Κυρίως λόγω εκλογολογίας, αλλά και λόγω της συμμετοχής μας στα νομαρχιακά συμβούλια, γεννιέται ένα κεντρικό στρατηγικό ερώτημα, από τα σοβαρότερα που αντιμετωπίζει το κίνημά μας: για τους υπερασπιστές της εθνικής ιδεολογίας, για τους αγωνιζόμενους υπέρ του εθνικού κράτους και της εθνικής κοινωνίας, η συμμετοχή στις συγκεκριμένες πολιτικές διαδικασίες και θεσμούς παράγει πολιτική στην κατεύθυνση που θέλουμε ή απλώς μας καθιστά οργανικά κομμάτια του πολιτικού συστήματος, δημιουργώντας μία νομιμοποίηση αμφίβολης πολιτικής σημασίας;
Σήμερα αποτελεί ομόφωνη θέση των Ελλήνων πατριωτών ότι η διαμόρφωση μιάς εθνικής πολιτικής περνά μέσα από την αντίσταση στην παγκοσμιοποιητική επίθεση, μέσα από την άρνηση αποδοχής των λεγόμενων «αναπόδραστων» επιλογών: του περιορισμού της εθνικής κυριαρχίας, της αποδοχής της πολυφυλετικής κοινωνίας, της ανοχής της παραβατικότητας, της αποθέωσης του ατομισμού, της εξιδανίκευσης του χρήματος και της οικονομίας, της παγκοσμιοποιημένης αγοράς εργασίας, της μετανάστευσης, του πολυπολιτισμού. Όλα τα ανωτέρω αποτελούν δήθεν δεδομένα στα οποία οι πολίτες πρέπει να υποταχθούν.
Αυτές οι δήθεν αναπόδραστες κεντρικές επιλογές γεννούν συγκεκριμένες πολιτικές θέσεις και πρακτικές: την νομιμοποίηση όλων των μεταναστών του κ. Παυλόπουλου, την πολυπολιτισμική Αθήνα του κ. Ν.Κακλαμάνη, την χωροθέτηση του τζαμιού της κ. Μπακογιάννη, το βιβλίο της ΣΤ΄Δημοτικού της κ. Γιαννάκου, την απολογία απέναντι στον Συνασπισμό και κατ' επέκταση στους κουκουλοφόρους του κ. Πολύδωρα, την προώθηση της εντάξεως της Τουρκίας στην Ευρώπη του κ. Καραμανλή, την ασυδοσία των τραπεζών του κ. Αλογοσκούφη.
Πώς λοιπόν μπορεί να οικοδομηθεί η αντίσταση μέσα από την συμμετοχή σε ένα σύστημα στο οποίο η εθνική φωνή αποτελεί την μειοψηφία; Δηλ. όταν αύριο θα υπάρχει μία ομάδα 10 ή 15 πατριωτών και εθνικιστών βουλευτών εντός του κοινοβουλίου, άραγε θα επηρρέαζει την πολιτική πορεία του τόπου; Θα μπορεί αυτή η κοινοβουλευτική ομάδα να ανατρέψει τις κυβερνητικές επιλογές; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό προφανώς εξαρτάται από τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς. Ας δεχθούμε όμως την δυσμενέστερη για το εθνικό κίνημα υπόθεση εργασίας, ότι δηλ. η κυβέρνηση στηρίζεται από μία άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Υπάρχει τότε περιθώριο παρεμβατικότητας, υπάρχει πολιτικό διακύβευμα;
Αυτό, εν πολλοίς, εξαρτάται από την πατριωτική κοινοβουλευτική ομάδα: αν η ίδια επιλέξει να πελαγοδρομήσει στην κοινοβουλευτική διαχείριση, τότε θα μετατραπεί σε κακό ουραγό των κομμάτων του πολιτικού συστήματος. Αν αντιθέτως αντιληφθεί τον χώρο του Ελληνικού κοινοβουλίου, όχι ως ένα χώρο που παράγει νομοθετικό έργο υποστηρικτικό των κυβερνητικών αναγκών, αλλά ως ένα θέατρο ιδεολογικού πολέμου, τότε θα υποχρεώσει τα κόμματα να συμμετάσχουν στην συζήτηση μίας ημερήσιας διάταξης που θα διαμορφώνεται με εθνικούς όρους. Μία τέτοια συζήτηση δεν έχει ως παραλήπτες της προφανώς τους βουλευτές των άλλων πολιτικών κομμάτων, αλλά μάλλον τα Mέσα Μαζικής Ενημέρωσης και εν τέλει τους πολίτες. Η διαμόρφωση τέτοιων όρων πολιτικής αντιπαλότητας δημιουργεί συνθήκες αμφίδρομης επικοινωνίας με τους πολίτες, αμφισβητεί τα δεδομένα και τα θέσφατα της εποχής, γκρεμίζει την πολιτική ορθότητα και εν τέλει αυξάνει την διαπέραση της πατριωτικής πολιτικής στην κοινωνία. Άρνηση της συνδιαχείρισης και της συνευθύνης από την μιά, ιδεολογικός πόλεμος από την άλλη αποτελούν τις στρατηγικές προυποθέσεις της ανάπτυξης του κινήματος μας.