Με αφορμή το βιβλίο της Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει ένας διάλογος από τις σελίδες του τύπου, αλλά και σε αρκετές ιστοσελίδες του Διαδικτύου. Δεν θα σταθώ ιδιαιτέρως στην σταλινικής νοοτροπίας θέση ότι το συγκεκριμένο βιβλίο δεν μπορούν να το κρίνουν ή να το αξιολογήσουν παρά μόνο ιστορικοί επιστήμονες και εκπαιδευτικοί. Εξ΄ άλλου πολλοί ιστορικοί επιστήμονες και εκπαιδευτικοί που το μελέτησαν έχουν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους και ζητούν την απόσυρση του. Την οργή των υποστηρικτών του βιβλίου ενάντια σε κάθε φωνή που δεν συμφωνεί με το εν λόγω βιβλίο την κατανοούμε, αφού όλοι αυτοί έχουν ως κοινή αφετηρία τον διεθνισμό, την λήθη της εθνικής μνήμης, την ισοπέδωση κάθε αξίας και την υποβάθμιση του ελληνικού πολιτισμού, με μόνο σκοπό το ξαναγράψιμο της ιστορίας μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της μονόφθαλμης Αριστεράς. Επιπλέον κατανοούμε και την αγωνία τους, να επιβάλλουν τις «ιστορικές» τους θέσεις μέσα στην εκπαίδευση, αφού για αυτό το λόγο βρίσκονται στις λίστες πληρωμών του αμερικανικού Υπουργείου Εξωτερικών και άλλων ξένων «ιδρυμάτων» από όπου χρηματοδοτούνται.
Εκεί που θέλω να σταθώ είναι η δήλωση του Αρχιεπισκόπου ότι το βιβλίο αποσιωπά τον ρόλο της Εκκλησίας κατά την Επανάσταση του 1821 και την πολεμική που αναπτύσσεται γύρω από την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο από άτομα που ή δεν έχουν μελετήσει καθόλου την ελληνική ιστορία ή ψεύδονται συνειδητά αποκρύβοντας την αλήθεια με σκοπό να επιβάλλουν την ιδεολογική τους θέση ως ιστορική, έστω και αν βασίζεται σε ψευδή και σαθρά επιχειρήματα και μισές αλήθειες. Δεν θα αναφερθώ στο ρόλο της Εκκλησίας κατά την Επανάσταση του 1821 αλλά και καθ΄ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας. Οποιοσδήποτε αντικειμενικός ιστορικός μελετητής πολύ εύκολα θα διαπιστώσει τον θετικό ρόλο και την προσφορά της Εκκλησίας στην επιβίωση, αλλά και στους αγώνες του Έθνους.
Θα αναφερθώ εν συντομία στο εύκολο επιχείρημα όλων αυτών των κατακριτών της Εκκλησίας, περί του αφορισμού της Επαναστάσεως και των αγωνιστών από τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ και θα κοινοποιήσω ένα ελάχιστα γνωστό ιστορικό γεγονός, που ανατρέπει την υστερόβουλη κριτική που γίνεται εναντίον της Εκκλησίας για το συγκεκριμένο επεισόδιο της Ελληνικής Επαναστάσεως και την ανάγκη που επέβαλλε τον αφορισμό.
Κατ΄ αρχήν πρέπει να τονισθεί ότι ο αφορισμός τελικώς ακυρώθηκε (έγινε άρση) από τον ίδιο τον Γρηγόριο τον Ε΄ τον Απρίλιο του 1821 σε μυστική τελετή στο Πατριαρχείο. Ο αφορισμός της Επαναστάσεως ήταν μια κίνηση η οποία υπαγορεύθηκε από την ηθική υποχρέωση του Πατριάρχη απέναντι στο Γένος για την σωτηρία του. Αγνοούν ότι ο Σουλτάνος ζήτησε από τον θρησκευτικό ηγέτη των μουσουλμάνων να εκδώσει διαταγή για γενική σφαγή των χριστιανών και ότι όταν αυτός αρνήθηκε απαγχονίστηκε; Κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι ο αφορισμός του Πατριάρχη, αλλά και άλλων Ιεραρχών, δεν επηρέασε καθόλου την πορεία της Επαναστάσεως.
Επίσης ο Αλ. Υψηλάντης και όλοι οι οπλαρχηγοί και οι αγωνιστές γνώριζαν ότι ο αφορισμός είχε σκοπό να σώσει από τις σφαγές των Τούρκων τους ελληνικούς πληθυσμούς και ιδιαιτέρως εκείνους των επαρχιών που ήταν κοντά στην Πύλη και μακριά από τα επαναστατικά κέντρα, γι' αυτό το λόγο όχι μόνο δεν καταφέρθηκε κανείς εναντίον του Πατριάρχη και των άλλων Ιεραρχών, αλλά τους δικαιολόγησαν κιόλας. Ο Αλ. Υψηλάντης για τον αφορισμό γράφει μεταξύ άλλων: «εσείς όμως να τα θεωρείτε ταύτα ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίας και δυναστείας και άνευ θελήσεως του Πατριάρχου».
Ξεχνούν ή δεν ξέρουν όλοι αυτοί που αναμασούν τόσα χρόνια την καραμέλα του αφορισμού, ότι οι Τούρκοι μετά την επανάσταση του 1770 (Ορλωφικά), κατάσφαξαν για αντεκδίκηση 400.000 Έλληνες κατοίκους της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας; Αν ο Γρηγόριος ο Ε΄ δεν αφόριζε την Επανάσταση, σήμερα όλοι αυτοί οι τιμητές θα κατηγορούσαν την Εκκλησία ότι δεν μερίμνησε ώστε να αποφευχθούν οι αντεκδικήσεις των Τούρκων. Ή μήπως θα τον ηρωποιούσαν γιατί θα είχε αφήσει στην σφαγή Έλληνες αντιδραστικούς και οπισθοδρομικούς που δεν ήθελαν την ελληνοτουρκική φιλία και την συμβίωση υπό τον ζυγό των Τούρκων;
Τέλος, ένα ελάχιστα γνωστό ιστορικό γεγονός είναι το ότι, η Ιόνιος Γερουσία με ψήφισμα της, στις 8-12-1823 καταδίκασε την Ελληνική Επανάσταση και επέβαλλε ποινές για να προλάβει και να εμποδίσει την ενίσχυση της από τον επτανησιακό λαό (1). Βλέπουμε δηλαδή ότι η θέση της Εκκλησίας καθώς και της Ιονίου Πολιτείας απέναντι στην Επανάσταση είναι η ίδια και την επέβαλλαν οι ίδιοι περίπου λόγοι. Η μόνη διαφορά ήταν ο επικυρίαρχος, στην μία περίπτωση οι Τούρκοι και στην άλλη οι Άγγλοι (2). Με την λογική λοιπόν των «προοδευτικών» που κατηγορούν την Εκκλησία σήμερα, πρέπει να αποδώσουμε ευθύνες και ανάλογες κατηγορίες και στους Επτανησίους επειδή δεν αντέδρασαν στο ψήφισμα της Γερουσίας.
Όλοι αυτοί που κάνουν εύκολη και ανέξοδη κριτική για την στάση της Εκκλησίας οφείλουν να γνωρίζουν ότι η ιστορική επιστήμη για κάθε γεγονός ερευνά και το «αίτιον». Η ιστορία δεν μπορεί να τίθεται επί της προκρούστειας κλίνης και να κόβεται στα μέτρα του κάθε συμπλεγματικού που θέλει να εξυπηρετήσει τις ιδεοληψίες του, δεν είναι πατσάς. Και ασφαλώς δεν έχουν δικαίωμα να κρίνουν όσοι έχουν άγνοια της ιστορίας και σκοπιμότητα.
Παραπομπές
1) Σ. Θεοτόκη, «Βενετοκρατία», 5ος τόμος των Κερκυραϊκών Χρονικών.
2) Η Αγγλία σαν μέλος της Ιεράς Συμμαχίας είχε υπογράψει την συνθήκη των Παρισίων του 1815, που μεταξύ άλλων προέβλεπε την κατάπνιξη κάθε φιλελεύθερου επαναστατικού κινήματος, για αυτό μέχρι και το 1823 ήταν υπέρ της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο Άγγλος Αρμοστής Μαίτλαντ το 1821 διακηρύσσει την ουδετερότητα της Ιονίου Πολιτείας. Αυτό βέβαια δεν τους εμπόδισε να φυλακίζουν, να εξορίζουν κ.τ.λ. τους Επτανήσιους που συμμετείχαν στην προσπάθεια των υπολοίπων Ελλήνων, ενώ παράλληλα εφοδίαζαν τους Τούρκους. Κάθε ομοιότητα με την αγγλική πολιτική σήμερα απέναντι στην Κύπρο, δεν είναι συμπτωματική.