, διότι ελαχιστοποιεί το κόστος παραγωγής και διαθέσεως των προϊόντων του. Ο νέος άνθρωπος, είναι ο ηδονιστικός, προοδευτικός, πολυπολιτισμικός καταναλωτής. Οι τόποι λατρείας του είναι τα πολυκαταστήματα και δη αυτά που διαθέτουν τμήμα «τρίτου κόσμου» και οικολογικές διαπιστεύσεις.
Αυτός ο εξημερωμένος άνθρωπος πιστεύει, ότι οι διαφορές στο σπίτι, στην ίδια του τη χώρα και διεθνώς, μέσω της κοινωνικής μηχανικής μπορούν να επιλυθούν. Αυτός σημαίνει ότι έχει αποπολιτικοποιηθεί. Όποιος νέος βγήκε στην κοινωνία την δεκαετία του '90 θα διεπίστωσε ότι η Γερμανία περιβάλλεται μόνον από φίλα προσκείμενες χώρες και ότι οι ιδεολογίες πέθαναν, ότι η Νέα Οικονομία, η ποπ - λογοτεχνία και η κοινωνία της διασκέδασης, του θεάματος και της πλάκας διαμορφώνουν την πραγματικότητα.
Η Νέα Οικονομία έχει εδώ και καιρό καταρρεύσει, η ποπ - λογοτεχνία έχει ξεχασθεί και η 11η Σεπτεμβρίου 2001 έδωσε τέλος στην πλάκα. Στο κατόπι της παγκοσμιοποίησης (βλ. μεταναστευτικά ρεύματα) ανακαλύπτουμε τώρα τον εαυτό μας αντιμέτωπο μέσα στην ίδια μας την χώρα με μία ισχυρή θρησκευτική πίστη, η οποία υπερβαίνει τις καχεκτικές αντιλήψεις μας περί θρησκείας και από την άλλη δίνει την δύναμη στους μουσουλμάνους να διεκδικήσουν το μερίδιό τους στην κατανάλωση, στο κοινωνικό σύστημα, στους δημόσιους χώρους και στην πολιτική, χωρίς χρειάζεται να υιοθετήσουν τις αρχές, στις οποίες βασίζεται επισήμως το κράτος μας.
Το παρακάτω παράδειγμα αφορά στον διαχωρισμό του εκκοσμικευμένου κράτους από την θρησκεία, τον οποίο το Ισλάμ με μεγάλη επιδεξιότητα εκμεταλλεύεται, χωρίς όμως και να τον αποδέχεται. «Η Δύση μας έκανε φτωχότερους και μας οδήγησε στο να μεταναστεύσουμε στις μητροπόλεις της. Είναι μεγάλη θρασύτητα από μέρους της να έχει τώρα και την απαίτηση να προσαρμοσθούμε και να παραιτηθούμε από την θρησκεία και την κουλτούρα μας» - κάπως έτσι ακούγεται η επιχειρηματολογία τους. Όσο λίγο αφήνονται αυτοί οι πιστοί να επηρεασθούν από τον φιλελευθερισμό της οικονομίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, άλλο τόσο λίγο μπορεί αυτός ο φιελελυθερισμός να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις, με βάση τις οποίες μπορεί κανείς αν αντισταθεί στην επέκταση του Ισλάμ.
Το Ισλάμ κάνει απλά αυτό, που μία μονοθεϊστική θρησκεία, η οποία τηρείται κατά γράμμα, πρέπει να κάνει. Η διαμάχη για το ποια θρησκεία είναι στη ρίζα της η πιο φιλειρηνική, δεν αγγίζει το πρόβλημα. Έχουμε να κάνουμε με έναν τερατώδη αναχρονισμό. Με την μαζική εμφάνιση του Ισλάμ στην Ευρώπη ήρθε να σταθεί ισότιμα δίπλα στη σύγχρονη εποχή ο Μεσαίωνας. Αυτό το χάσμα δεν γεφυρώνεται με κανέναν διαθρησκευτικό διάλογο. Μία υποθετική προσπάθεια της Δύσεως να επιστρέψει σε μία χριστιανικά ευλαβή κοινωνία θα έκρυβε το αγκάθι ότι αυτός ο επανεκχριστιανισμός σχετίζεται με μία ακραία και δη πολιτική απόφαση και άρα με μία αντίστοιχη θα μπορούσε πάλι να τερματισθεί. Θα επρόκειτο λοιπόν εξ' αρχής για μία κατάσταση εύθραυστη και αδύναμη. Εκτός αυτού, ο διαχωρισμός, ο εξορθολογισμός, η διάθεση για αμφισβήτηση, για ειρωνία, όλα δηλαδή, όσα συμπυκνώνονται στη λέξη «Διαφωτισμός», είναι σε τέτοιο βαθμό μέρος των βασικών αρχών μας, που ο αποχαιρετισμός από αυτά θα σήμαινε ο ίδιος αυτοάρνηση και αυτοθυσία.
Απαραίτητο είναι λοιπόν, να γνωρίζουμε την ιστορία, τόσο τη δική μας όσο και των άλλων. Ακόμη και ο «φιλελεύθερος - ελευθέριος αυτοπροσδιορισμός μας» (Μπόθο Στράους) είναι δυνατός μόνον χάρην πολιτισμικών και θρησκευτικών ιστορικών εξελίξεων, ασχέτως εάν η ηδονιστική διαμόρφωση του παρόντος δεν γνωρίζει γι' αυτές.
Σ' αυτήν την συνειδησιακή μεταβολή κρύβεται η ευκαιρία να ανακαλύψουμε ξανά το πολιτικό. Αρχικά θα έπρεπε να ταξινομηθούν οι ξένοι που επιδιώκουν την είσοδό τους σε αυτούς που μας ταιριάζουν ή όχι και οι δικοί μας σε αυτούς που υποστηρίζουν αυτήν την εκ νέου ανακάλυψη του πολιτικού ή την μάχονται.
Μόνο οι Η.Π.Α. δείχνουν σήμερα να είναι σε θέση να αμυνθούν απέναντι στο Ισλάμ (με έναν αυτάρεσκο και αφελή τρόπο ωστόσο, ο οποίος θέτει τη Δύση σε νέους κινδύνους), επειδή ως μοναδική δύναμη βγήκαν από δύο πολέμους οι αδιαμφισβήτητοι νικητές. Η Γερμανία βλέπει τον εαυτό της, μετά από δύο ήττες ακόμη να απολογείται, ενώ και η Γαλλία και η Μεγάλη Βρεταννία δεν μέτρησαν στην πραγματικότητα ως νικητές. Η Γαλλία για αρκετό καιρό δεν ήθελε να γνωρίζει άλλες εθνότητες και θρησκείες, πέραν των ρεπουμπλικάνων Γάλλων και χρησιμοποίησε την μετανάστευση μόνο για να ενισχύσει την εικόνα της ως υπερδύναμη. Η Μεγάλη Βρεταννία πλασαρίστηκε σαν πολυπολιτιστικό κράτος - ψηφιδωτό, για να μπορέσει τουλάχιστον συμβολικά να υπερασπισθεί την θέση της ως αυτοκρατορία.
Τη θέση της παραίτησης, της εξισορρόπησης δια του πολιτικού ρομαντισμού και της κυριαρχίας του οικονομικού και ανθρωπιστικού φιλελευθερισμού πρέπει να καταλάβει μία ρεαλιστική διάκριση Φίλων - Εχθρών. Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία.