Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, βρισκόμαστε απέναντι σε πραγματικότητες, όχι ευχάριστες, αλλά είναι προφανές ότι η πολιτική ηγεσία -και η ηγεσία βρίσκεται μέσα σʼ αυτήν την αίθουσα- οφείλει να αντιμετωπίζει και δυσάρεστες πραγματικότητες.
Πραγματικότητα πρώτη: Η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει μέσα στις επόμενες ημέρες 11.000.000.000 ευρώ και ταυτόχρονα πρέπει να βρει τα χρήματα μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, για να αναχρηματοδοτήσει ένα τεράστιο δημόσιο χρέος. Είναι μια πραγματικότητα που δεν επιδέχεται ερμηνείες, δεν επιδέχεται αμφισβητήσεων.
Πραγματικότητα δεύτερη: Η Ελλάδα πλέον δεν έχει πρόσβαση στις χρηματαγορές. Το γιατί συνέβη αυτό, θα το αναφέρω παρακάτω, πλην όμως αυτή είναι μια δεύτερη πραγματικότητα.
Πραγματικότητα τρίτη: Εάν δεν καταβληθούν τα ποσά αυτά τη χρονική στιγμή που πρέπει να καταβληθούν, η χώρα θα κηρυχθεί σε κατάσταση αρνήσεως πληρωμών και από την επόμενη μέρα το πρωί δεν θα μπορεί να χρηματοδοτήσει καμία από τις ανάγκες της. Αυτό οφείλει να το ακούσει καθαρά ο ελληνικός λαός, για να ξέρει για τι πράγμα συζητάμε. Πραγματικότητα τρίτη, λοιπόν, είναι ότι εάν μέσα σε δέκα ημέρες τα χρήματα αυτά δεν βρεθούν, τότε δεν θα πληρώνονται καθόλου οι μισθοί και οι συντάξεις, τότε θα καταρρεύσει το τραπεζικό σύστημα, τότε θα έχει δεσμευθεί το σύνολο των τραπεζικών καταθέσεων. Αυτό, όχι κάποτε, αλλά μέσα στο επόμενο δεκαήμερο και είναι πραγματικότητα, επίσης, μη επιδεχόμενη αμφισβητήσεως.
Πραγματικότητα τέταρτη: Μία δυνατότητα δανεισμού εμφανίζεται, καμία άλλη. Κανείς δεν έχει έρθει με μια συγκεκριμένη πρόταση για δανεισμό από οποιαδήποτε διαφορετική ή συγκεκριμένη πλευρά.
Πραγματικότητα πέμπτη: Αυτός ο δανεισμός είναι συνδεδεμένος με συγκεκριμένους όρους που είναι επαχθείς. Επίσης, αυτό είναι μια αλήθεια. Είναι επαχθείς στα πλαίσια δημοσιονομικών προσαρμογών, στα πλαίσια αναπτυξιακών πολιτικών, στα πλαίσια μιας οικονομικής πειθαρχίας που επιβάλλεται στην κοινωνία.
Αυτή είναι η πραγματικότητα και υπάρχει ένα απλό ερώτημα που θέτει το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου: ΝΑΙ ή ΟΧΙ; Τα παίρνουμε τα λεφτά ή δεν τα παίρνουμε τα λεφτά; Τόσο απλά! Κοινοβούλια σε ολόκληρη την Ευρώπη συνεδριάζουν, για να δώσουν ευρωπαίοι φορολογούμενοι και εκπρόσωποί τους την έγκριση εκταμιεύσεως από τα λεφτά των Ευρωπαίων φορολογουμένων, για να πληρωθούν οι δικές μας οφειλές.
Εγώ, λοιπόν, στο ερώτημα αυτό θεωρώ ότι μπορεί να απαντήσει κανείς με αυτούς τους δύο τρόπους:
Ακούω την απάντηση της Αριστεράς. Η απάντηση της Αριστεράς είναι μία απάντηση δομική: Να κάνουμε Κομμουνισμό, να γίνει επανάσταση, να έρθει ένα άλλο σύστημα και με αυτή την έννοια λύνουμε το θέμα μας. Εγώ ξεκαθαρίζω: εγώ δεν θέλω Κομμουνισμό. Δεν θέλω να έρθει ένα τέτοιο σύστημα στην Ελλάδα. Υποθέτω ότι και πάρα πολλοί συμπολίτες μας δεν θέλουν ένα τέτοιο σύστημα. Αυτή η υπόθεση είναι βάσιμη, υπό την έννοια της εκλογικής καταγραφής, τουλάχιστον.
Εκδοχή δεύτερη: Να πάρουμε τα χρήματα αλλά -ακούστε τώρα εδώ, υπάρχει μία πονηριά- τα χρήματα αυτά τα θέλουμε, μόνο για να τα χρησιμοποιήσουμε για τον κοινωνικό δίχτυ -τις τέσσερις, πέντε, έξι διατάξεις που ανέφερε ο εισηγητής της Νέας Δημοκρατίας- δηλαδή, για να τα χρησιμοποιήσουμε για κοινωνικές δαπάνες. Το υπόλοιπο, όμως, κομμάτι δεν το θέλουμε. Αυτό πόσο καλά και πόσο σοβαρά ακούγεται; Πόσο σοβαρό είναι να ακούγεται αυτό από το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης;
Υπάρχει και μία τρίτη λύση: ΝΑΙ. Το ΝΑΙ αυτό, δεν είναι ΝΑΙ στην Κυβέρνηση. Το ΝΑΙ αυτό δεν είναι ΝΑΙ στον Παπανδρέου. Το ΝΑΙ αυτό δεν είναι ΝΑΙ στο πολιτικό σύστημα που μας έφερε έως εδώ. Είναι ΝΑΙ να πάρουμε τα λεφτά για να σωθεί η χώρα. Είναι αυτό το ΝΑΙ.
Ο πολίτης είναι θυμωμένος. Δικαίως! Δικαίως είναι οργισμένος. Γιατί; Είναι οργισμένος και γιατί βεβαίως, θα κληθεί να υποστεί τις συνέπειες αυτές, αλλά είναι οργισμένος κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ελπίζω για τους σωστούς λόγους. Γιατί πρέπει να φθάσουμε στον καταλογισμό.
Μήπως εμείς, όταν κάνουμε αυτό το συλλογισμό λέμε ότι δίνουμε συγχωροχάρτι στον κ. Παπακωνσταντίνου ή στον κ. Παπανδρέου; Μήπως δίνουμε συγχωροχάρτι στον κ. Καραμανλή και στην Κυβέρνησή του; Δεν μπορούμε να το κάνουμε αυτό, γιατί υπάρχει μία αλληλουχία γεγονότων που μας οδήγησε εδώ. Γιατί οδηγηθήκαμε εδώ, στην κηδεμονία, στον περιορισμό της κυριαρχίας, στις άμεσες, γρήγορες και επαχθείς πολιτικές για τον ελληνικό λαό, στην ανάγκη αυτής της προσαρμογής; Γιατί; Γιατί ένα ολόκληρο πολιτικό σύστημα, τριάντα χρόνια τώρα λέει ψέματα, είναι ευχάριστο και θωπεύει τα αυτιά του ελληνικού λαού, χωρίς να λέει τις αλήθειες που πρέπει να πει. Χωρίς να πει ότι «Μια χώρα δεν μπορεί να ζει για πάντα με δανεικά». Γιατί ποτέ εδώ μέσα, σε όλες αυτές τις κοινωνικές ομάδες που έρχονται, κανείς δεν τόλμησε να πει «Όχι, δεν γίνεται αυτό γιατί δεν έχουμε τα λεφτά». Κανείς δεν τόλμησε. Γιατί; Γιατί δεν θέλουμε να κάνουμε πραγματικές πολιτικές.
Πραγματική πολιτική δεν είναι το NAI σε όλα. Πραγματική πολιτική δεν είναι να παίρνεις τα λεφτά των φορολογουμένων και να τα σκορπίζεις δεξιά και αριστερά. Πραγματική πολιτική δεν είναι τα ρουσφέτια και οι διορισμοί. Πραγματική πολιτική είναι η μάχη των ιδεών. Πραγματική πολιτική είναι η προγραμματική επιχειρηματολογία. Πραγματική πολιτική είναι να πείθεις ακόμα όταν τα πράγματα είναι δύσκολα και δυσάρεστα. Αυτό πολύ λίγοι το έχουν κάνει μέχρι σήμερα από το πολιτικό σύστημα. Πέρασαν χρόνια διακυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας με 4% ανάπτυξη. Γιατί δεν κάνατε την απαραίτητη δημοσιονομική προσαρμογή; Γιʼ αυτό είχατε εκλεγεί. Είχατε εκλεγεί για την επανίδρυση του κράτους. Είχατε εκλεγεί για το συμμάζεμα. Γιʼ αυτά! Γιατί δεν τα κάνατε; Ναι, ανάπτυξη, τότε που θα ήταν εύκολα, τότε που δεν θα είχαν πολύ σημαντικό κόστος. Δεν το κάνατε, γιατί φοβηθήκατε. Φοβηθήκατε μπροστά στην πίεση της Αριστεράς. Γιατί ο εισηγητής σας ομολόγησε την ιδεολογική σας δειλία. Ομολόγησε ότι δεν θελήσατε να αντισταθείτε στις πιέσεις της Αριστεράς. Αυτό, λοιπόν, είναι η ευθύνη που σας βαραίνει και αυτό είναι που οδήγησε στον οικονομικό εκτροχιασμό.
Δεν έχει ευθύνες το ΠΑΣΟΚ; Πώς δεν έχει; Αφού είπε ψέματα στον ελληνικό λαό. Ήξερε το έλλειμμα, ήξερε από πριν ποια είναι η πραγματικότητα «να εκλεγούμε και βλέπουμε». Το βλέπουμε, κόστισε τρεις μήνες. Αυτοί οι τρεις μήνες ήταν κρίσιμοι. Ακόμα και στον Προϋπολογισμό ήρθε το ΠΑΣΟΚ και μοίραζε λεφτά από τα μη υπάρχοντα: ένα δισεκατομμύρια στα κοινωνικά δικαιώματα, ένα δισεκατομμύριο στην παιδεία. Τι καταλάβαιναν εκείνη την ώρα όλοι αυτοί που έβλεπαν το πρόβλημα; Ότι εμείς ως πολιτικό σύστημα είμαστε εντελώς ανεύθυνοι, εντελώς αναξιόπιστοι. Την ώρα που το έλλειμμα ήταν 13,7% μοιράζονταν λεφτά σε κοινωνικές πολιτικές. Πότε θυμηθήκανε; Στο Πρόγραμμα Σταθερότητας. Μα, τότε ήταν πολύ αργά, τότε είχαμε μπει στο μικροσκόπιο των αγορών. Τότε τα μέτρα δεν επαρκούσαν. Αλλά ακόμα και τότε πόσο δειλά, πόσο φοβισμένα, πόσο περιορισμένα ήταν; Έχει τεράστιες ευθύνες η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για το μηχανισμό αυτό.
Οι ευθύνες, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, στην παρούσα φάση δεν είναι πολυτέλεια. Οι ευθύνες είναι προϋπόθεση της καθάρσεως και της κοινωνικής συνοχής. Δεν μπορεί πια να αρθρωθεί πειστικός λόγος προς οποιονδήποτε, εάν δεν υπάρξει η τιμωρία. Στην τραγωδία αυτή της Μεταπολιτεύσεως, σ' αυτό το τραγικό τέλος, οφείλει να υπάρξει κάθαρση. Και η κάθαρση θα γίνει με την τιμωρία.
Εμείς, λοιπόν, ερχόμαστε και λέμε συγκεκριμένα πράγματα: Ενεργοποιείστε τις εξεταστικές για την οικονομία και αφήστε τώρα τα προσχηματικά «πόθεν έσχες». Να γίνει βαθύς και ουσιαστικός έλεγχος σε όλους όσους διαχειρίστηκαν δημόσιο χρήμα, σε όλους όσους έβαλαν υπογραφή. Όχι μόνο στη δήλωσή τους, αλλά και σε όλους τους λογαριασμοί στις τράπεζες, σε όλα τα σπίτια, σε όλα τα πλοία, σε όλα τα καράβια, σε όλες τις μετοχές. Αυτός είναι ο έλεγχος του «πόθεν έσχες». Και πηγαίνετε σε αυτόν, για να δούμε ποιοι φταίνε και ποιοι δεν φταίνε.
Αλλά να υπάρξει και καταμερισμός των πολιτικών ευθυνών, να συζητήσουμε για το μέλλον. Ξέρετε τι απαντάει ο ελληνικός λαός, το αυτονόητο: «Εσείς που με καταστρέψατε, θα ʽρθείτε να μου πείτε για το μέλλον. Αφού το κλείσατε το μαγαζί, αφού μας οδηγήσατε σε αυτήν την καταστροφή, τώρα θα μας εκπονήσετε ένα πρόγραμμα για το μέλλον;»
Προϋπόθεση για να συζητήσει πλέον το πολιτικό σύστημα για το μέλλον, είναι να δεχθεί ουσιαστικά την αυτοκατάργησή του, να δεχθεί ότι χρειάζεται μια βαθειά πολιτική ανασύνθεση, να δεχθεί ότι πια ο δικομματισμός, τα παραδοσιακά κόμματα έχουν τελειώσει. Αν δεν το δεχθείτε εσείς οι ίδιοι σαν μία πράξη στοιχειώδους αυτοσυντήρησης, τότε αυτόν το δρόμο θα τον δείξει ο ελληνικός λαός.
Τελειώνω, κύριε Πρόεδρε, λέγοντας το εξής: Οι γονείς μου είναι συνταξιούχοι του ΤΕΒΕ, και η μητέρα μου και ο πατέρας μου. Γυρνώντας στο σπίτι θα με ρωτήσουν: «Τι ψήφισες; Ψήφισε να μειωθεί η σύνταξή μας; Τα 800 και τα 650 ευρώ μας; Αυτό ψηφίζεις;» Έχω μία απάντηση, που δινόταν ιστορικά: Μητρός τε και πατρός τε απάντων τε τιμιώτερον και αγιώτερον εστίν η πατρίς.
Ευχαριστώ πολύ.