Την δεκαετία του ‘90, επέκεινα της ολοκληρωτικής ήττας του κομμουνιστικού συστήματος, μας δόθηκε η υπόσχεση για έναν κόσμο χωρίς σύνορα. Μόλις δύο δεκαετίες αργότερα η ανάγκη των ανθρώπων για ισχυρότερα σύνορα είναι παραπάνω από εμφανής. Στην ομιλία του στην Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών, ο πρόεδρος Τραμπ ήταν στεντόρειος: «Πρέπει να υποστηρίξουμε τον σεβασμό για την τήρηση του νόμου και τον σεβασμό για την διατήρηση των συνόρων».
Τόσο η αναφορά του Τραμπ στον Βορειοκορεάτη δικτάτορα Κιμ Γιονγκ Ουν ως «Rocket Man», όσο και η απειλή του «να καταστρέψει εντελώς» την χώρα του Κιμ, εξόργισαν τους ανθρώπους που ο Στιβ Μπάνον, στενός σύμβουλος του Αμερικανού προέδρου, ονομάζει «παγκοσμιοποιητές». Και, παραδόξως, αυτή ήταν μία από τις λίγες αναφορές στην ομιλία του που κέρδισαν χειροκροτήματα σε έναν χώρο όπου στεγάζεται το «όραμα» της παγκοσμιοποίησης.
Βέβαια, ο ίδιος ο κόσμος δεν βρίσκεται σε μια χαζοχαρούμενη παγκοσμιοποιημένη διάθεση. Το Brexit επήλθε για να επαναβεβαιώσει την εθνική κυριαρχία, κυρίως πάνω στο φαινόμενο της μετανάστευσης. Η Άνγκελα Μέρκελ επανήλθε ως καγκελάριος την Κυριακή, αλλά το ποσοστό του κόμματός της μειώθηκε, κυρίως επειδή έχασε τον έλεγχο των γερμανικών συνόρων πριν από δύο χρόνια. Και ο ίδιος ο Τραμπ προσκολλάται στην εκλογική υπόσχεσή του να χτίσει ένα τείχος κατά μήκος των συνόρων μεταξύ των ΗΠΑ και του Μεξικού, καθώς και να αποκλείσει από τις Ηνωμένες Πολιτείες τους πολίτες κυρίως μουσουλμανικών χωρών που συνδέονται με την τρομοκρατία.
Ας πάμε, όμως, στις πρόσφατες γερμανικές εκλογές. Η Χριστιανοδημοκρατική Ενωση της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ έζησε τις χειρότερες επιδόσεις της από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η στήριξη των πολιτών προς το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα έπεσε σε συνταρακτικά χαμηλά επίπεδα. Αλλά το ριζοσπαστικό δεξιό κόμμα Alternative for Germany, γνωστό ως AfD, το οποίο ιδρύθηκε μόλις πριν από τέσσερα χρόνια, έγινε το τρίτο μεγαλύτερο κόμμα στο Κοινοβούλιο, κερδίζοντας το 13% των ψήφων. Καθίσταται σαφές ότι συντελείται μία αλλαγή στην γερμανική πολιτική. Η δημοτικότητα της Αριστεράς φθίνει σε ολόκληρη την χώρα, αν και μειώνεται πιο αργά στην ανατολική Γερμανία, ενώ η υποστήριξη του AfD αυξάνεται.
Υπάρχουν πολλοί ψηφοφόροι, ειδικά εκείνοι που βρίσκονται εκτός της παραδοσιακής βάσης του κόμματος του CDU, οι οποίοι θεωρούν πως η απόφαση της Μέρκελ να μην κλείσει τα σύνορα ήταν μια σημαντική ανθρωπιστική κίνηση. Ωστόσο, η πολιτική της για τους πρόσφυγες ενόχλησε πολύ περισσότερους. Και αυτός ο θυμός εκφράστηκε στην Bundestag με την μορφή του AfD. Υπό αυτό το πρίσμα, λοιπόν, το εν λόγω κόμμα είναι τέκνο της Μέρκελ.
Το Εναλλακτικό Κόμμα, βέβαια, κέρδισε υποστήριξη από όλο το μήκος του πολιτικού φάσματος. Έτσι, ενώ 1.070.000 ψηφοφόροι έφυγαν από την Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της Μέρκελ για να ψηφίσουν AfD, σχεδόν άλλοι τόσοι ψηφοφόροι (970.000) εγκατέλειψαν τους Σοσιαλδημοκράτες, τους Πράσινους και το αριστερό κόμμα (έχει τις ρίζες του στο παλαιό κομμουνιστικό καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας) για να στηρίξουν αυτό το κόμμα, το οποίο συνδυάζει την εχθρότητα απέναντι στο ριζοσπαστικό Ισλάμ με την αντίθεσή του προς την μεγαλύτερη κυβέρνηση.
Προς τιμήν της, η Μέρκελ - η μεγάλη συγχωνεύτρια των πολιτικών διαφορών στην Γερμανία - δήλωσε ότι θα εργαστεί για να φέρει πίσω τους ανθρώπους που ψήφισαν AfD το περασμένο Σαββατοκύριακο. Αυτό υποδηλώνει ότι θα μπορούσε - ίσως, λέω - να λάβει την μοναδική ρεαλιστική απόφαση για το μέλλον της Ευρώπης. Τουτέστιν, να σταματήσουμε να προσποιούμαστε ότι οτιδήποτε από το 1/4 έως τα 3/4 του ευρύτερου κοινού σε όλη την Ευρώπη είναι ναζί, φασίστες, ρατσιστές που πρέπει να επαναπρογραμματιστούν, να πολεμηθούν, να καταγγελθούν ή να αγνοηθούν.
Αντ’ αυτού, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι ανησυχίες του κοινού είναι ανησυχίες που πρέπει να αναγνωριστούν και να αντιμετωπιστούν από την πολιτική ελίτ. Τέτοιες αποφάσεις έρχονται πάντοτε σε αντίθεση με τα μεγάλα εκείνα συμφέροντα που χρηματοδοτούν το κόμματα του κατεστημένου. Η αντίθεση στις ελίτ, όμως, και στους ισχυρούς, είναι το χαρακτηριστικό εκείνο που κάνει τους ηγέτες μεγάλους.