Οι οικονομικές συνέπειες της μετανάστευσης προς την Ελλάδα

  • Δημοσιεύτηκε: 03 Απρίλιος 2008

    Σε προηγούμενο τεύχος του «Ρεσάλτο» (1) είχαμε κάνει έναν κριτικό σχολιασμό μίας μελέτης του Ινστιτούτου Μεταναστευτικής Πολιτικής (ΙΜΕΠΟ) για τις οικονομικές συνέπειες της μετανάστευσης προς την Ελλάδα. Μάλιστα, επειδή το άρθρο εκείνο είχε βασισθεί σε στοιχεία που είχαν δημοσιοποιηθεί μέσω του Τύπου είχαμε υποσχεθεί στους αναγνώστες ότι θα προχωρούσαμε σε εκτενέστερη ανάλυση μόλις δημοσιοποιούνταν ολόκληρη η μελέτη. Η μελέτη αυτή (2), η οποία αφορούσε το έτος 2004, δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα και ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να την βρει στην ιστοσελίδα του ΙΜΕΠΟ.

    Αξίζει να υπενθυμισθεί ότι τα ΜΜΕ προέβαλλαν κυρίως τα σημεία της μελέτης που έκαναν λόγο για την συμμετοχή των μεταναστών στο ΑΕΠ, στην αύξηση της κατανάλωσης και στην συνεπακόλουθη δημιουργία θέσεων εργασίας. Άλλα συμπεράσματα της μελέτης τα οποία δεν έτυχαν προβολής από τα ΜΜΕ ήταν συνοπτικώς τα εξής:

    • Η αποταμίευση των νοικοκυριών των μεταναστών υπολογίζεται σε 400 εκατομμύρια ευρώ και η μελέτη χαρακτηρίζει την καταναλωτική τους συμπεριφορά ως «συσταλτική» (σελ. 71), ενώ τα εμβάσματα των μεταναστών για το 2004 εκτιμήθηκαν σε 454 εκατομμύρια ευρώ.
    • Το εισόδημα των νοικοκυριών των μεταναστών είναι κατά 28% χαμηλότερο από αυτό των ελληνικών νοικοκυριών και ο μέσος όρος δαπάνης ανά νοικοκυριό μετανάστη είναι κατά 16% χαμηλότερος από τον αντίστοιχο των ελληνικών νοικοκυριών.
    • Ενώ ο πληθυσμός των μεταναστών υπολογίζεται στο 10,2% του συνολικού πληθυσμού της χώρας η συμμετοχή τους στο ΑΕΠ εκτιμάται σε 2,5 με 2,8%.
    • Σε περίπτωση που ο αριθμός των μεταναστών αυξηθεί κατά 215.000 άτομα (σε σχέση με το 2004) οι πραγματικοί μισθοί για τους Έλληνες μισθωτούς με λίγες δεξιότητες θα μειωθούν κατά 2,5% ενώ οι μισθοί των μεταναστών που ήδη απασχολούνται στην χώρα μας θα υποστούν μειώσεις από 28% ως 52%.
    • Σε περίπτωση σταδιακής αποχώρησης των μεταναστών από την χώρα οι πραγματικοί μισθοί των Ελλήνων αλλά και των μεταναστών που θα παραμείνουν θα αυξηθούν σημαντικά, ειδικά για όσους έχουν λιγότερες δεξιότητες, ενώ όσο θα αποχωρούν οι μετανάστες τόσο θα αυξάνονται και οι θέσεις εργασίας που θα καλύπτονται από τους Έλληνες, ανάλογα με την ευελιξία της αγοράς εργασίας του κάθε κλάδου. Συνακόλουθα θα εμφανίζονται και σημαντικές αναδιανεμητικές επιδράσεις υπέρ των φτωχών Ελλήνων.

    Επιπλέον, τα σχόλια που μπορούν να γίνουν είναι τα εξής:

    • Σημαντικό μειονέκτημα για τα ευρήματα και τα συμπεράσματα της μελέτης είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για τον πληθυσμό των μεταναστών στην χώρα. Η μελέτη κάνει λόγο για περίπου 900.000 με 1 εκατομμύριο νόμιμους μετανάστες και περίπου 200.000 παράνομους μετανάστες που βρίσκονταν στην χώρα κατά το 2004. Αν όμως λάβουμε υπ' όψιν την πρόσφατη εκτίμηση της ΕΥΠ ότι ο αριθμός των νομίμων και παρανόμων μεταναστών στην χώρα ανέρχεται σε 2,5 εκατομμύρια άτομα (3) τότε τα ευρήματα της μελέτης έχουν πολύ μικρή αξία.
    • Επιπλέον, ακόμα και αν δεχθούμε ότι τα πληθυσμιακά μεγέθη που χρησιμοποιήθηκαν στην μελέτη για το έτος 2004 ήταν κοντά στην πραγματικότητα, το γεγονός ότι κατά τα έτη 2005, 2006 και 2007 έχουν συλληφθεί για παράνομη είσοδο και παραμονή στην χώρα πάνω από 250.000 αλλοδαποί (4) αλλά και το ότι σίγουρα θα έχουν εισέλθει και άλλοι χωρίς να γίνουν αντιληπτοί, καθιστούν περιορισμένης χρησιμότητας τα ευρήματα και τα συμπεράσματα της μελέτης για άλλο έτος πλην του 2004.
    • Στον πληθυσμό των μεταναστών έχουν συμπεριληφθεί και μετανάστες από χώρες της Ε.Ε, τις ΗΠΑ και τον Καναδά οι οποίοι δεν εμπίπτουν στο φαινόμενο της μετά το 1990 παράνομης μετανάστευσης και των εκ των υστέρων νομιμοποιήσεων και επομένως θα έπρεπε τα στοιχεία που τους αφορούν να μην συμπεριληφθούν στην μελέτη ή να εξετασθούν ξεχωριστά. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης ένα ποσοστό 11,4% των νομίμων μεταναστών προέρχεται από τις προαναφερθείσες χώρες. Τα οικονομικά και κοινωνικοδημογραφικά στοιχεία του υποσυνόλου αυτού ενδέχεται να διαφέρουν σημαντικά από αυτά των υπολοίπων μεταναστών και άρα να στρεβλώνουν τα ευρήματα της μελέτης (πχ. ως προς το εισόδημα των μεταναστών, την κατανάλωσή τους κλπ).
    • Το εκπαιδευτικό επίπεδο των μεταναστών βασίζεται σε δήλωση των ίδιων των μεταναστών και δεν μπορεί να ελεγχθεί ως προς την ακρίβειά του. Επομένως, η αξία των αντίστοιχων ευρημάτων από το υπόδειγμα γενικής ισορροπίας είναι σχετική.
    • Η μελέτη εντοπίζει μία σημαντική μείωση του αριθμού των μεταναστών οι οποίοι απασχολούνται στην γεωργία και την κτηνοτροφία και διακρίνει μία μετακίνησή τους προς τις κατασκευές. Επομένως, δεν έχει πλέον βάση το επιχείρημα ότι οι μετανάστες ήταν απαραίτητοι για τις αγροτικές εργασίες.

    Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι στην Κοινή Γνώμη προβλήθηκε μία στρεβλή εικόνα των ευρημάτων της μελέτης η οποία επικέντρωνε στις θετικές επιπτώσεις σε κάποιους οικονομικούς δείκτες αποφεύγοντας να αναφερθεί σε κάποιους άλλους. Έτσι δινόταν μεγάλη έμφαση στην αύξηση του ΑΕΠ σε απόλυτα μεγέθη αλλά δεν γινόταν κανένας λόγος για την εμφανέστατη μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ (το 10,2% του πληθυσμού παράγει το 2,8% του ΑΕΠ). Επιπλέον, δινόταν έμφαση στην αύξηση των θέσεων εργασίας λόγω αύξησης της κατανάλωσης αλλά υποβαθμιζόταν η μείωση των μισθών, ιδίως των εργαζομένων χαμηλών δεξιοτήτων.

    Η μελέτη, επίσης, ενώ είναι πολύ αναλυτική στον υπολογισμό των θετικών επιπτώσεων της εισροής μεταναστών δεν είναι καθόλου αναλυτική στον υπολογισμό - έστω και χονδρικό - του κόστους από την εισροή μεταναστών στην χώρα. Σε έναν τέτοιο υπολογισμό θα πρέπει να ληφθούν υπ' όψιν τα εξής:

    • Το κόστος της εγκληματικότητας των μεταναστών
    • Το κόστος των δικαστικών εξόδων των μεταναστών και της διαμονής στους στις φυλακές
    • Το κόστος ανέγερσης και λειτουργίας των κέντρων φιλοξενίας παρανόμων μεταναστών
    • Το κόστος των υπηρεσιών του δημοσίου τομέα που ασχολούνται με θέματα μεταναστών (μεταφραστές κλπ)
    • Το κόστος του παραεμπορίου
    • Το κόστος από την συμμετοχή των παιδιών των μεταναστών στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα (παιδικοί σταθμοί, νηπιαγωγεία, δημοτικά, γυμνάσια, λύκεια, πανεπιστήμια)
    • Το κόστος της υγειονομικής κάλυψης των μεταναστών
    • Το κόστος των επιδομάτων και των βοηθημάτων προς (ή για) τους μετανάστες
    • Το κόστος των διαφόρων προγραμμάτων «πολυπολιτισμικότητας», «αντιρατσισμού» και «διαπολιτισμικότητας»
    • Η εκροή συναλλάγματος την οποία υφίσταται η χώρα από τα εμβάσματα των μεταναστών

    Η αποτίμηση αυτή θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση κόστους-οφέλους από την μετανάστευση, κάτι το οποίο δεν έχει γίνει από καμμία μελέτη μέχρι σήμερα, καθώς οι μελετητές αναφέρονται κυρίως στα οφέλη αποφεύγοντας να εκτιμήσουν τα κόστη.

    Μάλιστα, η μελέτη προτείνει ότι «Η μεταναστευτική πολιτική θα πρέπει να αναγνωρίζει την θετική συμβολή των μεταναστών στην Ελληνική οικονομία. Ταυτόχρονα όμως, επειδή δημιουργούνται σημαντικές αναδιανεμητικές επιδράσεις, θα πρέπει οι ασκούντες την οικονομική πολιτική να λαμβάνουν πρόνοια για τις ομάδες που πλήττονται» (σελ. 146). Δηλαδή, η μελέτη αντί να προτείνει την εφαρμογή μίας επιλεκτικής και περιοριστικής μεταναστευτικής πολιτικής η οποία θα προσπαθήσει να συνταιριάξει τις πραγματικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, για όσον καιρό αυτές υπάρχουν, με τις δεξιότητες μεταναστών από χώρες επιλογής του ελληνικού κράτους, αποδέχεται την μέχρι τώρα ακολουθηθείσα πολιτική των εκ των υστέρων νομιμοποιήσεων και επειδή διαπιστώνει ότι αυτή οδηγεί σε εξαθλίωση των κατώτερων στρωμάτων των Ελλήνων πολιτών προτείνει να ληφθούν μέτρα πρόνοιας και στήριξής τους. Να σε κάψω Γιάννη να σε αλείψω λάδι, δηλαδή!

    Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι το γεγονός ότι ενώ η μελέτη στέκεται αποκλειστικά και μόνο στις οικονομικές επιπτώσεις του φαινομένου, προχωρά πολύ περισσότερο από όσο επιτρέπουν τα ευρήματά της - τα οποία αφορούν μόνο μία παράμετρο του προβλήματος - και κάνει προτάσεις ακόμα και για την ίδια την ουσία της μεταναστευτικής πολιτικής. Η μελέτη θεωρεί την μεταναστευτική πολιτική που βασίζεται στο «δίκαιον του αίματος» (το οποίο ισχύει στην χώρα μας και κατά το οποίο για να γίνει κάποιος Έλληνας πρέπει ένας από τους γονείς του να είναι Έλληνας) ως «αναποτελεσματική» (σελ. 10) και «ταλαντευόμενη» (σελ. 158). Αξίζει να σημειωθεί ότι ήδη εμφανίζονται φωνές που ζητούν την αναθεώρηση της νομοθεσίας περί ιθαγένειας την οποίαν χαρακτηρίζουν ως «βαθιά αναχρονιστική» λόγω του ότι «λειτουργεί σε βάρος του ίδιου του δημοσίου συμφέροντος της Ελλάδας του 21ου αι., μίας χώρας της οποίας το 10% του πληθυσμού είναι μετανάστες» (5).

    Η μελέτη μάλιστα υποστηρίζει ότι αυτή η πολιτική και τα εκτεταμένα σύνορα της χώρας είναι οι λόγοι που «επιτρέπουν να ευδοκιμήσει και να ενισχυθεί το φαινόμενο της παράνομης μετανάστευσης» (σελ. 10). Κατά την μελέτη, δηλαδή, οι τέσσερις μέχρι σήμερα προσπάθειες εκ των υστέρων νομιμοποίησης μεταναστών, οι οποίες ουσιαστικά έχουν δώσει κίνητρο και σε άλλους μετανάστες να εισέλθουν παρανόμως στην χώρα με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή και εκείνοι θα νομιμοποιηθούν, αλλά και έχουν επιβραβεύσει την παραβίαση του νόμου τόσο από τους μετανάστες που εισήλθαν παρανόμως στην χώρα όσο και από τους εργοδότες που τους χρησιμοποίησαν γνωρίζοντας ότι παραβιάζουν τον νόμο, αποτελούν την ενδεδειγμένη πολιτική! Γι' αυτό, και δεν τους γίνεται καμμία ουσιαστική κριτική.

    Η μελέτη, μάλλον πρόωρα, θεωρεί ότι «η πλειοψηφία (sic) των μεταναστών έχει σχεδόν ενσωματωθεί και είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας» (σελ. 137). Βεβαίως, η ενσωμάτωση είναι κάτι που αποδεικνύεται μακροπρόθεσμα και βασίζεται σε πολλούς παράγοντες, όχι μόνον οικονομικούς. Η εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, η διασφάλιση μόνιμης εργασίας καθώς και η απόκτηση ενός κοινωνικού περίγυρου αποτελούν μεν μία ένδειξη ενσωμάτωσης του μετανάστη στην ευρύτερη κοινωνία, αλλά η πραγματική ενσωμάτωση είναι θέμα εσωτερικό και ψυχολογικό και «δεικνύεται» από το κατά πόσον το όραμα των μεταναστών για την χώρα στην οποία ζουν συμπίπτει με το όραμα των γηγενών. Επιπλέον, η εμπειρία έχει δείξει ότι τα περισσότερα προβλήματα ενσωμάτωσης τα αντιμετωπίζει η δεύτερη γενιά μεταναστών και όχι η πρώτη.

    Συμπερασματικά, η μελέτη του ΙΜΕΠΟ κινείται στο πλαίσιο της παροχής «επιστημονικής» κάλυψης στην μέχρι τώρα ακολουθηθείσα πολιτική των εκ των υστέρων νομιμοποιήσεων και της παροχής «επιστημονικών» προτροπών για την αλλαγή του νόμου περί ιθαγένειας. Τα ευρήματά της όσον αφορά το οικονομικό σκέλος του φαινομένου έχουν κάποια σχετική αξία αν ιδωθούν στο σύνολό τους και όχι αποσπασματικά.

    ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
    1) Κολοβός Γιάννης «Αν αύριο έφευγαν όλοι οι μετανάστες από την Ελλάδα…», Ρεσάλτο, τεύχος 17, Μαϊος 2007, σελ. 44-45.
    2) Κόντης Αντώνης «Οι οικονομικές επιπτώσεις της απασχόλησης των μεταναστών κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν», Πανεπιστήμιο Αθηνών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, Εργαστήριο Μελέτης της Μετανάστευσης και Διασποράς, Δεκέμβριος 2006.
    3) Μαρνέλλος Γιώργος «Ο άγνωστος πόλεμος στο Αιγαίο», Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 21/10/2007.
    4) Θεοδωρακόπουλος Πάνος και Μανωλάς Χρήστος «Το ποτάμι των εξαθλιωμένων», Τα Νέα 7/12/2007.
    5) Χαρακτηριστικό σχετικό άρθρο είναι του λέκτορα του τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Δημήτρη Χριστόπουλου «Η δυσκολία του να γίνεις Έλληνας», Βήμα Ιδεών τ. 4 - Αύγουστος 2007 [Το Βήμα 3/8/2007].

    * ο Γιάννης Κολοβός είναι επικοινωνιολόγος και συγγραφέας του βιβλίου «Το Κουτί της Πανδώρας: Παράνομη Μετανάστευση και Νομιμοποίηση στην Ελλάδα» το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πελασγός.


    Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο τεύχος 26 (Μάρτιος 2008) του μηνιαίου περιοδικού «Ρεσάλτο».
    Κατηγορία: