Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ ήταν σαν μια επαναστατική πράξη και, είτε τον αγαπά ή τον μισεί κανείς, το πρώτο του έτος στο γραφείο έχει ξαναγράψει τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού. Αυτός είναι ο λόγος που προκαλεί έκπληξη το πόσο λίγο φαίνεται να έχει μετατοπιστεί η πολιτική σκέψη. Υπάρχουν μερικά μεγάλα μαθήματα που μπορούμε να μάθουμε από το πρώτο έτος της θητείας του Τραμπ. Πολλώ δε μάλλον η εγχώρια Δεξιά που γνωρίζει να μιμείται κυρίως ό,τι εκπορεύεται από την διεθνή Αριστερά.
Πρώτο και κύριο μάθημα που πρέπει να πάρει κανείς είναι ότι ο «ενάρετος» αγώνας, ήτοι το ότι η Δεξιά δεν πρέπει να υποπίπτει στο επίπεδο της Αριστεράς, είναι λανθασμένος. Από την στιγμή που η Αριστερά έχει μάθει τόσα χρόνια να δημιουργεί αφηγήματα λαϊκισμού όπως το «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη», «θα καταργηθούν τα μνημόνια με ένα άρθρο και έναν νόμο» κ.ο.κ., η Δεξιά οφείλει να απαντά όχι απλώς καταδεικνύοντας την ηθική της ανωτερότητα, αλλά με αντιαφηγήματα.
Και φυσικά αντιαφήγημα δεν είναι το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν είναι η πραγματική Αριστερά». Αντιαφήγημα σημαίνει: αυτή είναι η πραγματική Αριστερά, ότι Αριστερά σημαίνει φόροι, λαθρομετανάστες και αφελληνισμός. Ακούγονται σκληρά αυτά; Ακούγονται διότι είναι. Οι ιδεολογικοί αγώνες δεν κτίζονται πάνω στην βάση του ηθικού πλεονεκτήματος και ο Τραμπ το έχει αποδείξει πλειστάκις μέχρι τώρα. Σε μία κοινωνία όπου η Αριστερά έχει φροντίσει η αρετή να μην ανταμείβεται, δεν είναι δυνατόν να περιμένει κανείς οι ενάρετοι άνθρωποι να κτυπούν διά παντός το κεφάλι τους στον τοίχο.
Ένας από τους μεγαλύτερους λόγους για τους οποίους κέρδισε ο Τραμπ τις εκλογές ήταν διότι κυριαρχούσε απόλυτα στις νυχτερινές ειδήσεις διαρκώς. Μερικές φορές ήταν λόγω καλών πραγμάτων που είπε. Άλλες φορές ήταν επειδή σχολίαζε τα νέα με κακό τρόπο. Εν πάση περιπτώσει, θα μπορούσατε να είστε σίγουροι ότι θα ήταν πάντα πρωταγωνιστής της είδησης και ποτέ βαρετός.
Το «ενδιαφέρον» μπορεί να σημαίνει σχολιασμός θεωριών συνωμοσίας, να είναι εξαιρετικά προσβλητικό, να είναι απλή προπαγάνδα, άγριες εικασίες για πράγματα που δεν μπορούν να αποδειχθούν ή απλά τσακωμός με αριστερούς. Ο κόσμος έχει βαρεθεί τους καθωσπρέπει πολιτικούς διότι τα προβλήματά του δεν αντιμετωπίζονται με καθωσπρεπισμούς. Μολύνει και κάνει πιο τοξικό τον δημόσιο διάλογο αυτό; Δυστυχώς ναι. Οι αστικοί τρόποι όμως δεν υφίστανται σε κοινωνίες χωρίς αστική τάξη.
Τελευταίο και σημαντικότερο. Τα ΜΜΕ δεν τα πιστεύει πλέον κανείς. Οι εγχώριοι φερόμενοι ως δεξιοί έφτασαν στο σημείο να συμμαχήσουν με την «εκσυγχρονιστική» Αριστερά και τους πάτρονές της για να ελέγξουν τα ΜΜΕ. Ήταν η πιο λανθασμένη και ανόητη κίνηση που καταδεικνύει πόσο εκτός πραγματικότητας βρίσκεται το πολιτικό προσωπικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκτισε ολόκληρη μάχη με καναλάρχες, πιθανώς γνωρίζοντας εξ’ αρχής ότι θα ηττηθεί, απλά και μόνον για να φανεί ότι συγκρούεται με τα ΜΜΕ την στιγμή που η ΝΔ ταυτιζόταν με επιχειρηματίες.
Ο Τραμπ αντιθέτως, έχοντας δίπλα του ένα από τα μεγαλύτερα στρατηγικά μυαλά που έχει βγάλει ο 21ος αιώνας, τον Στήβεν Μπάνον, φρόντισε ευθύς εξαρχής να τοποθετηθεί απέναντι σε συστημικά κανάλια και εφημερίδες με αποτέλεσμα ο κόσμος να εμπιστευτεί αυτόν και όχι τα «fake news».
Η φερόμενη ως Δεξιά οφείλει να λάβει τα μαθήματα αυτά, αντί να συντάσσεται με το μέρος των ελίτ, διότι οι ελίτ δεν χτίζουν πλειοψηφίες. Οι πλειοψηφίες όμως δημιουργούν νέες ελίτ.