Την Κυριακή 31 Μαρτίου έγινε η παρουσίαση του νέου βιβλίου του Δημήτρη Μιχαλόπουλου «Με τον Σταυρό του Αγίου Ανδρέα: Ο Καποδίστριας, ο Κολοκοτρώνης και η Ελευθερία των Ελλήνων 1800-1834», στο αμφιθέατρο «Γρίβας-Διγενής» (Καλλιρρόης 48) από τις εκδόσεις «Πελασγός». Στην παρουσίαση συμμετείχαν ο εκδότης Ιωάννης Γιαννάκενας, η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών Μαρία Μαντούβαλου και ο συγγραφέας του βιβλίου Δημήτρης Μιχαλόπουλος. Η λογοτέχνης Ελίνα Μαστέλλου-Γιαννάκενα έδωσε μία ποιητική πινελιά στην παρουσίαση, με την απαγγελία του ποιήματος του Γ.Στρατήγη «Ματρόζος».
Όπως λέει και ο τίτλος του βιβλίου, το περιεχόμενό του αφορά τους δύο μεγάλες άνδρες, τον στρατιωτικό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και τον πολιτικό Ιωάννη Καποδίστρια, οι οποίοι είχαν πολλά κοινά σημεία στον τρόπο που αντιλαμβάνονται τον τρόπο χειρισμού των εθνικών θεμάτων. Όντες και οι δύο βαθειά θρησκευόμενοι Χριστιανοί Ορθόδοξοι, επιδίωξαν να βάλουν την απελευθερωθείσα Ελλάδα κάτω από την προστασία την ομόδοξης Ρωσίας, που είχε ως σύμβολο του Ναυτικού της την σημαία του Αγίου Ανδρέα (λευκή, με ένα γαλάζιο Χ στην μέση). Η συνέχεια είναι γνωστή: Ο μεν Καποδίστριας δολοφονήθηκε, ο δε Κολοκοτρώνης παρ' ολίγο να χάσει το κεφάλι του στην λαιμητόμο, αν δεν επενέβαινε δραστικά η Ρωσική Πρεσβεία στην Ελλάδα.
Ο εκδότης Ιωάννης Γιαννάκενας έκανε την εισαγωγή στην παρουσίαση του νέου αυτού βιβλίου, με το οποίο ο εκδοτικός οίκος «Πελασγός» τιμά την επέτειο της εθνεγερσίας του 1821, που έχει ειδική αναφορά στην καθοριστική συμμετοχή του εθνικού κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια και του εθνεγέρτη γέρου του Μοριά Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Στην συνέχεια, ευχαρίστησε τους δύο ομιλητές και το κοινό, για την συμμετοχή τους στην παρουσίαση.
Στην συνέχεια, τον λόγο πήρε η καθηγήτρια Μαρία Μαντούβαλου, η οποία επεσήμανε ότι το υπό παρουσίαση βιβλίο στηρίζεται σε αρχειακές πηγές και επίσημα έγγραφα και επιχειρεί την επανατοποθέτηση στα ιστορικά πλαίσια δύο προσωπικοτήτων της νεώτερης Ελλάδας, αφενός του απελευθερωτή του Έθνους Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και αφετέρου του Ιωάννη Καποδίστρια, κυβερνήτη και δημιουργού του σημερινού ελληνικού κράτους.
Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, με τίτλο «Ο Αρχηγός των Φιλικών» τίθεται το αιώνιο ερώτημα των σχέσεων του Καποδίστρια με την Φιλική Εταιρεία, για το οποίο υπάρχουν και θετικές και αρνητικές απαντήσεις από σοβαρούς μελετητές. Μία αρνητική απάντηση όπως αυτή εκφράζεται από τον καθηγητή της Ιστορίας, Εμμανουήλ Πρωτοψάλτη, ειδικό ερευνητή του Καποδίστρια, ο οποίος γράφει ότι, κρίνοντας από τον χαρακτήρα του, ο Καποδίστριας όχι μόνο δεν πρέπει να ήταν μέλος της, αλλά αναγκαζόταν να την καταδικάζει δημόσια, λόγω του συνωμοτικού του χαρακτήρα της, όπως κάνει γενικά με όλες τις αποκαλούμενες «μυστικές εταιρείες» της εποχής.
Όχι μόνο αυτό, έθετε εκτός νόμου όλες τις μυστικές εταιρείες, με δύο εγκυκλίους του, πράγμα που το πλήρωσε με την ζωή του. Εκεί απεκάλυπτε ότι σε αυτές τις εταιρείες προσχώρησαν μερικοί Έλληνες, γιατί πίστευαν ότι χορηγούν μέσα σωτηρίας στην πατρίδα, ή νόμιζαν ότι τους παρείχαν προσωπική ασφάλεια, αξιώματα και τιμές. «Η κυβέρνησις», έγραφε, «τους λυπάται που παρασύρονται, γιατί είναι πεπεισμένη για το πόσον ολέθρια αποτελέσματα προκαλούν, αφού δίδεται η ψευδής εντύπωσις ότι οι Έλληνες αγωνίζονται υπό την διεύθυνσιν και τους σκοπούς μυστικών εταιρειών. Οι εχθροί της Ελλάδος την παρουσιάζουν ως κάτω από την εξουσίαν των μυστικών εταιρειών». Και παραγγέλνει: «Όλοι πρέπει να φανερώσουν, αν ανήκουν σε καμμίαν των μυστικών εταιρειών, ή όχι, και να διαλύσουν αμέσως τον όποιον δεσμόν». Και εδώ υπογράμμιζε: «Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης».
Ήταν ένα βαθειά θρησκευόμενο άτομο, πίστευε στην Θεία Πρόνοια και έλεγε πάντοτε ότι: «Πρώτον και σπουδαιότατον των καθηκόντων της Ελληνικής Κυβερνήσεως θεωρώ την θρησκευτικήν αγωγήν του Έθνους». Επίσης, ποτέ δεν ανέχθηκε την ανάμειξη αλλοδαπών στα πράγματα της πατρίδας. Όταν π.χ. ο Γεώργιος Φίνλεϊ, ο Άγγλος δημοσιογράφος και ιστορικός που τόσο αυστηρά έκρινε τους Έλληνες, ζήτησε την Ελληνική ιθαγένεια, ο κυβερνήτης έφερε δυσκολίες, προφασιζόμενος το ανυπέρβλητο τυπικό της διαδικασίας.
Ακόμη, προσδιόρισε τα δίκαια όρια του νέου κράτους, στην απάντηση που έστειλε στο Foreign Office (Αγγλικό Υπουργείο Εξωτερικών) που τον ρωτούσε: «Τι πρέπει να εννοήσουμεν, λέγοντας «Ελλάδα» σήμερα;», ως εξής: «Εννοούμεν το Ελληνικόν Έθνος, το αποτελούμενον από τους ανθρώπους, οι οποίοι, από της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, δεν έπαυσαν να ομολογούν την ορθόδοξην πίστιν και να λαλούν την γλώσσαν των πατέρων τους και παρέμειναν κάτω από την πνευματικήν ή κοσμικήν δικαιοδοσίαν της Εκκλησίας τους, σε όποιο μέρος της Τουρκίας και αν κατοικούσαν». Διπλωματικά, δηλαδή, όριζε την Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα του νέου κράτους και πρόσθετε ότι η Ρόδος, η Κύπρος, και τόσα άλλα ακόμη νησιά είναι της Ελλάδας διαμερίσματα. Η Κύπρος, άλλωστε, ήταν ο τόπος καταγωγής της μητέρας του, το γένος Γονέμη, με επαναστατική δράση των προγόνων της στην Κύπρο.
Και ο πολιτικός Ιωάννης Καποδίστριας και ο στρατιωτικός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης διέθεταν ανυπέρβλητο ήθος και αποστολικό ζήλο για την απελευθέρωση της Ελλάδος, αποφεύγοντας τις ξένες επεμβάσεις και σκοτεινές διεργασίες από όπου και αν προέρχονταν. Και ο Καποδίστριας και ο Κολοκοτρώνης ήταν βαθειά ορθόδοξοι. Συνήθεια και των δύο, η προσκύνηση των αγίων εικόνων. Γνώριζαν ότι η Ορθοδοξία ήταν ο μόνιμος δεσμός που έδενε το σκλαβωμένο γένος. Η σταδιοδρομία και των 2 ήταν φωτεινή, δεν άντεχε σε μυστηριώδη σκοτάδια. Το 1819, ο Κολοκοτρώνης, μαζί με τους Μποτσαραίους και άλλους οπλαρχηγούς, είχε πάει στην Κέρκυρα για να συναντήσει τον Καποδίστρια, Υπουργό Εξωτερικών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας τότε. Αυτός, μη θέλοντας να δημιουργήσει φρούδες ελπίδες, τους επεσήμανε ότι ο Τσάρος δεν ήταν διατεθειμένος βοηθήσει την Ελλάδα. Και ο Κολοκοτρώνης του απάντησε: «Αν η Ρωσία μας εγκατέλειψε, ο Θεός δεν μας εγκαταλείπει. Θα υψώσουμε μία μέρα την σημαίαν του Σταυρού». Ήταν τότε τέλη Μαρτίου και πλησίαζε το Πάσχα.
Μετά ο λόγος δόθηκε στον συγγραφέα Δημήτρη Μιχαλόπουλο, ο οποίος είπε ότι όπως αναφέρεται στο βιβλίο: «Ο καπετάν Θοδωράκης, αφού αρχικά ματαίως προσπάθησε, όπως ήδη τονίστηκε, να εκμαιεύσει ρωσική βοήθεια από τα Επτάνησα, σήκωσε μόνος του την σημαία της Επανάστασης. Η σημαία αυτή είχε πάνω της τον Σταυρό του Αγίου Ανδρέα, δηλαδή ήταν εκείνη του αυτοκρατορικού Ρωσικού Ναυτικού. Η έπαρσή της από τους Κολοκοτρωναίους στα ελευθερωμένα μέρη του Μοριά σήμαινε πολλά: αφενός επιδιωκόταν η εκμαίευση προστασίας του επαναστατικού κινήματος από τους Ρώσους, αφετέρου, ο σε σχήμα Χ σταυρός συνειρμικώς ανακαλούσε στον νού των εξεγερμένων το αρχικό γράμμα του ονόματος του Χριστού. Τέλος, διαχεόταν στους ραγιάδες του Μοριά η εντύπωση πώς το κίνημα είχε την αφανή έστω υποστήριξη της Ρωσικής Μοναρχίας».