Η Επανάσταση του Ντεπαρντιέ

  • Δημοσιεύτηκε: 07 Ιανουάριος 2013

    Όταν ο Γάλλος σοσιαλιστής Πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ ανέλαβε την εξουσία, αμέσως υλοποίησε την δέσμευσή του να αυξήσει την φορολόγηση στο 75% για τους Γάλλους που δηλώνουν περισσότερα από 1 εκατ. ευρώ τον χρόνο. Το καθεστώς τώρα θα κατάσχει 3 από τα 4 ευρώ που οι πιο επιτυχημένοι Γάλλοι δηλώνουν. Το Παρίσι επίσης επέβαλλε φόρο στα ακίνητα αξίας άνω 1,7 εκατ. ευρώ.

    Αυτό ήταν πολύ για τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ, τον διάσημο ηθοποιό και μπον βιβέρ, ο οποίος έχει πρωταγωνιστήσει σε δεκάδες ταινίες σε ρόλους όπως ο Γιάννης Αγιάννης στους «Άθλιους» και ο Σιρανό ντε Μπερζεράκ. Ο Ντεπαρντιέ έβαλε πωλητήριο στο μεγάλο σπίτι του στο Παρίσι, πέρασε τα σύνορα στο βελγικό χωριό Νετσίν, παρέδωσε το γαλλικό του διαβατήριο και απαρνείται την γαλλική του υπηκοότητα. Μία μικρή κοινότητα Γάλλων κατοικεί ήδη στο Νετσίν, μόλις ένα χιλιόμετρο μακρυά από την ακτίνα δράσης της εφορίας του Ολάντ. «Μπορεί ένας άνθρωπος να αγαπάει την χώρα του και να μισεί την κυβέρνησή της;» Ο Ντεπαρντιέ λέει ότι το τελευταίο έτος το 85% του εισοδήματός του πήγε σε φόρους. Στην διάρκεια της 45χρονης καριέρας του, ισχυρίζεται, περίπου 200 εκατ. από το εισόδημά του έχουν πάει σε φόρους της Γαλλικής κυβερνήσεως.

    «Δεν αγαπάω τους πλούσιους», είχε πει ο Ολάντ. Τα αισθήματα είναι αμοιβαία. Ένας γαλλικός ραδιοφωνικός σταθμός ισχυρίζεται ότι 5.000 Γάλλοι πολίτες έχουν φύγει από την χώρα από τότε που ανήλθε στην εξουσία. «Το καθεστώς του Ολάντ έχει σχεδόν προκηρύξει τον Ντεπαρντιέ ως προδότη» γράφει ο Έντουαρντ Κοντ στην εφημερίδα «The Washington Post». Ο Υπουργός Εργασίας Μισέλ Σαπίν τον αποκαλεί «παράδειγμα προσωπικής παρακμής». Η Υπουργός Πολιτισμού Ορελί Φιλιπετί τον κατηγορεί ότι «εγκατέλειψε το πεδίο της μάχης σε έναν πόλεμο ενάντια στην οικονομική κρίση». «Όταν κάποιος αγαπάει την Γαλλία, πρέπει να την υπηρετεί», λέει ο Ολάντ, αποκαλώντας τον Ντεπαρντιέ «κακόμοιρο» και «αντιπατριώτη».

    Η υπόθεση γεννά ερωτήματα για εμάς τους Αμερικανούς. Γιατί η Αμερικανική Επανάσταση ξεκίνησε από φορολογική εξέγερση ενάντια στον Νόμο του Γραμματοσήμου (Stamp Act), τα τελωνεία του Τάουνσεντ και τον Φόρο του Τσαγιού που οδήγησε στο «Πάρτυ του Τσαγιού» στην Βοστόνη. Ο σκοπός αυτών των φόρων ήταν να πληρώσουν οι αποικίες το μερίδιό τους στο κόστος των πολέμων με τους Γάλλους και τους Ινδιάνους, στους οποίους οι Βρετανοί στρατιώτες είχαν εκδιώξει τους αντίπαλους των αποικιών από την Κοιλάδα του Οχάιο. Αλλά όταν οι αγρότες στην Πενσυλβάνια επαναστάτησαν ενάντια σε έναν φόρο στο ουίσκι που θα κάλυπτε το κόστος του πολέμου της Αμερικανικής Επανάστασης, ο Πρόεδρος Ουάσινγκτον έσπευσε με 13.000 πολιτοφύλακες να καταστείλει την φορολογική εξέγερση.

    Αν και η σοσιαλιστική Αριστερά επιτίθεται σκληρά στον Ντεπαρντιέ, αυτός ακολουθεί μία παράδοση της πολιτιστικής Αριστεράς. Όπως γράφει ο Τόμας Άντισον του πρακτορείου ειδήσεων Associated Press, όταν ο ανώτατος φόρος στην Βρετανία ήταν 95% την δεκαετία του 1960, ο Τζορτζ Χάρισον των «Σκαθαριών» έγραψε το τραγούδι «Φοροεισπράκτορας» (Taxman) με τους στίχους: «Ένα για σένα, 19 για εμένα». Το 2005 ο ντράμερ των «Σκαθαριών» Ρίνγκο Σταρ μετανάστευσε στο Μονακό, όπου ο φόρος εισοδήματος είναι μηδέν. Ο Σον Κόνερυ, ο πρώτος «Τζέιμς Μποντ», έφυγε από την Βρετανία την δεκαετία του 1960 για την Ισπανία και τις Μπαχάμες, γράφει ο Άντισον, «ένα άλλο μέρος με μηδενικό φόρο εισοδήματος». Την δεκαετία του 1970, ο διάδοχός του ως «007», ο Ρότζερ Μουρ, επίσης επέλεξε την φορολογική «εξορία» του Μονακό. Εκείνα τα χρόνια με τα φορολογικά κλιμάκια «κατάσχεσης» στην Αγγλία, οι «Rolling Stones» μετακινήθηκαν στην Νότια Γαλλία.

    Τι μας διδάσκουν όλα αυτά; Ότι ο Σοσιαλισμός, η υποχρεωτική αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου από αυτούς που τον παράγουν σε αυτούς που δεν τον παράγουν, τελικώς αναγκάζει τον άνθρωπο να διαλέξει μεταξύ του εαυτού του (και της οικογένειάς του) και της κυβερνήσεώς του. Ο Σοσιαλισμός δημιουργεί και επιτείνει μία σύγκρουση ανάμεσα σε διαφορετικές ταυτότητες. Ένα καθεστώς που παίρνει τα ? του εισοδήματος ενός ανθρώπου είναι αντίπαλο σε ότι προσπαθεί να δημιουργήσει αυτός ο άνθρωπος για τον εαυτό του και την οικογένειά του.

    Ο Μιτ Ρόμνεϊ κατηγορήθηκε επειδή είχε τραπεζικούς λογαριασμούς στις νήσους Καϊμάν, στις Βερμούδες και την Ελβετία. Ωστόσο αναρίθμητες αμερικανικές εταιρίες αφήνουν τα κέρδη τους στο εξωτερικό για να αποφύγουν τους αμερικανικούς φόρους. Οι Καλιφορνέζοι φεύγουν προς την Νεβάδα, το Αϊντάχο και το Κολοράντο για να αποφύγουν τους φόρους της «χρυσής» πολιτείας τους. Είναι προδότες της πολιτείας τους ή κάνουν το σωστό για τις οικογένειές τους, που είναι η πρώτη τους προτεραιότητα;

    Με τους ομοσπονδιακούς φόρους για τους πιο επιτυχημένους Αμερικανούς να σκαρφαλώνουν σήμερα περίπου στο 40%, οι κάτοικοι της Νέας Υόρκης πρέπει επίσης να πληρώσουν επιπλέον 12% για την πολιτεία και την πόλη τους, συν 9% φόρο πωλήσεων στις αγορές τους, συν φόρους μισθοδοσίας για την ιατρική περίθαλψη και την κοινωνική ασφάλεια, συν φόρους ακινήτων, φόρους αυτοκινήτων και φόρους τσιγάρων. Για πολλούς επιτυχημένους Αμερικανούς, περισσότερο από το μισό του εισοδηματός τους πηγαίνει στην κυβέρνηση.

    Και διαβάζοντας το τελευταίο για το 2012 κύριο άρθρο της εφημερίδας «New York Times», αυτές τις ημέρες μπορεί σύντομα να τις θυμόμαστε ως «τον παλιό καλό καιρό». Η εφημερίδα καλεί τον Ομπάμα να εξετάσει την επιβολή δραστικών νέων φόρων για «να μειώσει την ανισότητα στα εισοδήματα». Ανάμεσα στους φόρους που ζητάει είναι: ο τριπλασιασμός του φόρου εισοδήματος στο 40%, πλαφόν στις φοροαπαλλαγές για τα υψηλά εισοδήματα, επαναφορά του φόρου ακινήτων σε επίπεδα «κατάσχεσης», υψηλότερους φόρους ή επιβαρύνσεις στους πολυεκατομμυριούχους και αύξηση των εταιρικών φόρων, που είναι ήδη οι υψηλότεροι στον κόσμο. «Όλα αυτά θα είναι μόνο η αρχή», γράφει η εφημερίδα. Ένας φόρος άνθρακα, ένας φόρος προστιθέμενες αξίας και ένας φόρος χρηματιστηριακών συναλλαγών πρέπει επίσης να εξεταστούν.

    Μπορεί ένας άνθρωπος να αγαπάει την χώρα του και να μισεί την κυβέρνησή της; Φυσικά! Ρωτήστε τον Αλεξάντερ Σολζενίτσιν. Ρωτήστε τους Αμερικανούς πατριώτης του 1776. Αυτός ο αντι-αμερικανικός και εξισωτικός φανατισμός που καλλιεργείται σήμερα, μπορεί κάποια μέρα να υποχρεώσει τους Αμερικανούς να θέσουν πάλι αυτό το ερώτημα.