Στην δεκαετία του '60, η Οριάνα Φαλάτσι ήταν μία «γενναία» γυναίκα, αριστερίστρια και φεμινίστρια. Οι εικονοκλαστικές συνεντεύξεις της εγκωμιάσθηκαν από τις τάξεις των φλύαρων με την ανάδειξη του εκφραστικού της ύφους ως την τελευταία λέξη του μεταμοντερνισμού - επαινέθηκε δε για τον τρόπο δημοσιογραφίας της αντίστοιχα με την Σούζαν Σόνταγκ για την μυθιστοριογραφία της. Αλλά η εξέλιξή τους δεν ήταν ίδια, λαμβανομένου υπ' όψιν πως η τελευταία έφτασε να γίνει απολογήτρια της Τζιχάντ και πέθανε ξεπεσμένη και παρηκμασμένη, ενώ τα χρόνια που πέρασαν έφεραν στην Φαλάτσι σοφία και πραγματική τόλμη. Πέθανε την 14η Σεπτεμβρίου 2006 ως μία σπουδαία υπερασπίστρια της κουλτούρας και του πολιτισμού μας, απέναντι στην βίαιη εφόρμηση της έξωθεν βαρβαρότητας και της εκ των έσω προδοσίας.
Για περίπου 20 χρόνια ξεκινώντας στις αρχές της δεκαετίας του '60, η Φαλάτσι ήταν διάσημη για τους μεγάλους και ισχυρούς πολιτικούς της εποχής από τους οποίους πήρε συνέντευξη, περιλαμβανομένων του Ντεγκ Ξιάο Πίνγκ και του Χένρυ Κίσινγκερ, ο οποίος αργότερα έγραψε πως η συνέντευξη του 1972 μαζί της ήταν «η μοναδική τόσο καταστροφική συζήτηση που είχα ποτέ με οποιονδήποτε εκπρόσωπο του Τύπου». Κατά τη δική του παραδοχή, κολακεύτηκε από την πρόταση για συνέντευξη υποθέτοντας πως έτσι θα μετείχε στο «δημοσιογραφικό πάνθεον» της Φαλάτσι, μα κατάλαβε πολύ αργά ότι επρόκειτο περισσότερο για συλλογή από τα σκαλπ των συνεντευξιαζομένων. Η μεθοδολογία της στην συνέντευξη σκοπίμως προκαλούσε ανησυχία: «προσέγγιζε τον κάθε συνεντευξιαζόμενο με μελετημένη επιθετικότητα, τρόπος που συχνά έγνεφε προς τους Ευρωπαίους υπαρξιστές και επεδείκνυε μία μαιανδρική, πανούργα εξυπνάδα».
Το κάποτε διάσημο ρεπορτάζ της Φαλάτσι δεν ωρίμασε σωστά, και αποκλειστικά λόγω της δύναμης αυτού ο θάνατός της θα είχε προσελκύσει λιγοστή προσοχή. Μα ύστερα από το κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, στάθηκε κριτικά έναντι του μουσουλμανικού φονταμενταλισμού και ευθαρσώς αντίπαλος της μουσουλμανικής μετανάστευσης στη Ευρώπη. Το βιβλίο της «Η Οργή και η Υπερηφάνεια» - μία προκλητική επιφυλλίδα αρχικώς εκδοθείσα από την εφημερίδα Corriere della Sera - προκάλεσε αίσθηση. Ενώ αμέτρητοι διανοούμενοι και δημοσιολόγοι από τις δεκαετίες του '60 και '70 κλήθηκαν εξ αιτίας του κτυπήματος της 11/9 να εξηγήσουν στις μάζες την ανεκτική και ειρηνική φύση του «πραγματικού Ισλάμ», η Φαλάτσι κατάλαβε τι πραγματικά συνέβαινε. «Οπωσδήποτε δεν είναι η μουσική ροκ εν ρολ που οι τζιχαντιστές μισούν», έγραφε, «ούτε τα συνηθισμένα στερεότυπα όπως οι τσιχλόφουσκες, τα χάμπουργκερ, το Μπρόντγουαιη ή το Χόλλυγουντ». Μαθημένοι όπως οι δυτικοί να είναι εξαπατημένοι, τυφλοί από μυωπία, θα έπρεπε καλύτερα να καταλάβουν πως ένας πόλεμος θρησκειών είναι σε εξέλιξη.
«Ένας πόλεμος που τον αποκαλούν Τζιχάντ. Ιερός Πόλεμος. Ένας πόλεμος που μάλλον δεν επιδιώκει την κατάκτηση των εδαφών μας, αλλά οπωσδήποτε επιδιώκει την κατάκτηση των ψυχών μας. Που επιδιώκει την εξάλειψη της ελευθερίας μας και του πολιτισμού μας. Που επιδιώκει τον αφανισμό του δικού μας τρόπου ζωής και θανάτου, του δικού μας τρόπου προσευχής ή όχι, του δικού μας τρόπου φαγητού και ένδυσης και διασκέδασης και ενημέρωσής μας. Δεν καταλαβαίνετε, δεν θέλετε να καταλάβετε ότι αν δεν τους αντιταχθούμε, αν δεν υπερασπισθούμε τις ζωές μας, αν δεν παλέψουμε, η Τζιχάντ θα νικήσει. Και τότε θα καταστρέψει τον κόσμο που, καλώς ή κακώς κατορθώσαμε να κτίσουμε, να αλλάξουμε, να βελτιώσουμε, να ερμηνεύσουμε με έναν τρόπο λίγο πιο έξυπνο, που -πρέπει να το πούμε- είναι λιγότερο μισαλλόδοξος ή ακόμα και καθόλου μισαλλόδοξος. Και έτσι θα καταστρέψει την κουλτούρα μας, την τέχνη μας, την επιστήμη μας, την ηθική μας τάξη, τις αξίες μας, τις επιθυμίες μας».
Η Φαλάτσι δεν έχει ενδοιασμούς όταν πρέπει να συγκρίνει αυτά που έχουμε με την δική τους κουλτούρα, τέχνη, επιστήμη, για μην αναφερθούμε καθόλου στην ηθική τους τάξη, τις αξίες και επιθυμίες τους. Περιφρονεί όσους αποφεύγουν την αλήθεια σχετικά με τους δυο πολιτισμούς ως ανθρωπάρια, δειλούς ή απλώς μαζοχιστές:
«Με ενοχλεί ακόμα και να μιλήσω για «δύο από αυτούς», να τους βάλω στο ίδιο επίπεδο σαν να ήσαν δύο παράλληλες πραγματικότητες ίδιου βάρους και μέτρου. Διότι πίσω από τον πολιτισμό μας έχουμε τον Όμηρο, τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Φειδία, για όνομα του Θεού! Έχουμε την αρχαία Ελλάδα με τον Παρθενώνα της και την ανακάλυψή της, την Δημοκρατία. Έχουμε την αρχαία Ρώμη με το μεγαλείο της τους νόμους της και την αντίληψή της για το Δίκαιο. Τα γλυπτά της, τη φιλολογία της, την αρχιτεκτονική της. Τα κτίριά της, τα αμφιθέατρά της, τα υδραγωγεία, τις γέφυρες και τις οδούς της. Έχουμε έναν επαναστάτη, εκείνον τον Χριστό, ο οποίος πέθανε στον Σταυρό, που μας δίδαξε (πολύ κακώς αν δεν το μάθαμε) την αντίληψη της αγάπης και της δικαιοσύνης».
Ναι, γνωρίζω -η παλιά αγνωστικίστρια συνέχισε- υπάρχει επίσης μία Εκκλησία που μας έδωσε την Ιερά Εξέταση, τα βασανιστήρια και την πυρπόληση στον πάσσαλο. Μα η Φαλάτσι που έγινε δεκτή σε ακρόαση από τον Πάπα Βενέδικτο ΙΣΤ' πέρυσι, αναγνώριζε την συμβολή του Χριστιανισμού στην Ιστορία της ευρωπαϊκής σκέψης, «την έμπνευση που έδωσε στον Λεονάρντο Ντα Βίντσι, τον Μιχαήλ Άγγελο και τον Ραφαήλ, στην μουσική του Μπαχ, του Μότσαρτ και του Μπετόβεν, στον Ροσσίνι και Δονιζέτι και Βέρντι, και στην επιστήμη που θεραπεύει ασθένειες και έχει ανακαλύψει το τραίνο, το αυτοκίνητο, το αεροπλάνο, τα διαστημόπλοια και άλλαξε την όψη του πλανήτη με τον ηλεκτρισμό, το ραδιόφωνο και το τηλέφωνο».
Προσέφερε αποφασιστική και ανένδοτη απάντηση «στην θανάσιμη ερώτηση» σχετικώς με το τι βρίσκεται πίσω από την μουσουλμανική κουλτούρα: «Μπορούμε να βρούμε μόνον τον Μωάμεθ με το Κοράνι του και τον Αβερρόη με τις σχολαστικιστικές αξίες του, τα από δεύτερο χέρι σχόλιά του στον Αριστοτέλη, όλα αρκετά πολύτιμα αλλά πραγματικά δεύτερης γραμμής υλικό, ειλικρινά». Λοιπόν, εντάξει, μαθηματικά και αριθμοί. Ακόμα και σε αυτό η Φαλάτσι επισημαίνει, πως είναι πολύ λιγότερα από όσα νομίζουμε. Αντίθετα από τους δημιουργούς του μύθου περί Ισλαμικού Χρυσού Αιώνα, κατάλαβε πως η Μουσουλμανική Αυτοκρατορία απλώς κληρονόμησε την γνώση και τις δεξιότητες της αρχαίας Μέσης Ανατολής, της Ελλάδος και της Περσίας, και προσέθεσε σε αυτές ελάχιστες καινοτομίες.
Το ενδιαφέρον της Οριάνας Φαλάτσι στο θέμα του Ισλάμ ίσως εντοπίζεται στην διάσημη συνέντευξή της τον Οκτώβριο του 1979 με τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, λίγο μετά την πτώση του Σάχη, όταν έβγαλε το τσαντόρ της εν μέσω της διαδικασίας. Οι πολιτικές και κοινωνικές απόψεις του Χομεϊνί ήσαν ελαχίστως αποκαλυπτικές γι' αυτήν, αλλά τα φευγαλέα σχόλιά του για την Δυτική μουσική την σόκαραν βαθιά. Ο γέροντας δήλωσε ξερά πως η δυτική μουσική «θολώνει τον νου διότι συνδυάζει την ευχαρίστηση με την έκσταση, όπως και τα ναρκωτικά», αντί να εξυψώνει το πνεύμα όπως θα έπρεπε. «Ακόμα και η μουσική του Μπαχ, του Μπετόβεν, του Βέρντι;» ρώτησε η Φαλάτσι, στην οποία ο Χομεϊνί απάντησε κοφτά «δεν γνωρίζω αυτά τα ονόματα». Διευκρίνισε πως αν η Δυτική μουσική δεν θόλωνε τον νου δεν θα απαγορευόταν: «Κάποιες από τις μουσικές σας επιτρέπονται. Για παράδειγμα, εμβατήρια και ύμνοι για βηματισμό. Ναι, τα εμβατήριά σας επιτρέπονται».
Για μια στιγμή ήταν ειλικρινά τρομοκρατημένη. Όπως είπε στην εφημερίδα New Yorker νωρίτερα αυτόν τον χρόνο, «είναι γνωστό πως ξόδεψα την ζωή μου στον αγώνα για την ελευθερία, και η ελευθερία περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής πίστης. Όμως στον αγώνα για ελευθερία δεν περιλαμβάνεται η προσχώρηση σε μια θρησκεία, όπως η μουσουλμανική, που επιδιώκει την εξάλειψη άλλων θρησκειών. Εκείνο το οποίο επιθυμεί να επιβάλει ο «Αγών του», το Κοράνι του, σε ολόκληρο τον πλανήτη. Εκείνο που έχει κάνει για χίλια τετρακόσια χρόνια. Εκείνο που είναι από την γένεσή του. Εκείνο που αντίθετα με τις άλλες θρησκείες, σφαγιάζει και καρατομεί ή σκλαβώνει όλους εκείνους που ζουν διαφορετικά».
Ως δαιμόνια αναλύτρια των διεθνών θεμάτων, στα χρόνια της ωριμότητας της η Φαλάτσι ήξερε πως το ισλαμικό «τζίνι» απελευθερωμένο από τις Η.Π.Α, χάριν της «εξαιρετικής ιδέας» του δρ. Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι να υποστηρίζει τον Οσάμα Μπιν Λάντεν και την φάρα του στο Αφγανιστάν το 1979, ήλθε να λημεριάσει στα μέρη μας όπως ένα μπούμερανγκ. Θυμήθηκε τα πλάνα των επιθέσεων Μουτζαχεντίν εναντίον Σοβιετικών θέσεων: «Θυμάστε εκείνους τους γενειοφόρους άνδρες με τα μακριά φορέματα και τα τουρμπάνια, πριν αρχίσουν να πυροδοτούν τους όλμους, κραύγαζαν «Αλλάχ ακμπάρ! Θεός είναι μεγάλος!» Εγώ τους θυμάμαι πολύ καλά. Ανατρίχιαζα ακούγοντας την λέξη «Αλλάχ» να ζευγαρώνει με τον κρότο του όλμου. Λοιπόν, οι Ρώσοι εγκατέλειψαν το Αφγανιστάν και από το Αφγανιστάν οι γενειοφόροι έφτασαν στην Ν.Υόρκη με δεκαεννέα καμικάζι».
Αλλά αντίθετα με την αγαπημένη της Νέα Υόρκη, οι ευρωπαϊκές πόλεις θα ενδώσουν, φοβόταν, εξ αιτίας της μουσουλμανικής δημογραφικής βιαίας εισβολής στον Παλαιό Κόσμο, μία εισβολή χωρίς όμοιά της στην ανθρώπινη ιστορία. Αυτό ήταν το θέμα-κλειδί της συνέχειας του best seller «Η Οργή και η Υπερηφάνεια», το οποίο δημοσιεύθηκε τον προηγούμενο χρόνο, «Η δύναμη της Λογικής» ήταν άλλο ένα ξέφρενο εγερτήριο κάλεσμα. Έκανε όμως την Φαλάτσι αντικείμενο διώξεων διαφόρων κατηγοριών «εγκλημάτων μίσους», εγείροντας αγωγές εναντίον της στην χώρα καταγωγής της, όπου ένα Δικαστήριο στο Μπέργκαμο της άσκησε δίωξη για «δυσφήμιση του Ισλάμ». Τους τελευταίους της μήνες, έπεσε σε βαθιά απαισιοδοξία, θρηνώντας για την παρακμή της Ευρώπης η οποία αρνείται να αντιμετωπίσει «την αντίστροφη σταυροφορία» από τους «υιούς του Αλλάχ».
«Η Ευρώπη είναι ήδη Ευραραβία», δήλωσε πέρυσι, «μία αποικία του Ισλάμ, όπου η ισλαμική εισβολή δεν προχώρησε μόνον υπό την φυσική έννοια, αλλά επίσης και υπό την πνευματική και πολιτισμική έννοια. Αυτό που πραγματικά συνέβη», έγραψε τέσσερα χρόνια νωρίτερα, «δεν ήταν μόνον μετανάστευση, ήταν περισσότερο μία εισβολή καθοδηγούμενη υπό το έμβλημα της μυστικότητας-μία μυστικότητα η οποία ενοχλεί διότι δεν είναι πράα και οδυνηρή (για τους μετανάστες), αλλά αλαζονική και προστατευόμενη από τον κυνισμό των πολιτικών οι οποίοι κλείνουν το ένα μάτι τους ή και τα δύο». Το επίπεδο ανεκτικότητας ξεπεράστηκε δεκαπέντε ή είκοσι χρόνια πριν, «όταν η Αριστερά επέτρεψε στους Μουσουλμάνους να αποβιβασθούν στις ακτές μας κατά χιλιάδες». Η δουλοπρέπεια έναντι των εισβολέων δηλητηρίασε την δημοκρατία, υπονόμευσε την ελευθερία της σκέψης και την αντίληψη για αυτήν καθ' εαυτή την ελευθερία.
Τα απτά αποτελέσματα είναι τόσο ολέθρια όσο και τα ηθικά και πνευματικά τέτοια. Στην Βενετία οι εισβολείς ανέλαβαν τον έλεγχο της Πλατείας Σαν Μάρκο. Στην Γένοβα τα υπέροχα κτίρια που ο Ρούμπενς θαύμασε τόσο «έχουν βρει πρόωρο θάνατο, σαν γυναίκες που έχουν βιασθεί». Στην γενέθλια πόλη της την Φλωρεντία, μία τεράστια σκηνή τοποθετήθηκε δίπλα στον καθεδρικό Ναό για να πιέσει την ιταλική κυβέρνηση να τους δώσει «τα απαραίτητα έγγραφα για να περιπλανώνται ασκόπως στην Ευρώπη και για να τους επιτραπεί να φέρουν τις ορδές των συγγενών τους στην Ιταλία».
«Ένα τσαντίρι τοποθετήθηκε δίπλα στο υπέροχο κτίριο του Αρχιεπισκόπου, πλάι του οποίου φυλάνε τα υποδήματα ή τα σανδάλια τους τα οποία παρατάσσουν έξω από τα τζαμιά στις χώρες τους. Και μαζί με τα υποδήματά τους ή σανδάλια τους τα μπουκάλια με το νερό που χρησιμοποιούν για να πλένουν τα πόδια τους πριν την προσευχή. Ένα τσαντίρι τοποθετήθηκε εμπρός από τον Καθεδρικό Ναό με τον τρούλο του Μπρουνελλέσι και πλάι στο Βαπτιστήριο με τις χρυσές πόρτες του Γκίμπερτιλ. Χάρη σε ένα κασετόφωνο, η ανέγγιχτη οιμωγή του μουεζίνη ακριβώς στην ώρα της, προτρέπει τους πιστούς να ξεκουφάνουν τους απίστους, και πνίγει τους ήχους του καμπαναριού της εκκλησιάς. Μαζί με τις κίτρινες ρίγες από τα ούρα, η δυσοσμία των κοπράνων μπλοκάρουν την πόρτα του Σαν Σαλβατόρε του Βέσκοβο: Αυτή η εξαίσια Ρωμανική εκκλησία (1000 μ.Χ) μετατράπηκε σε απόπατο».
Φυσικά προκάλεσε αμέτρητες κραυγές οργής από τη μία άκρη του Ατλαντικού στην άλλη, μεταξύ των εκφυλισμένων, των δειλών, των μαζοχιστών, τρελών και καθαρμάτων. Ο Κρίστοφερ Χίτσενς ο οποίος είναι όλα τα παραπάνω, περιέγραψε την δουλειά της Φαλάτσι ως «ένα σύντομο αλφαβητάρι για το πώς να μην γράφετε για το Ισλάμ». Τώρα όλοι αυτοί μπορούν να χαλαρώσουν και να γράψουν μοχθηρές νεκρολογίες για αυτήν την αμφιλεγόμενη συγγραφέα η οποία έτυχε «σκληρής κριτικής» για «υποδαύλιση μίσους εναντίον του Ισλάμ». Θα λείψει δυστυχώς από εκείνους εξ ημών που ξέρουν τι ήξερε, και που απεχθάνονται ό,τι απεχθανόταν.