«Βλέπουμε την Ιαπωνία να γλεντοκοπά βυθισμένη σε ευμάρεια και να κολυμπάει στο χρήμα και στην πνευματική της κενότητα. Είναι δυνατόν να δίνεις αξία στη ζωή, μέσα σε μια πλάση που το πνεύμα έχει πεθάνει; Ζήτω ο αυτοκράτορας! Νομίζω ότι ούτε καν με προσέχουν...» Τα τελευταία λόγια του Γιούκιο Μισίμα. 25 Νοεμβρίου 1970.
25 Νοεμβρίου του 1970. Αυγή. Ο Ιάπωνας συγγραφέας Γιούκιο Μισίμα, το λαμπρότερο μεταπολεμικό αστέρι της Ιαπωνικής λογοτεχνίας, γράφει την τελευταία λέξη στο χειρόγραφο του μυθιστορήματος «Ο Εκπεσών Άγγελος», το 4ο μέρος της σειράς που είχε γενικό τίτλο «Η θάλασσα της γονιμότητας». Μια ακόμη σίγουρη επιτυχία για τον χαρισματικό άνθρωπο που είχε προταθεί για Νόμπελ. Θα ήταν όμως η τελευταία. Άφησε το χειρόγραφο επάνω στο γραφείο του για να το βρει ο εκδότης του. Βγήκε από το σπίτι. Κατευθύνθηκε, μαζί με την ομάδα τους, τους «Τατενοκάι - Η Εταιρεία της Ασπίδας» προς το Υπουργείο Εθνικής Αυτοάμυνας της Ιαπωνίας στην Ιτσιγκάγια.
Αυτός και οι ακόλουθοί του, οι Ασιάτες «Ιππότες της Στρογγυλής Τράπεζάς» του, υποτίθεται ότι είχαν κανονίσει συνάντηση με τον στρατηγό Κανετόσι Μασίτα. Η συνάντηση εξελίχθηκε σε ομηρεία του στρατηγού από τον Μισίμα και την ομάδα του. Αμέσως μετά, ο «στασιαστής» Μισίμα απαίτησε από τους στρατιώτες στη βάση να συγκεντρωθούν για να ακούσουν το λόγο του. Απαίτησε να επικρατήσει «απόλυτη σιγή» καθʼ όσον θα τους μιλούσε. Αυτό επετεύχθη λίγο πριν το μεσημέρι. Ο ενσαρκωμένος σαμουράι ξεπρόβαλλε από το γραφείο του Στρατηγού Μασίτα, στο μπαλκόνι.
Μπροστά του, το συγκεντρωμένο πλήθος που φορούσε στρατιωτικά αλλά, δυστυχώς, δεν ήταν στρατιώτες - ένοπλοι δημόσιοι υπάλληλοι και φουκαράδες. Δεξιά του, αριστερά, μπροστά αλλά ακόμα κι από τα ουράνια κίνηση και χαλασμός. Ελικόπτερα υπερίπταντο του χώρου. Οι φωτογράφοι φώναζαν, τα κλικ των μηχανών τους ακούγονταν σαν πυροβολισμοί. Οι στρατιώτες φώναζαν κι αυτοί, αλλά έκαναν και κάτι χειρότερο. Χλεύαζαν, βαριούνταν, αντιπροσώπευαν κι εκπροσωπούσαν ό,τι κατακεραύνωνε ο πολεμιστής-ποιητής-λογοτέχνης Γιούκιο Μισίμα. Την ανία, την ασχήμια, το μηδέν της Ιαπωνίας ως ψυχή που ανέτειλε μέσα από τα μανιτάρια των πυρηνικών βομβών που έληξαν ανήθικα τον πόλεμο. Μια λήξη που ανάγκασε τον αυτοκράτορα να παραδεχθεί ότι είναι θνητός! Τότε δηλαδή που ο θάνατος σύρθηκε μέσα στα μηλίγγια της ψυχής αυτού του λαού και μέχρι σήμερα τον κατατρώγει.
Ο Μισίμα μιλούσε, και μιλούσε, και φώναζε, και τράνταζε την ψυχή του με κεραυνούς που ξαμολούσε το είναι το και βρόνταγε ο νους του. Από κάτω, οι ζωντανοί νεκροί, αυτοί οι στρατιώτες που παράδωσαν το «κάστρο» της Ιαπωνικής κοινωνίας στον «πολιτισμό του πάντα και περισσότερα» (civilisation de toujours plus) όπως εύστοχα τον έχει χαρακτηρίσει ο Bertrand de Jouvenelle, χλεύαζαν. Ο Μισίμα κατάλαβε το τέλος. Το τέλος το δικό του αλλά και του σπουδαίου Ιαπωνικού πολιτισμού που έσκυβε το κεφάλι στο χρυσό, τα αργύρια, τις οικιακές συσκευές, το Χόλιγουντ, τα Μακντόναλντς και το ... απωανατολίτικο Rock n Roll. Η αυτοκρατορία ως καρικατούρα δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτή από το ποιητικό μέγεθος που λεγόταν Μισίμα, ούτε καν σαν εφιάλτης - μόνο σαν βλάσφημο κενό.
Ολοκλήρωσε τον μνημειώδη λόγο του (Φιλιππικός συνάμα και Διθύραμβος στην αντίσταση), με έναν χαιρετισμό στον Αυτοκράτορα, και σύμφωνα με τα λόγια των εταίρων του, ψιθύρισε και το περίφημο «Νομίζω ότι ούτε καν με προσέχουν...» Έβγαλε την στολή της «Εταιρείας της Ασπίδας», και έμεινε με το παραδοσιακό ρούχο που καλύπτει τη μέση και τα γεννητικά όργανα των σαμουράι. Πήρε ένα ξιφίδιο 25 εκατοστών με καλοακονισμένη λεπίδα και πραγματοποίησε την τελετουργική αυτοκτονία που στολίζει την παράδοση του λαού του από την αυγή της ιστορίας του. Σεπούκου! Ένας από τους ακόλουθους του Μισίμα, ολοκλήρωσε την τελετουργική αυτοκτονία κόβοντας το κεφάλι του δασκάλου του με ένα αρχαίο κατάνα (ιαπωνικό ξίφος - σύνηθες μήκος 110 εκατοστά), και ένας άλλος μαθητής του, ο Μασακάτσου Μορίτα, συντρόφεψε τον Μισίμα στον θάνατο με την ίδια ακριβώς μέθοδο.
Τι ήταν τελικά ο Μισίμα; Εθνικιστής, αλαζόνας, ταλαντούχος, ονειροπόλος, αντιφατικός, με ομοφυλοφιλικές τάσεις, ασυμβίβαστος, επαναστάτης. Σχιστομάτης Φαέθοντας που έζεψε το άρμα του ήλιου κι έκαψε την γη με την πένα και το λόγο του. Η ίδια η ενσάρκωση της παράδοσης, που δεν είναι συντήρηση, αλλά διαχρονική αλήθεια. Σύμβολο προς μίμηση και αποφυγή. Όλα τα παραπάνω μαζί και πολλά περισσότερα.
Αυτός είναι ο Γιούκιο Μισίμα, κατά κόσμον Χιραόκα Κιμιτάκι, που άφησε τον κόσμο που λάτρεψε και μίσησε πιότερο κι από τον ίδιο του τον εαυτό, στις 25 Νοεμβρίου του 1970. Ευτυχώς έφυγε νωρίς, και δεν πρόλαβε να αντικρίσει την πιθηκοειδή απόπειρα εκδυτικισμού μιας σπουδαίας πατρίδας. Δεν πρόλαβε να δει παίκτες «εθνική» Ιαπωνικής ομάδας με βαμμένα καροτί μαλλιά. Δεν πρόλαβε να δει τις ταπεινώσεις των χοίρων στους αετούς, την ατίμωση που επιβάλλει ο αντικατοπτρισμός στην αληθινή εικόνα. Ευτυχώς για εμάς, άφησε πολλά έργα του για να ακούμε και να διαβάζουμε και να βλέπουμε.
Βιβλία του Μισίμα στα Ελληνικά