Σήμερα 10 Αυγούστου ο Ίαν Άντερσον των Τζέθρο Ταλ κλείνει με 70 χρόνια ζωής με το μεσαιωνικό του φλάουτο να μην λέει να σιγάσει. Έτσι είναι μια ευκαιρία να ρίξουμε μια ματιά στην κλασσική περίοδο των Τζέθρο Ταλ, όταν ο Άντερσον ως συνθέτης και αρχηγός του δημιουργούσε αριστουργήματα του progressive rock, όπως τα «Aqualung», «Thick As A Brick» και «Songs from the Wood», συνδυάζοντας επιρροές από την κλασσική μουσική, την κέλτικη φολκ, τον Mεσαίωνα, την τζαζ και το hard rock.
Οι μέρες των μπλουζ
Οι «Τζέθρο Ταλ» ιδρύθηκαν το 1967 στο Λούτον, από τον Ίαν Άντερσον και τον Γκλεν Κόννικ από το μπλουζ/σόουλ συγκρότημα των «Μπλέηντς» και μετέπειτα «Τζων Έβαν Μπαντ», με την βοήθεια του μπλουζ κιθαρίστα Μάικ Άμπραχαμς και τον φίλο τους Κλάιβ Μπάρκερ στα ντραμς.
Ο Άμπραχαμς είχε για ήρωα τον Κωνσταντινουπολίτη νονό του βρετανικού μπλουζ, Αλέξις Κόρνερ, και οι μπλουζ και τζαζ επιρροές του θα συνδυαζόταν με τις φολκ επιρροές του Άντερσον για να δώσουν τον ξεχωριστό ήχο των αρχέτυπων «Τζέθρο Ταλ». Αυτός ο ήχος θα είχε για βάση το φλάουτο του Άντερσον, κάτι πρωτόγνωρο για συγκρότημα του μπλουζ ροκ. Μάλιστα η πιο γνωστή πόζα του Άντερσον τον δείχνει να παίζει το φλάουτο στηριγμένος στο ένα του πόδι.
Η δε θεματολογία του συγκροτήματος, ειδικά από το 1970 και μετά, θα αφορούσε την καταστροφή ενός πιο φυσιολογικού, παραδοσιακού και οργανικού τρόπου ζωής από την εκβιομηχάνιση, την εξύμνηση της σκωτσέζικης καταγωγής τους και την καταπίεση ενός ατομικισμού από τους πολιτικούς, τον ρασιοναλισμό και την οργανωμένη θρησκεία. Τέλος υπάρχει μια σειρά τραγουδιών όπου ο ήρωας είναι 50αρης που αγωνιά για το μέλλον. Πράγμα που δείχνει ότι ο Άντερσον, πάντα επηρεασμένος από την Πρεσβυτεριανή ανατροφή του, ποτέ δεν ταυτίστηκε με την χίπικη γενιά και τις «μοντέρνες ιδέες».
Το ντεμπούτο των «Τζέθρο Ταλλ» θα ερχόταν με το «This Was» του 1968, επηρεασμένο από την σύγχρονη τζαζ και το αυτοσχεδιαστικό μπλουζ ροκ των «Κρημ». Όμως σύντομα ο Άμπραχαμς θα εγκατέλειπε το συγκρότημα για να ιδρύσει τους θρυλικούς μπλουζ ρόκερς «Μπλαντγουϊν Πινγκ». Ο Άντερσον τότε κάλεσε για σύντομο διάστημα ένα νεαρό κιθαρίστα ονόματι Τόνυ Ιόμμι (μετέπειτα στους Μπλακ Σάμπαθ) πριν καταλήξει στον Μάρτιν Μπάρε. Ο Μπάρε θα απομάκρυνε σιγά-σιγά το συγκρότημα από τον ήχο του μπλουζ και θα γινόταν μετά τον Ίαν Άντερσον, το μακροβιότερο μέλος των «Τζέθρο Ταλ».
Απομακρυνόμενοι από το μπλουζ
Με την παραπάνω σύνθεση οι «Τζέθρο Ταλ» θα ηχογραφούσαν το «Stand Up» του 1969, το μοναδικό άλμπουμ τους, που πήγε στο Νο 1 των εγγλέζικων τσαρτς. Ήταν η χρονιά που οι «Φαίηρπορτ Κονβέντιον» κυκλοφορούσαν το «Leige and Leif», τον ακρογωνιαίο δίσκο του εγγλέζικου φολκ ροκ με ηλεκτρικές διασκευές παραδοσιακών τραγουδιών του 17ου και 18ου αιώνα. Από την άλλη υπήρχαν συγκροτήματα, όπως οι «Κινγκ Κρίμσον», οι «Γιες», οι «Τζεντλ Τζάιαντ» και οι «Νάις», που επέκτειναν τα όρια του ροκ μέσα από εκτενείς συνθέσεις, πολύπλοκους ρυθμούς και επιρροές από την κλασσική μουσική, την τζαζ και την «έθνικ» μουσική. Αυτό το είδος ονομάστηκε progressive rock και θα γινόταν ιδιαίτερα δημοφιλές στην δεκαετία του '70.
Οι «Τζέθρο Ταλ» θα συνδύαζαν αυτά τα δύο είδη. Το «Fat man» σηματοδότησε τον έρωτα του συγκροτήματος για την μεσαιωνική μουσική, με το μαντολίνο να συνυπάρχει με την ινδική σιτάρ. Επίσης θα ηχογραφούσαν το περίφημο «Bouree in E minor», το πέμπτο μέρος από την «Σουίτα σε Μι ύφεση» του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Ήταν μέσα από την εκτέλεση των «Τζέθρο Ταλ» που αυτό το κομμάτι της κλασσικής μουσικής έγινε διάσημο. Από την άλλη το «Stand Up» ήταν στα όρια του φολκ ροκ και θα βοηθούσαν στην έκρηξη της ηλεκτρικής παράδοσης.
Το Benefit του 1970 υπήρξε από τα πρώτα άλμπουμς που ηχογραφήθηκαν στην καινούργια progressive εταιρεία Chrysalis. Ήταν επίσης το τελευταίο άλμπουμ με μπλουζ επιρροές. Το «Inside» υπήρξε ένας φολκ ύμνος του Άντερσον στην ζεστασιά της οικογενειακής ζωής και απεκάλυπτε τις σκωτσέζικες ρίζες του. Το «A Time for Everything» συνδύαζε την ροκ κιθάρα του Μπάρε με την μουσική δωματίου, ενώ ο συνδυασμός φλάουτου και κιθάρας στο «Play in Time» θα γινόταν η βάση για progressive φολκ ροκ συγκροτήματα όπως οι Ιρλανδοί «Χόρσλιπς».
Τα χρόνια του progressive rock
Όταν οι «Τζέθρο Ταλ» περιόδευσαν στην Αμερική μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ, ο Άντερσον όχι μόνο εκδήλωσε την αντίθεση του στην κυρίαρχη κουλτούρα των ναρκωτικών, αλλά απαγόρεψε στους οπαδούς τους να παίρνουν ναρκωτικά στην διάρκεια των συναυλιών. Στην διάρκεια αυτής της τουρνέ θα έγραφε τα τραγούδια του «Aqualung» του 1971, του κορυφαίου αριστουργήματος του συγκροτήματος.
Το ομώνυμο τραγούδι προειδοποιούσε για το θέμα της παιδεραστίας για ένα αλήτη «που καθισμένος στο παγκάκι έβλεπε μικρά κορίτσια με κακούς σκοπούς». Η δεύτερη πλευρά του δίσκου εξέφραζε την θρησκευτική πλευρά του Άντερσον, αλλά ταυτόχρονα απέρριπτε την οργανωμένη θρησκεία. Στο επηρεασμένο από την φολκ «My God», οι στίχοι είχαν αναφορές στην αντίστοιχη ενορατική ποίηση του Ουίλλιαμ Μπλέηκ: «Tι Τον κάνατε; / Τον κλειδώσατε στο χρυσό Του κλουβί / Τον λυγίσατε μέχρι να ταιριάζει την Θρησκεία σας / Είναι ο Θεός του παντός / και είναι μέσα σε εμένα και εσένα».
Το «Thick As A Brick» ήταν ένα ακόμα αριστούργημα, όπου μια σύνθεση καταλάμβανε τις δύο πλευρές του άλμπουμ, κάτι που δεν προϋπήρξε στο ροκ. Ακουγόταν δε σαν μια συμφωνία με επιρροές από κλασσική, μεσαιωνική, φολκ, τζαζ και ροκ μουσική, ενώ χρησιμοποιούντο για πρώτη φορά όργανα της κλασσικής μουσικής, όπως βιολί, λαούτο χάρπσιχορντ κλπ. Με αυτό το άλμπουμ οι «Τζέθρο Ταλ» μεταμορφώθηκαν πλέον σε κορυφαίο συγκρότημα του progressive rock.
Η φολκ τριλογία
Το 1974, ο Άντερσον θα έκανε παραγωγή στο «Then They Were Six» των κορυφαίων φολκ ρόκερς «Στήλαϊ Σπαν», ενώ πολλά μέλη των «Φαίηρπορτ Κονβέντιον» συμμετείχαν στα άλμπουμ του συγκροτήματος. Αυτοί οι δεσμοί με τον κόσμο της ηλεκτρικής παράδοσης μαζί με την απόφαση του Άντερσον να ζήσει στην επαρχία ως αγρότης, είχαν σαν αποτέλεσμα την αριστουργηματική φολκ τριλογία του 1977-1979, «Songs from the Wood», «Heavy Horses» και «Stormwatch».
Πριν από το «Songs from the Wood», οι «Τζέθρο Ταλ» είχαν ήδη ενσωματώσει στοιχεία από την Βρετανική και Κέλτικη παράδοση στην μουσική τους. Τώρα όμως θα δημιουργούσαν το πιο βρετανικό άλμπουμ τους, αποτίνοντας φόρο τιμής «στην χώρα καταγωγής τους» και την βρετανική κουλτούρα, έτσι όπως την παρέλαβαν από τον Ρόμπερτ Μπερνς και τον Ουώλτερ Σκοτ. Και αυτό σε μια περίοδο που είχε ξεσπάσει το μηδενιστικό πανκ, έχοντας την στήριξη των μεγαλύτερων κριτικών του ροκ. Στο ομώνυμο τραγούδι ο Άντερσον τραγουδούσε: «Αφήστε με να σας φέρω τραγούδια από το δάσος / να σας κάνω να νοιώσετε καλύτερα από ότι ξέρετε / Να σας ξεσκονίσω από την κορυφή μέχρι τα νύχια / Να σας δείξω πως ανθίζει ο κήπος».
Το πνεύμα της γιορτής συνεχίζεται στο «Ring Out Solstice Bells», που εξυμνούσε το χειμερινό ηλιοστάσιο των Δρυίδων. Υπάρχει γενικά ένας ερωτισμός στους στίχους, μιας και πολλά παραδοσιακά τραγούδια συνδέονται με τις παγανιστικές γιορτές της Πρωτομαγιάς, όταν οι παρθένες πρόσφεραν το κορμί τους στους πιο αρρενωπούς άνδρες για να γιορτάσουν τον ερχομό της Άνοιξης. Το ίδιο πνεύμα διακατέχει το οικολογικό «Jack in the Green» με τις αναφορές στον «Πράσινο Άνθρωπο». Σε όλα τα παραπάνω τραγούδια, η έννοια του χειμώνα ταυτίζεται με την βιομηχανική εποχή και η Άνοιξη με έναν πιο παραδοσιακό, οικολογικό τρόπο ζωής.
Το «Heavy Horses», που ακολούθησε, εξερευνούσε την αντίθεση πόλης και επαρχίας, ενώ το συγκλονιστικό «Stormwatch» μιλούσε για την καταστροφή της Βόρειας Θάλασσας από τις εταιρείες πετρελαίου. Έτσι τελειώνει η κλασσική περίοδος των «Τζέθρο Ταλ», πριν πειραματιστούν με το ηλεκτρονικό ροκ («Under the Wraps»), το χέβυ μέταλ («Crest of A Knife») και την «έθνικ» («Roots to Branches»). Το 2005 θα τους έβρισκε να συνεργάζονται με την Νέα Φιλαρμονική της Φρανκφούρτης σε εκτελέσεις κλασσικών κομματιών τους.