Ο πολύς Βιλφρέντο Παρέτο έγραφε κάποτε ότι η ιστορία της πολιτικής είναι η ιστορία της κυριαρχίας των ελίτ. Κατά αυτόν υπάρχουν δύο κυρίαρχες τάξεις: αυτοί που κυβερνούν και αυτοί που κυβερνώνται. Αυτοί που κυβερνούν είναι πάντοτε οι λίγοι και άρα εκ των πραγμάτων αποτελούν τις ελίτ.
Στην Ελλάδα εκ των πραγμάτων οι κυρίαρχες μεταπολιτευτικές ελίτ έχασαν την εξουσία τους από ένα κόμμα αριστερό, τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίστηκε πίσω από το προσωπείο μίας σύγχρονης ΕΔΑ, αλλά επί της ουσίας αποτελεί μία αναβίωση των αρχών του ΠΑΣΟΚ με ολίγον ΠΑΚ στα εντός του. Βέβαια, όπως ο Ανδρέας ξήλωσε το ΠΑΚ όταν του δημιούργησε προβλήματα, έτσι και ο Τσίπρας ξήλωσε την βασική ακροαριστερή του πτέρυγα αφήνοντάς την έξω από το κοινοβούλιο, προς το παρόν.
Παρόλα αυτά, θα ήταν αφελές να μην συμπεράνει κανείς ότι ο ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζει να παίζει καλά το αντιελιτιστικό παιχνίδι, αφού έχει την δυνατότητα να αφουγκράζεται έστω και διακηρυχτικά τα βασικά αιτήματα της ελληνικής κοινωνίας. Τοποθετώντας απέναντί του τις μεταπολιτευτικές ελίτ εμφανίζεται ως «ο εκπρόσωπος του λαού», προσπαθώντας να καταστεί ο ίδιος ελίτ με αντιελιτιστικά συνθήματα. Έτσι, αυτό που απομένει στην αντιπολίτευση είναι είτε να κάνει αστική κρτική εκ του καναπέως, είτε να διοργανώνει προβληματικές, μη αυθόρμητες συγκεντρώσεις όπως το «Παραιτηθείτε».
Το πρόβλημα με το «Παραιτηθείτε» δεν είναι ότι κάποιοι μη-αριστεροί κατεβαίνουν στους δρόμους. Το πρόβλημα είναι ότι αποτελεί ένα κακέκτυπο της Αριστεράς διότι δεν εμπερικλείει μέσα του κάποιο ουσιαστικό αίτημα. Και δεν εμπερικλείει μέσα του κάποιο ουσιαστικό αίτημα διότι η λογική που το διέπει δεν είναι κινηματική, από τα κάτω προς τα πάνω, αλλά από τα πάνω προς τα κάτω με τελικό στόχο «οι παλιοί να αναλάβουν ξανά διότι αυτοί δεν ήταν κακοί διαχειριστές». Αντιλαμβάνεστε ότι αυτό δεν απαρτίζει την βασική προκείμενη μέσα από την οποία θα προκύψει κάποιο νέο αφήγημα. Και, όσο και να έχει λοιδωρηθεί η έννοια του αφηγήματος, όταν επιτυγχάνει, σημαίνει ότι εμπεριέχει μέσα του κάποιο λαϊκό αίτημα. Εκτός εάν είναι «αίτημα» η απόλυση δημοσίων υπαλλήλων, η σοβαρότητα των διαχειριστών και η πάταξη του λαϊκισμού.
Φυσικά όλα αυτά δεν μπορεί να τα αντιληφθεί η φερόμενη ως Κεντροδεξιά που χονδροειδώς εδήλωσε πως δεν θα συμμετάσχει στο «Παραιτηθείτε», αλλά επί της ουσίας όλοι γνωρίζουν πως βρίσκεται από πίσω. Και αυτό διότι η μεταπολιτευτική Κεντροδεξιά είναι αμιγώς «αστική» και όχι λαϊκή. Δεν το συλλαμβάνει ο νους της πως κάποιος που πληρώνει ΕΝΦΙΑ και είναι πατριώτης φωνασκεί «Τσίπρας μέχρι να καεί ο ήλιος» και όχι ειρωνικά, αλλά εκδικητικά. Διότι η Κεντροδεξιά αντί να μετεξελιχθεί σε λαϊκή παράταξη, αντιθέτως, γινόταν ολοένα και περισσότερο αστική ώσπου να καταστεί ελιτιστική σε μία περίοδο απέχθειας απέναντι στις ελίτ.
Αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορύν να παράξουν και να μεθερμηνεύσουν τα λαϊκά αιτήματα διότι έχουν ένα βασικό μειονέκτημα: δεν τα έχουν βιώσει. Δεν έχουν βιώσει πώς είναι κάθε χρόνο να έρχεται το μπουγιορντί της εφορίας και να στερείσαι για να το πληρώσεις, εάν μπορέσεις να το πληρώσεις και δεν βρεθείς χρεωμένος στο Δημόσιο με κίνδυνο να χάσεις επί τη κυριολεξία το σπίτι σου. Με άμεσο κίνδυνο από αξιοπρεπής κανονικός άνθρωπος να μετατραπείς σε επαίτη. Για αυτό βγαίνουν με ύφος μεγατόνων και δηλώνουν στα κανάλια με περίσσεια αναίδεια και θράσος ότι όποιος δεν έχει να πληρώσει για το σπίτι του ας το χάσει.
Εν τοις πράγμασι, αυτοί δημιούργησαν το «ταξικό» υπόβαθρο και μίσος για να ανατείλει ο ΣΥΡΙΖΑ και για αυτόν ακριβώς τον λόγο στην ιδεολογική τους φαρέτρα δεν υφίσταται άλλη εξήγηση από την άνοδό του από το ότι «φταίει ο καθυστερημένος Βαλκάνιος λαός που δεν πέρασε Διαφωτισμό». Εξηγήσεις αστείες, ανάστροφα ταξικές που απλά αναπαραγάγουν την αίσθηση της «ταξικής τους ανωτερότητας», αυτοηδονιζόμενοι πως «δεν ανήκουν στην πλέμπα», αλλά «στον ευρωπαϊκό κορμό». Δεν πέφτει έτσι η Αριστερά.