Είναι συγκινητικό ότι κλείνουμε με την «Ρέα», όπως ακριβώς ξεκινήσαμε - Συνέντευξη του τενόρου Γιάννη Χριστόπουλου

  • Δημοσιεύτηκε: 17 Μάιος 2017
    Η σοπράνο Μαρία Μητσοπούλου και ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος στις πρόβες της «Ρέας».
    Ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος μιλάει με τον Γιώργο Πισσαλίδη για την παράσταση της «Ρέας».
    Ο Σπυρίδων-Φιλίσκος Σαμάρας (1861-1917) ήταν ένας από τους διαπρεπέστερους Έλληνες συνθέτες.

    Με αφορμή την αποχαιρετιστήρια παράσταση του «Θεάτρου Ολύμπια» της 19ης Μαϊου με την «Ρέα» του Σπύρου Σαμάρα, μιλήσαμε με τον τενόρο Γιάννη Χριστόπουλο για το έργο και την συγκίνηση και τον προβληματισμό να εγκαταλείπει η Εθνική Λυρική Σκηνή το παλιό της «σπίτι».

    κ. Χριστόπουλε αυτόν τον καιρό κάνετε πρόβες για μια παράσταση της «Ρέας» του Σπύρου Σαμάρα. Να ξεκινήσουμε με το ποιός είναι ο Σαμάρας και σε τι είναι σημαντικός εν έτει 2017;

    Ο Σαμάρας είναι από τους σημαντικότερους Έλληνες συνθέτες του προηγούμενου αιώνα με μεγάλη καριέρα στην Ιταλία, πάρα πολύ καταξιωμένος εντός και εκτός συνόρων. Αναμφισβήτητα οι διαχρονικοί συνθέτες μας αφορούν και θα μας αφορούν πάντοτε. Δεν υπάρχει ζήτημα γιατί να μας αφορά ο Σαμάρας ή ο Καλομοίρης. Είναι άνθρωποι που έχουν βάλει την σφραγίδα τους στην μουσική πραγματικότητα της χώρας και όποτε ερχόμαστε σε επαφή με το έργο τους γινόμαστε πλουσιότεροι, ερχόμαστε σε επαφή με σπουδαία έργα, ευχαριστιόμαστε πάρα πολύ και έχουμε μεγάλη χαρά οι καλλιτέχνες και πιστεύω και το κοινό, όταν παρουσιάζονται τα έργα του Σαμάρα, του Καλομοίρη, του Λαβάγκρα και όλων αυτών των κορυφαίων συνθετών.

    Πείτε μας λίγο για την «Ρέα» που ανεβαίνει στην Εθνική Λυρική Σκηνή.

    Η «Ρέα» του Σαμάρα γραφτηκε το 1908. Παρουσιάστηκε στην Φλωρεντία της Ιταλίας στις 11 Απριλίου 1908. Είχε εξαιρετική επιτυχία. Αυτό δεν το ξέρουμε από κριτικές γιατί δεν έχουν διασωθεί, αλλά υπάρχουν κάποιες επιστολές του Μασκάνι και του Πουτσίνι προς τον ίδιο τον Σαμάρα, οι οποίοι τον συγχαίρουν για το έργο στο οποίο είχαν παραστεί και τους άρεσε πάρα πολύ.

    Είναι ένα έργο που βασίζεται σε μια παραμυθιακή ιστορία το 1400 μ.Χ στην Χίο, η οποία βρίσκεται υπό Ενετική κατοχή και ιστορεί τον παράνομο έρωτα της Ρέας, συζύγου του Σπίνολα, ο οποίος είναι ο τοπικός διοικητής του νησιού για τον Λυσία, ο οποίος είναι Έλληνας και, ολυμπιονίκης σφυροβόλος. Που έγκειται το παραμυθένιο μέσα στο λιμπρέτο; Στο ότι αποφασίζεται να γίνουν ξανά οι Ολυμπιακοί αγώνες, ως ένας τρόπος να συμφιλιωθούν το Ενετικό στοιχείο με τους Έλληνες και τους Μουσουλμάνους.

    Η Ρέα ερωτεύεται τον Λυσία, παρόλο που είναι παντρεμένη με τον Σπίνολα, η δε Δάφνη, η κόρη της είναι και αυτή σαγηνευμένη από τον Λυσία. Ο Γουάρχης, ο οποίος είναι αξιωματικός του Σπίνολα και έχει και αυτός ένα πόθο για την Ρέα, αντιλαμβάνεται τον παράνομο έρωτα της Ρέας για τον Λυδία, γεγονός το οποίο τον κάνει έξω φρενών.

    Πείθει τον Σπίνολα να παντρέψει την Δάφνη με τον Λυσία. Βλέπουμε ότι ο ρόλος του Γουάρχη έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Ιάγο στον Οθέλλο. Προσπαθεί λοιπόν να στήσει τον γάμο για να καταστρέψει τον έρωτα της Ρέας με τον Λυσία. Δεν γίνεται αυτό πραγματικότητα γιατί ο Λυσίας δεν διαπραγματεύεται τον έρωτα του για την Ρέα, ούτε η Ρέα για αυτόν. Κάποια στιγμή γίνεται η αποκάλυψη μεταξύ των τριών αυτών ατόμων. Ο Σπίνολα δεν μαθαίνει ποτέ ότι η Ρέα είχε ερωτικό πόθο για τον Λσία, απλως όταν γίνεται η αποκάλυψη και έρχονται τα πράγματα σε μία οξύτητα, ο Λυσίας επιτίθεται στον Γουάρχη, ο οποίος τον σκοτώνει και η Ρέα αυτοκτονεί για τον χαμένο της έρωτα.

    Μουσικά που ανήκει η Ρέα;

    Η «Ρέα» είναι ένα έργο εκλεκτιστικό. Έχει Βαγκνερικά στοιχεία, έχει στοιχεία από την Γαλλική μουσική και εισάγει ο Σαμάρας με μεγάλη επιτυχία στοιχεία της Ελληνικής μουσικής.

    Από τα Ιόνια;

    Όχι ακριβώς, ο Σαμάρας στη Ρέα δεν κάνει Επτανησιακή μουσική. Ο Σαμάρας έχει προχωρήσει μουσικώς από αυτό που λέμε επτανησιακή σχολή. Είναι μεταγενέστερος από τον Καρρέρ και η μουσική του γλώσσα αποτυπώνει τις αρχές του 20ου αιώνα. Δεν γράφει με μουσικό ιδίωμα του 19ου αιώνα. Υπάρχει έντονο το τροπικό στοιχείο, ανατολικό κυρίως όμως μόνο τις στιγμές που εμφανίζεται ο Λυσίας. Αντιληπτό σε όλους είναι ότι χρησιμοποιεί το λαίτμοτίφ, την εισαγωγή δηλαδή του θέματος του κάθε ήρωα. Η μουσική γραφή είναι πυκνή και εχει μεγάλη ενορχήστρωση. Είναι μια όπερα μπορώ να πω δυνατή μουσικά και όχι απολύτως εύληπτη. Είναι έργο προχωρημένο μουσικά για την εποχή του. Και νομίζω δεν είναι τυχαίο, ότι από τότε έχει εμφανιστεί πάρα πολλές φορές στην Ελλάδα. Έχει αγαπηθεί πάρα πολύ και είναι από τα πιο γνωστά έργα του Σαμάρα.

    Πως παρουσιάζεται η «Ρέα» αυτήν την στιγμή στο «Ολύμπια»;

    Παρουσιάζεται με αφορμή την αποχαιρετιστήρια παράσταση που θα κάνει η Λυρική Σκηνή στο Θέατρο Ολύμπια, όπου στεγαζόταν από το 1944.

    Νομίζω ότι ήταν και το πρώτο έργο το οποίο ανέβηκε από την Εθνική Λυρική Σκηνή.

    Ακριβώς. Η «Ρέα» του Σαμάρα ήταν η πρώτη παράσταση που άνοιξε το Θέατρο Ολύμπια. Να πούμε για εκείνη την παράσταση ότι ο πρώτος γενικός διευθυντής της Λυρικής Σκηνής ήταν ο Μανώλης Καλομοίρης και αυτός επέλεξε να παιχθεί η «Ρέα» ως το εναρκτήριο έργο του Θεάτρου Ολύμπια. Την ορχήστρα τότε είχε διευθύνει ο Αντίοχος Ευαγγελάτος, πατέρας του Σπύρου Ευαγγελάτου. Πρωταγωνιστές ήταν η Μιρέϊγ Φλερύ, ο Νίκος Γλυνός και ο Τίτος Ξηρέλλης. Είναι πολύ συγκινητικό ότι θα κλείσουμε όπως ξεκινήσαμε.

    Πως νοιώθετε που πάτε σε άλλο «σπίτι»;

    Είναι ανάμεικτα τα συναισθήματα. Όταν φεύγεις από ένα χώρο που έχεις ζήσει 25 χρόνια είναι σαν να αποχαιρετάς το πατρικό σου σπίτι. Από την άλλη κατανοώ ότι οι ανάγκες των εποχών αλλάζουν. Το κτίριο που έχει κτιστεί με την δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος έχει πολλές ανέσεις, είναι πολύ σύγχρονο, αλλά δεν σας κρύβω ότι η εγκατάλειψη του θεάτρου Ολύμπια αφήνει μια πικρή γεύση. Και αυτό γιατί είναι ένα κτίριο στο κέντρο της Αθήνας με μεγάλη ιστορία, έχει ταυτιστεί με την Λυρική Σκηνή, κάτι που δεν ξέρω αν θα καταφέρει να γίνει με το θέατρο που έγινε με την δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Αυτό είναι ένα στοίχημα και δεν ξέρω αν θα πετύχει και με δεδομένη την συγκεκριμένη οικονομική συγκυρία, αυτή το κάνει ακόμα πιο δύσκολο. Αλλά από την άλλη, δεν είναι μια απόφαση που λήφθηκε από εμάς, πάρθηκε από πολιτικά πρόσωπα το 2008. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι άλλο και συνεχίζεις να ζεις με προϋποθέσεις που έχουν θέσει άλλοι.

    Μιλήστε μας για την συγκεκριμένη παράσταση που θα δούμε στις 19 Μαΐου 2017.

    Αυτή η παράσταση είναι σε μορφή κονσέρτου, ημισκηνοθετημένη από τον Νίκο Διαμαντή. Θα διευθύνει ο Βύρων Φιδετζής. Τον ρόλο της Ρέας θα κάνει η Τζούλια Σουγκλάκου, τον Γουάρχη ο Κύρος Παρτσαλίδης, τον Σπίνολα ο Δημήτρης Κασιούμης, την Δάφνη η Μαρία Μητσοπούλου και τον ναύτη ο Νίκος Στεφάνου. Εγώ κάνω τον Λυσία.

    Επειδή από ότι έχω μάθει τα εισιτήρια είναι ήδη εξαντλημένα, θα είναι συγκινησιακά μια πολύ φορτισμένη βραδιά. Φρονώ ότι όλοι μας εκ του γεγονότος ότι αυτή θα είναι τελευταία παράστασης θα δώσουμε τον καλύτερο εαυτό μας για να αποχαιρετήσουμε την Λυρική μας και όλους αυτούς που έχουν περάσει από εκεί.

    Η «Ρέα» έχει παιχθεί μόνο συναυλιακά τελευταία.

    Δεν ξέρω πόσες φορές έχει ανέβει στην Ελλάδα από το 1908 που πρωτοανέβηκε. Αυτή είναι η τρίτη φορά που θυμάμαι να ανεβαίνει. Η πρώτη ήταν σε παραγωγή Εθνικής Λυρικής Σκηνής και ήταν σκηνοθετημένη με έναν ιδιάζοντα τρόπο σε σκηνοθεσία του Πολατώφ. Ήταν ένα χοροθέαμα περισσότερο. Παρόλο που είχε τραγουδιστές με κοστούμια, δεν υπήρχε δράση από αυτούς και όλη η δράση εκφραζόταν μέσω των χορευτών. Το 2004 σε παράσταση του Φεστιβάλ Αθηνών, όπου εκεί είχα τραγουδήσει και είχα κάνει τον ναύτη ήταν σε μορφή κονσέρτου και αυτή την φορά πάλι σε κονσερτάντε. Εγώ δεν το έχω δει σκηνοθετημένο ως κανονική όπερα και δεν ξέρω τι ήταν αυτό που έκρινε αυτές τις επιλογές να γίνουν έτσι.

    Φαντάζομαι ότι στο Ηρώδειο αν ήταν επιλογή της Ορχήστρας της ΕΡΤ, είναι λογικό να μην έχει σκηνοθεσία. Απλώς η «Ρέα» του 2004 είχε γίνει λόγω Ολυμπιακών Αγώνων, επειδή η εισαγωγή του έργου είναι ο «Ολυμπιακός Ύμνος». Για αυτό επελέχθη τότε και έγινε λόγω σχέσης Ολυμπιακών Αγώνων 2004 με την όπερα αυτή.

    Μιας και έχετε παίξει σε πολλά έργα συνθετών της Επτανησιακής ή της Εθνικής Σχολής πιστεύετε ότι έχουν την αναγνώριση που τους αξίζει στην χώρα μας;

    Όχι. Δεν είναι μόνο θέμα Επτανησιακής Σχολής ή Εθνικής Σχολής. Εδώ δεν έχει αναγνώριση η ίδια η όπερα. Πολλές φορές γίνεται αναφορά με ένα τρόπο καταναγκαστικό, επειδή πρέπει να γίνεται και όχι επειδή πραγματικά το αξίζει. Το ευρύ κοινό, αλλά και η αυτοαποκαλούμενη «πνευματική ηγεσία» του τόπου δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με το μελόδραμα. Έχουν γίνει κάποια βήματα προς την διεύρυνση του κοινού, αυτό δεν μπορούμε να το αγνοήσουμε, αλλά γίνεται με ένα τρόπο λίγο επιφανειακό. Τι εννοώ; Πολλές φορές ευτελίζεται το αντικείμενο καθώς αντιμετωπίζεται μόνο ως θέαμα. Για να προσελκύσουμε τον κόσμο, πιστεύοντας ότι αυτός είναι ο τρόπος. Είναι η σύγχρονη προσέγγιση. Ένα άλλο στοιχείο που κατά την άποψη μου είναι όλα τα χάπενινγκ που γίνονται εν είδη μουσικού μπουφέ.

    Η όπερα, το θέατρο είναι μορφές τέχνης, οι οποίες έχουν καθολική πρόταση με αρχή, μέση και τέλος. Όταν τεμαχίζονται και παρουσιάζονται παντού με σκοπό τον εντυπωσιασμό για να «τραβήξουμε» το κοινό, δεν δημιουργείται σχέση, απλώς δίνεται μια ψευδαίσθηση στον αδαή ότι κατάλαβε τι έχει δει. Δεν έχει καταλάβει τι έχει δει, απλώς του έχουμε γαργαλίσει τα αυτιά και τα μάτια με κάτι επιφανειακό, με κάτι το οποίο φαίνεται ευχάριστο. Ενώ δεν ξέρει τι έχει δει γιατί αυτό που είδε δεν είναι όπερα. Υπάρχει και ένα πρόβλημα, το οποίο έχει να κάνει με όλη την κατάσταση της εποχής μας. Υπάρχει πληροφορία και όχι γνώση, έχουμε τεράστια πληροφορία, ξέρουμε τα πάντα αλλά δεν ξέρουμε τίποτα βαθιά.

    Έτσι και η σχέση μας με αυτό το αντικείμενο (όπερα) είναι επιφανειακή. Πάμε σε μια παράσταση, δεν έχουμε ασχοληθεί τι θα δούμε πέφτουμε και σε μια καταναγκαστική μοντέρνα σκηνοθεσία - γιατί για να είναι καλή μια σκηνοθεσία για τους κριτικούς μας πρέπει να είναι μοντέρνα να είναι «πρόταση» όπως βλακωδώς υποστηρίζουν οι άσχετοι - δεν καταλαβαίνουμε τι βλέπουμε και χανόμαστε στην μυωπική αντίληψη ανθρώπων που δεν ξέρουν και θέλουν να κάνουν και τους κήνσορες. Έτσι δεν επιτυγχάνεται αυτό που λέμε ουσιαστική σχέση. Αντιθέτως ο θεατής υποχρεώνεται σε μια επιφανειακή προσέγγιση. Στο τέλος οι περισσότεροι δεν γεύονται την πραγματική αξία της όπερας, δεν γοητεύονται και όσοι συνεχίσουν να έρχονται ενδεχομένως να το βλέπουν ως υποχρέωση για να μπορούν να καταξιωθούν στο περιβάλλον τους λέγοντας: «Πήγα στην όπερα και είδα Μπατερφλάυ».

    Υπό αυτήν την έννοια φρονώ ότι είναι σημαντικό να στοχεύσουμε στη συνειδητή επαφή του ευρέος κοινού με οποιοδήποτε πολιτιστικό γεγονός. Μόνο έτσι θα υπάρξει μέλλον για όλους μας.


    Η συνέντευξη δόθηκε στον Γιώργο Πισσαλίδη και δημοσιεύθηκε στον ιστότοπο Avalon of the Arts.