Στα γεγονότα του Δεκεμβρίου έχουμε τοποθετηθεί όλοι. Η Αριστερά και δη η νεοταξική του ΣΥΡΙΖΑ, βρέθηκε αγκαλιά με χώρους που υποστηρίζουν ανοικτά την χρήση βίας για ιδεολογικούς και πολιτικούς λόγους. Αν και κοινοβουλευτικό κόμμα φλερτάρισε με τις βιαιοπραγίες αναρχικών και ακροαριστερών, συρόμενο κατ' αυτό τον τρόπο στην λογική αυτών των ομάδων. Ακόμη και το ΚΚΕ αναγκάσθηκε να επιτεθεί δημοσίως στον κ. Αλαβάνο, προσπαθώντας να διαχωρίσει τις περιθωριακές ομάδες από τον χώρο της επίσημης Αριστεράς.
Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι και τηλεπαρουσιαστές προέβαλαν ευμενώς τις επιθέσεις των αριστεριστών, καλύπτοντάς τες με πηχυαίους και εύηχους τίτλους, όπως «η εξέγερση των νέων», «η αντίδραση της γενιάς των 700€», κοκ. Πιστεύω ότι αν χρειάζεται μία εξέγερση η Ελλάδα και η κοινωνία μας, αυτή πρέπει να είναι δεξιά. Ποια «δεξιά εξέγερση» λοιπόν, πού και με ποιους;
Ο δημόσιος τομέας αποτελεί την πηγή του κακού, όχι μόνο στην οικονομία, αλλά για ολόκληρη την Ελληνική κοινωνία. Είναι η μεγαλύτερη μαύρη τρύπα του γαλαξία, καθώς απορροφά εκατοντάδες δις ευρώ όλη την μεταπολιτευτική περίοδο, με πενιχρές απολήξεις στους πολίτες και το κοινωνικό σώμα. Το πολιτικό κατεστημένο χρησιμοποιεί το κράτος και τον δημόσιο τομέα για να αναπαράγει τις πελατειακές του σχέσεις, στην βάση του «σε διορίζω - με ψηφίζεις», ανεξέλεγκτα και αντιπαραγωγικά.
Χρειαζόμαστε μία δεξιά εξέγερση που θα μειώσει στο ελάχιστο την συμμετοχή του κράτους στην οικονομία. Ο ιδιωτικός τομέας πρέπει να ενισχυθεί στην κατεύθυνση της παραγωγής πλούτου και θέσεων εργασίας, χωρίς διαπλοκές με το κράτος και το δημόσιο. Ελεύθερη οικονομία, με σεβασμό στον υγιή ανταγωνισμό και τους κανόνες του παιχνιδιού γνωστούς και ανοικτούς σε όλους τους παίκτες. Χωρίς μονοπώλια και ολιγοπωλιακές καταστάσεις. Με τελικό στόχο την ύπαρξη επιχειρήσεων με οικονομική ευρωστία, που θα επενδύουν στις νέες τεχνολογίες, με τιμές καταναλωτή που δεν θα διαμορφώνονται από συμφωνίες καρτέλ, με καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίες.
Το κράτος θα βγει ωφελημένο, στον βαθμό που δεν θα χρειάζεται να επιδοτεί χρεωκοπημένες επιχειρήσεις και θα εισρεύσουν στα δημόσια ταμεία πόροι από την έλλογη φορολόγηση αυτών των επιχειρήσεων. Παράλληλα, η ύπαρξη ενός ανταγωνιστικού ιδιωτικού τομέα θα συμβάλει στον ισοσκελισμό του προϋπολογισμού, στην μείωση του εθνικού χρέους και του δημοσίου ελλείμματος.
Παράλληλα, θα πρέπει το κράτος να κρατά ένα αξιοπρεπές επίπεδο στις παροχές της δημόσιας παιδείας και υγείας. Η κοινωνική αλληλεγγύη της Δεξιάς έρχεται μεν σε αντίθεση με την μαρξιστική «κοινωνική ισότητα», δεν αναγνωρίζει καμία ισότητα η φύση, αλλά αποδέχεται και υποστηρίζει την αλληλεγγύη που πρέπει να υπάρχει στα μέλη ενός έθνους. Για αυτό τον λόγο το κράτος οφείλει να παρέχει ποιοτική δημόσια εκπαίδευση, να έχει δημόσιες υποδομές υγείας και να καλύπτει στα βασικά τον Ελληνικό λαό.
Πρέπει να σπάσουμε το άβατο της Αριστεράς στα πανεπιστήμια, τα οποία έχουν απαξιωθεί πλήρως με τις πρακτικές της Αριστεράς. Θέλουμε πανεπιστήμια που παράγουν γνώση, με καθηγητές που θα έχουν ερευνητικό και επιστημονικό έργο, με φοιτητές που αντιλαμβάνονται ότι το πτυχίο πρέπει να συνδέεται με γνώσεις, αλλά και με την αγορά εργασίας. Να υπάρξει αξιολόγηση σχολών και καθηγητών με αντικειμενικά κριτήρια, να προβλέπονται κυρώσεις στις σχολές και τους καθηγητές που υστερούν και ανταμοιβή σε αυτούς που είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους.
Τα ιδεολογήματα της Αριστεράς για την «μη-εμπορευματοποίηση της γνώσης» και κατά της αξιολογήσεως της εκπαιδεύσεως, να πάνε να τα πούνε στα κομμουνιστικά απολιθώματα της Κούβας και του Βιετνάμ. Η Ελλάς υπάρχει σε ένα διεθνές, άκρως ανταγωνιστικό, περιβάλλον και πρέπει να προστατεύσουμε την νέα γενιά, αλλά και να θωρακίσουμε την ανταγωνιστικότητα της χώρας μας. Για να φύγουμε από την γενιά των 700€ χρειαζόμαστε γνώσεις, δεξιότητες και μία οικονομία που θα μπορεί να απορροφά την νέα γενιά στον ιδιωτικό τομέα.
Η νεοταξική Αριστερά έχει κυριαρχήσει ιδεολογικά, με άξονες τα πανεπιστήμια, τους διανοουμένους και τους δημοσιογράφους, δημιουργώντας ένα πλαίσιο κοινωνικών αξιών που πριμοδοτεί τον διεθνισμό, την ήσσονα προσπάθεια, την θεοποίηση του κράτους και του δημοσίου. Έχει επιβάλει στην κοινωνία τις δικές της αξίες. Αυτό θα πρέπει να αλλάξει και αυτό θα γίνει μόνο όταν αποφασίσουμε να συγκρουσθούμε με την Αριστερά. Έως τώρα, η «όποια Δεξιά», έτρεμε και στην ιδέα της αντιπαραθέσεως με την Αριστερά.
Πρέπει να υπερασπισθούμε τις δικές μας αξίες: τον πατριωτισμό, τον Ελληνικό πολιτισμό, την αξιοκρατία και την ατομική επίδοση, την ιεραρχία και την κοινωνική πειθαρχία, τον σεβασμό των νόμων και των θεσμών. Και να απαιτήσουμε τα θεσμικά όργανα της Πολιτείας να υπηρετούν την πατρίδα και το δημόσιο συμφέρον και όχι τα συντεχνιακά συμφέροντα. Έχουμε Δημοκρατία, όχι κομματοκρατία. Υπάρχει κράτος δικαίου που δεν μπορεί να καταλύεται ανά πάσα στιγμή από την όποια αριστερή γκρούπα.
Θα ξεκινήσω με το δεύτερο. Για εμένα το «κοινωνικό υποκείμενο» αυτής της εξεγέρσεως μπορεί να είναι μόνο η «μεσαία τάξη»: οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, οι έμποροι, οι βιοτέχνες, οι ελεύθεροι επαγγελματίες. Διότι αυτοί επωμίζονται σε μεγαλύτερο βαθμό την διαφθορά του δημοσίου, αυτοί χρηματοδοτούν τα κρατικά ελλείμματα, αυτοί βλέπουν τους νόμους να ισχύουν μόνο για αυτούς, ενώ οι διάφορες συντεχνίες τους καταλύουν με την πρώτη ευκαιρία.
Θα πρέπει λοιπόν να αφυπνισθούν κοινωνικά, να ριζοσπαστικοποιηθούν πολιτικά, να αντιληφθούν ότι αυτό το κράτος δεν αλλάζει από μόνο του. Αλλά εδώ χρειάζεται το «πολιτικό υποκείμενο» για να εκφράσει αυτή την κοινωνική αλλαγή. Για εμένα αυτό τον ρόλο πρέπει να τον εκφράσει ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός και ο Γιώργος Καρατζαφέρης. Η Ν.Δ. και ο κ. Καραμανλής απέτυχαν εδώ και 5 χρόνια να αλλάξουν, στο κατ' ελάχιστον, το κράτος που τους κληροδότησε το ΠΑΣΟΚ. Χρειαζόμαστε επειγόντως μία εθνική Δεξιά.
Το Πατριωτικό Κίνημα και η ριζοσπαστική Δεξιά πρέπει να έχουν συγκεκριμένες κοινωνικές στοχεύσεις και πολιτικές θέσεις. Και αυτές πρέπει να βρίσκονται απέναντι από τις λειτουργίες του σημερινού κράτος και τα ιδεολογήματα της Αριστεράς. Όλα τα άλλα απλώς ανακυκλώνουν το υφιστάμενο σύστημα παρακμής και επιτρέπουν στην Αριστερά να καθοδηγεί τις εξελίξεις και να ελέγχει τον δημόσιο διάλογο.