Ο μεγάλος πόλεμος των Ιδεών

  • Δημοσιεύτηκε: 16 Νοέμβριος 2008

    Ποιος ενδιαφέρεται σήμερα για την πολιτική; Είναι άραγε η πολιτική μία ενασχόληση για την ελίτ, για τις γραφειοκρατίες, για το πολιτικό «προσωπικό», για τους πολιτικούς συντάκτες, ή μήπως ενδιαφέρει και την κοινωνία; Και αν δεν την ενδιαφέρει, θα έπρεπε να την ενδιαφέρει; Και αυτό το «έπρεπε», αυτή η δεοντολογία, αυτό το «καθήκον» του ενεργού πολίτη, ποιο νόημα και ποια αξία έχει «εις ώτα μη ακουόντων»;

    Και αν τάχα πράγματι η ενασχόληση με την πολιτική είναι ένα ελιτίστικο παίγνιο, τότε η ιδεολογική αναζήτηση μήπως είναι μία δραστηριότητα ακόμη πιο περιορισμένη, προορισμένη για την ελίτ της πολιτικής ελίτ, για τους λίγους των λίγων; Ή μήπως πιο πολύ αυτή, η ιδεολογική συζήτηση και θέση, συνεγείρει πάθη, ξυπνά τα αίματα, ξανακάνει την πολιτική αυτό που πράγματι είναι, μία συζήτηση, μία αντιπαράθεση και μία αναμέτρηση για αξίες, ιδέες, αρχές, κάτι περισσότερο από την αναζήτηση των «βέλτιστων» κρατικών επιλογών, όπου ως «βέλτιστες» νοούνται οι αξιολογικά ουδέτερες, τεχνοκρατικές λύσεις;

    Και όμως, όσο ο δημόσιος λόγος αντικειμενικοποιείται, όσο γίνεται αξιολογικά ουδέτερος, όσο τα θεμελιώδη ερωτήματα προσπερνώνται αναπάντητα ως δυσεπίλυτα, ως μεταφυσικά, ως άχρηστα, τελικά, για την «καθημερινότητα του πολίτη», τόσο ο πολίτης αποστασιοποιείται. Η κατεξοχήν τεχνική της γραφειοκρατίας είναι να χρησιμοποιεί την γλώσσα και την γνώση έτσι ώστε, σε συνθήκες πλήρους δημοκρατίας, ευρύτατης ελευθερίας, εξασφαλισμένης πρόσβασης στην πληροφορία, ο πολίτης τελικά να μην έχει πρόσβαση σε καμία πληροφορία, αφού οι λέξεις κρύβουν το νόημα, αφού ο λόγος γίνεται κρυπτικός.

    Ο συναγωνιστής και φίλος Χρήστος Χαρίτος θέλει να ξαναθέσει στο κέντρο της συζήτησης την πραγματική πολιτική, όχι αυτή των γραφειοκρατών, αυτή των πολιτών. Αυτή που έχει πάθος, αξίες, αρχές, οράματα, αυτή που έχει, ώρες-ώρες, γλώσσα σκληρή, αυτή που σε ιστορικές στιγμές πιο δύσκολες κάνει τους ανθρώπους να ματώνουν και να πληγώνουν. Αυτή που ευθύνεται για όλα τα μεγάλα καλά και τα μεγάλα κακά της ιστορίας μας, αυτή που αποκαλύπτει την φύση του ανθρώπου, την αλήθεια της ψυχής μας, αυτήν την πολιτική που, αν και μέτρο της, είναι ο άνθρωπος, θέλει ταυτόχρονα να αποτελέσει μία γέφυρα για να γίνει ο άνθρωπος ένας επόμενος, καλλίτερος, ισχυρότερος, σπουδαιότερος Άνθρωπος. Αυτή που κάθε μέρα συνομιλεί με την Ιδέα και ελέγχεται από τον Θεό.

    Σε αυτήν την συζήτηση προσέρχεται κανείς με ειλικρίνεια, με όποιες αποσκευές έχει, με όποια επιχειρήματα. Εμείς, οι άνθρωποι της εθνικής Δεξιάς, προσερχόμαστε με τις αξίες μας, με την αγάπη μας για το Έθνος και με το πάθος για την Ελευθερία. Κάθε φράση που υιοθετεί ο Χρήστος Χαρίτος μπορεί να εγείρει αντιρρήσεις, κάθε βεβαιότητα επί της οποίας οικοδομεί τους συλλογισμούς του μπορεί να αμφισβητηθεί; Λέει ο Χρήστος: «οι διαχωριστικές γραμμές παραμένουν ιδεολογικά και αξιακά αναλλοίωτες». Μάλλον εδώ εννοείται θα έπρεπε να παραμένουν. Δεν είναι όμως τελικά ένα ζήτημα εντιμότητας και ακεραιότητας να υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές στην πολιτική;

    Αντί αυτής της φοβικής και φθηνής δήθεν υπερβάσεως, όπου όλοι μπορούν να γίνουν ή, ακόμη χειρότερα, να είναι όλα, κάποιοι δηλώνουν ταυτότητα, παίρνουν θέση στο χαράκωμα του ιδεολογικού αγώνα. Τούτο δεν σημαίνει ότι οι γραμμές αυτές πρέπει να οδηγούν σε πολιτικές διακρίσεις ή σε περιορισμούς τους πολίτες. Θέτουν όμως όρια στην πολιτική, στις συνεργασίες, στις στρατηγικές, ακόμη και στις τακτικές. Επιβάλουν την καθαρότητα του επιχειρήματος, την ακεραιότητα της αναμέτρησης.

    Το τοπίο στις συζητήσεις αυτές είναι σχεδόν πάντα σαν την κινούμενη άμμο: η Δεξιά είναι άραγε όρος που αναφέρεται σε μία ιδεολογία, σε μία πολιτική θεωρία ή σε μία ιστορικοπολιτική παράταξη; Η διαχρονικότητά της, το γεγονός δηλ. ότι υπήρχε κάποια Δεξιά στις αρχές του αιώνα, κάποια στο μεσοπόλεμο, κάποια μεταπολεμικά και κάποια σήμερα, μπορεί να δημιουργεί την εντύπωση μίας συνέχειας, μίας παραταξιακής συνέχειας. Δεν είναι όμως αυτή η συνέχεια απαραίτητα και ιδεολογική και προγραμματική, δεν είναι η συνέχεια αυτή απαραίτητα θεωρητικά συνεπής, ώστε να ξορκίζει τον «ρεφορμισμό» - μία λέξη δανεική από την Αριστερά εξάλλου.

    Δύσκολα θα βρει κανείς συνεπείς υποστηρικτές του Έθνους και της Ελευθερίας διαχρονικά στις πολιτικές εκφράσεις της Δεξιάς. Διότι βέβαια ούτε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου θα μπορούσε, στα σοβαρά, να χαρακτηριστεί ως φιλελεύθερο, ούτε η «ρεαλιστική» εξωτερική πολιτική του Κ. Καραμανλή ως εθνικιστική. Και αν ο κεντρικός κορμός της παράταξης σε πολιτικό επίπεδο, δεν εντάσσεται σε ένα ενιαίο και συνεκτικό θεωρητικό σχήμα, τότε παρουσιάζεται μία πολιτική δυσκολία: να θεωρήσουμε την Δεξιά παράταξη ως ιδεολογικά «μη Δεξιά».

    Μία τέτοια σκέψη όμως, με αναφορά στην ιδεολογική ορθότητα, περιορισμένη πολιτική σημασία έχει. Αν η παράταξη έχει μεταλλαχτεί ιδεολογικά, η επισήμανση της μετάλλαξης αυτής, αν και έχει ιστορική και θεωρητική αξία, πολιτικά όμως είναι ασήμαντη. Υπάρχουν από την άλλη κρίσιμες επισημάνσεις και τομές στην σκέψη του Χρήστου Χαρίτου: η «πολεμική» του θα πρέπει να κρίνεται ως τέτοια, ως κατάθεση μίας πολιτικής θέσης. Δεν είναι μία επιστημονική μελέτη για την Δεξιά το βιβλίο του Χαρίτου, δεν διεκδικεί λοιπόν την αντικειμενικότητα, αν υπάρχει τέτοια, ενός έργου πολιτικής θεωρίας ή κοινωνικής επιστήμης.

    Ο Χρήστος Χαρίτος είναι πολιτικός, είναι μέλος της Κ.Ε. του ΛΑ.Ο.Σ., υπήρξε υποψήφιος Δήμαρχος Πειραιώς, είναι επιλαχών βουλευτής με τον ΛΑ.Ο.Σ. στην Α' Πειραιώς, είναι από τα σημαντικά και επιφανή στελέχη του Πατριωτικού Κινήματος στην Ελλάδα. Εκείνο λοιπόν που έχει σημασία στο λόγο του είναι το εγχείρημα που αναλαμβάνει: μιλώντας ως δεξιός και ως εθνικιστής, αποσαφηνίζει την δική του ταυτότητα, λειτουργώντας με μία σπάνια εντιμότητα. Η Δεξιά του και ο Εθνικισμός του αποτελούν την δική του ερμηνεία, την δική του οπτική για την Δεξιά και τον Εθνικισμό. Είναι προφανές, ότι δεν είναι οι μόνες. Έχει σημασία όμως, ως αναγνώστες, να κρίνουμε αν είναι οι καλλίτερες.

    Ο Χρήστος Χαρίτος αγωνίζεται για το Έθνος και ταυτόχρονα για την Ελευθερία. Ανήκει σε ένα ρεύμα σκέψης που μάχεται να αποδείξει ότι η σύνδεση του εθνικισμού με τον ολοκληρωτισμό, με την περιφρόνηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αν και υπήρξε ιστορικά, δεν είναι θεωρητικά αναγκαία, απαραίτητη, υποχρεωτική. Ο Χρήστος Χαρίτος υποστηρίζει, και κατά τη γνώμη μου πειστικά, ότι μπορεί να είναι κάποιος εθνοκεντρικός στην πολιτική του σκέψη και ταυτόχρονα να υπερασπίζεται με συνέπεια τα ατομικά δικαιώματα, την οικονομική ελευθερία, την κοινοβουλευτική δημοκρατία και ότι αντιστρόφως η υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων δεν αποτελεί μονοπώλιο της Αριστεράς, ούτε υποχρεωτικά οδηγεί στον αφελληνισμό και στην κατάργηση των συνόρων, ή στην κατάργηση της αξίας της Πατρίδας.

    Ακόμη περισσότερο, ο Χρήστος Χαρίτος ανήκει σε εκείνους που δεν ανάγουν την υπεράσπιση της πατρίδας σε μεταφυσικές αρχές, αλλά, τιμώντας τις καλλίτερες αρχές του ελληνικού πνεύματος, υποστηρίζει ότι υπάρχει η δυνατότητα μίας ορθολογιστικής, πραγματιστικής, εθνοκεντρικής πολιτικής. Το βιβλίο του Χρήστου Χαρίτου είναι ένα βιβλίο «πολεμικό». Είναι ένα βιβλίο «στρατευμένο», μάχεται την νεοταξική Αριστερά, τον κοσμοπολίτικο φιλελευθερισμό, την παγκοσμιοποίηση, μάχεται τον υλισμό, μαρξιστικό και φιλελεύθερο, τον εξισωτισμό. Υπερασπίζεται την Πατρίδα, τον εθνικό πολιτισμό, την Θρησκεία, όλα εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν την συλλογική ταυτότητα.

    Όπως όλα τα «πολεμικά» βιβλία, όπως και κάθε αγώνας, το βιβλίο του Χρήστου Χαρίτου δεν είναι απαραίτητα ευχάριστο, σίγουρα όχι σε όλους. Είναι όμως χρήσιμο, όπως όλα τα όπλα. Για όσους θέλουν να πολεμήσουν.


    Το κείμενο αποτελεί την εισαγωγή του Μάκη Βορίδη στο βιβλίο του Χρήστου Χαρίτου «Ριζοσπαστική Δεξιά: η απάντηση στην νεοταξική Αριστερά».