Την 1η Απριλίου τιμάται η επέτειος του ξεσηκωμού του Κυπριακού Ελληνισμού εναντίον των Άγγλων κατακτητών, το 1955. Υπό την ηγεσία του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα–Διγενή, η νεολαία της Κύπρου βάδισε πάνω «στον πανάρχαιο εκείνο δρόμο, που περπάτησαν οι πρόγονοί της πάππου προς πάππον, κι όπου τα σπασμένα ξύλα μεσοστρατίς και τ’ αγάλματα και το αίμα κι η καρδιά της, έδειχναν καθαρά την καταγωγή της».
Ο Ελληνισμός της μεγαλονήσου πίστεψε τότε ότι ήρθε η στιγμή να δώσει το δικό του «παρών» στην ελληνική ιστορία, με ένα και μοναδικό πρόταγμα: την απελευθέρωση της ιδιαίτερης πατρίδας του και την Ένωση με τη μητέρα πατρίδα. Η απαράμιλλη γενναιότητα, οι θυσίες και η αυταπάρνηση των Ελλήνων της Κύπρου, δυστυχώς, δεν δικαιώθηκαν, αφού οι συνθήκες Ζυρίχης και Λονδίνου, με τις ραδιουργίες των Άγγλων, έγιναν αιτία αφενός να διατηρηθούν αγγλικά στρατεύματα στο νησί, έστω και ως «εγγυήτρια δύναμη», και αφετέρου να αναδειχθεί ο τουρκικός παράγοντας ως ρυθμιστής των εξελίξεων και ως ισότιμος συνομιλητής.
Παρά ταύτα και παρά τις συχνά λανθασμένες πρακτικές της Αθήνας, που κάποια στιγμή οδήγησαν στην κατοχή του βορείου τμήματος του νησιού από την Τουρκία, επί σειρά ετών η Ελλάδα δεν έπαψε να ενεργεί ως ένα εθνικό κέντρο, ασκώντας μία εθνική πολιτική επί του Κυπριακού, προσαρμοσμένη συνήθως στις πιέσεις του «διεθνούς παράγοντα». Η έλλειψη, δυστυχώς, πολιτικών ηγεσιών στον ελλαδικό χώρο με αξιοπιστία και κύρος στη διεθνή κοινότητα, ιδιαιτέρως τις τελευταίες δεκαετίες, είχε ως αποτέλεσμα η Κύπρος να νοιώθει όλο και περισσότερο μόνη στην αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων, που συχνά περνούσαν από την αμφισβήτηση της ίδιας της οντότητας της κυπριακής δημοκρατίας, στην εξοργιστική παραβίαση της εθνικής της κυριαρχίας, η οποία έμενε μάλιστα αναπάντητη.
Και ενώ τα τελευταία χρόνια δόθηκε η εντύπωση ότι κάτι άλλαζε αργά και μεθοδικά, με τις τριμερείς συναντήσεις και συνεργασία Ελλάδος–Κύπρου– Αιγύπτου, αλλά και με την προσέγγιση με το Ισραήλ, ήρθαν στην δημοσιότητα οι εκμυστηρεύσεις (στην εφημερίδα «Εστία») του απελθόντος προέδρου της Κύπρου Νίκου Αναστασιάδη, περί του ρόλου του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, επί του Κυπριακού, που στην κυριολεξία διέλυσαν οποιαδήποτε αισιοδοξία περί κοινής πλεύσης Ελλάδος και Κύπρου. Όσο και αν μερικοί υποπτεύονταν κάποια πράγματα, είναι σίγουρα συγκλονιστικό το να ακούει κανείς ότι «η Κύπρος δεν είναι στις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής» της Ελλάδος ή ότι η Ελλάδα «επιθυμεί την διακοπή του γεωτρητικού προγράμματος της Κύπρου, προκειμένου να ξαναρχίσει ο ελληνοτουρκικός διάλογος» αλλά και την «παράκαμψη της Κύπρου από την κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου από την Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη»!
Και ενώ από πλευράς πρωθυπουργικού περιβάλλοντος τηρείται «σιγή ιχθύος», που επιβεβαιώνει δυστυχώς τα λεχθέντα του κ. Αναστασιάδη, συνειδητοποιούμε με ιδιαίτερη αγωνία ότι όλα δείχνουν πως η Κύπρος αφήνεται για άλλη μία φορά μόνη της στο να τα βγάλει πέρα με το ανήμερο θεριό της Τουρκίας. Αν μάλιστα ακούσει κάποιος και τις δηλώσεις της σημερινής κυπριακής κυβέρνησης, ότι η Κύπρος δεν είναι υποχρεωμένη να υποστηρίξει την Ελλάδα στην ψηφοφορία για την εκλογή της ως προσωρινό μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας στον ΟΗΕ, όπως συμφώνησε πρόσφατα η κυβέρνηση με την Τουρκία, τότε τα πράγματα δείχνουν ακόμη πιο άσχημα!
Για πρώτη φορά, δηλαδή, αποτυπώνεται σε επίπεδο κυβερνητικών δηλώσεων ένα βαθύ ρήγμα στις σχέσεις Ελλάδος και Κύπρου, κάτι που φαινόταν πως υπέβοσκε το τελευταίο διάστημα. Είναι προφανές ότι οι ευθύνες της Ελλάδος είναι μεγάλες και πρέπει άμεσα να ληφθούν μέτρα προκειμένου αυτό το ρήγμα να μην διευρυνθεί σε σημείο που δεν θα υπάρξει γυρισμός.