Η Ιδεολογία της Εθνικιστικής Δεξιάς είναι εγγενώς συνδεδεμένη με την έννοια της Ελληνικότητας, όπως αυτή προσδιορίζεται και εξελίσσεται μέσα από τις μακρόχρονες πολιτισμικές παραδόσεις του έθνους των Ελλήνων αλλά και τις εξωγενείς επιδράσεις που δέχεται, μεταπλάσσει και ενσωματώνει ο Ελληνισμός, κατά την μακραίωνα ιστορική του πορεία στον πλανήτη μας.
Το πόνημα του Χρήστου Χαρίτου «Ριζοσπαστική Δεξιά» αναφέρεται στη σχέση αυτή με σύγχρονους όρους και κάτω από το πρίσμα των νεώτερων αντιλήψεων που επικρατούν στη χώρα μας. Είναι μια πραγματιστική προσέγγιση που κινείται με βάση το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν στα πλαίσια της τωρινής πολιτικής ζωής, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από την ρητορική και τη δράση των πολιτικών μας κομμάτων. Για τον λόγο αυτό αποτελεί μια προσέγγιση με «σάρκα και οστά» περί του πρακτέου. Μία αποτύπωση του ενεργού πολιτικού μας σκηνικού με κριτήριο την ελληνικότητα αποτελεί ίσως την καλύτερη εισαγωγή για τον αναγνώστη στο ανά χείρας βιβλίο που φιλοδοξεί όχι μόνον να προβληματίσει, αλλά να αποτελέσει οδοδείκτη των εξελίξεων στον πατριωτικό χώρο.
Η έννοια της ελληνικότητας, πέραν του σαφώς φυλετικού και πολιτισμικού της χαρακτήρα, αποτελεί μία καίρια πολιτική παράμετρο στη σύγχρονη πολιτική ζωή, μέσα από την οποία είτε προβάλλεται ως στάση ζωής και τρόπος δράσης (από το δεξιό μέρος του πολιτικού φάσματος με κύριο εκφραστή τον ΛΑ.Ο.Σ.), είτε αποδομείται ως τροχοπέδη στις διεθνιστικές αντιλήψεις (από το αριστερό μέρος του φάσματος με προεξάρχοντα τον ΣΥΡΙΖΑ), είτε - και κυρίως - ευτελίζεται στην πράξη από τον πολιτικό πολτό του ευκαιριακού μεσαίου χώρου, κάτω από τα ψευδοδεξιά ή ψευδοαριστερά του επιχρίσματα (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ αντίστοιχα).
Η συντομογραφική αποτύπωση της ιδεολογίας της ελληνικότητας μέσα από το τρίπτυχο της παραδοσιακής Δεξιάς «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια» προβάλλεται σήμερα στην ελληνική πολιτική σκηνή μέσα από έναν σύγχρονο πατριωτικό λόγο, με αναγωγές σε υπερβατικές αξίες («ο Θεός - ή οι θεοί - των Ελλήνων») από τον «Λαϊκό Ορθόδοξο Συναγερμό» (ΛΑ.Ο.Σ.) και υπερκαλύπτει την μικρή εκλογική του βάση (της τάξεως του 5%), διεισδύοντας και εκφράζοντας ένα μεγάλο κομμάτι της Αστικής Δεξιάς το οποίο παραμένει, λόγω συντηρητισμού, εγκλωβισμένο κομματικά στον ακαθόριστο ιδεολογικά χώρο της «Νέας Δημοκρατίας».
Στα πλαίσια αυτών των αντιλήψεων οι πολιτικοί άξονες του ΛΑ.Ο.Σ. αναπτύσσονται με επίκεντρο την καλλιέργεια της εθνικής αυτογνωσίας σε όλες τις βαθμίδες της Παιδείας, την σκληρή πατριωτική γραμμή σε εθνικά θέματα, την αναγκαιότητα της αντιμετώπισης της μεταναστευτικής καταιγίδας που πλήττει την χώρα (μέσα από περιοριστικά μέτρα αναφορικά με τον αριθμό των μεταναστών και πολιτικές σταδιακής ελληνοποίησης των νομίμως εργαζομένων στη χώρα) και την φιλολαϊκή αντικαπιταλιστική γραμμή σε θέματα οικονομίας, με ιδιαίτερη έμφαση στην περιστολή των υπερκερδών των τραπεζών και την πάταξη της διαφθοράς των δημοσίων λειτουργών.
Στην αντίπερα όχθη, η αποδόμηση της ελληνικότητας ως ενεργού παράγοντος στην πολιτική ζωή εκφράζεται μέσα από την πολιτική ηγεσία και τους κύκλους των διανοουμένων του «Συνασπισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς» (ΣΥΡΙΖΑ), οι οποίοι εκπέμπουν έναν πανανθρώπινο διεθνισμό, όπου όλοι οι άνθρωποι είναι «παιδιά της Γης», μίας Γης χωρίς εθνικά σύνορα και εθνικές παραδόσεις, μίας πολυπολιτισμικής Γης, που το κύριο πολιτικό μέλημα είναι η προστασία του περιβάλλοντος και η προάσπιση της όποιας ετερότητας αναφύεται ή παρεπηδημεί στον κοινωνικό ιστό μίας χώρας, που οφείλει να αποβάλλει τα εθνικά της χαρακτηριστικά, ως έξωθεν επιβεβλημένα από τον καταναγκασμό της κρατικής ισχύος (εθνομηδενισμός).
Κάπου ανάμεσα, και κατά κάποιον τρόπο αντιφατικά από απόψεως ιδεολογικής προσέγγισης, κινείται το «Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας» (ΚΚΕ), το οποίο στην σημερινή μετεξέλιξή του, μετά την αποδέσμευσή του από το πεπτωκός άρμα του κομμουνιστικού διεθνισμού της Σοβιετικής Ένωσης, προβάλλει μεν την ελληνικότητα, προασπιζόμενο μέσα από έναν ιδιότυπο εθνικιστικό λόγο την Ελλάδα έναντι των βλέψεων όμορων χωρών, αλλά υιοθετεί μία χαλαρή στάση έναντι του μεταναστευτικού προβλήματος, εν ονόματι μίας νεφελώδους παγκόσμιας κοινωνικής δικαιοσύνης, που υποσκάπτει όμως στην πράξη την ελληνικότητα της αυριανής πολυπολιτισμικής, πολυθρησκευτικής και ενδεχομένως πολυφανατικής ελλαδικής κοινωνίας.
Η έννοια πάντως της ελληνικότητας υφίσταται σήμερα τον απόλυτο διασυρμό της όχι μέσα από την ιδεολογική αντιπαράθεση Δεξιάς-Αριστεράς, που σε τελευταία ανάλυση αποτελεί μιαν ειλικρινή διελκυστίνδα μεταξύ διαφορετικών τρόπων θέασης της ζωής και της ταυτότητας - σημερινής και μελλοντικής - των Ελλήνων. Η έννοια της ελληνικότητας υφίσταται την μετάλλαξή της σε καρικατούρα μέσα από τα ετερόκλητα, πολυσυλλεκτικά και ιδεολογικώς άγευστα, άοσμα και πτητικά κόμματα εξουσίας, του «ραχάτ-σοσιαλισμού» του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ), που «δεν είναι κίνημα αλλά προσκύνημα» (της παγκοσμιοποίησης), και του «ρεμούλ-φιλελευθερισμού» της Νέας Δημο(Φαυλο)κρατίας (ΝΔ), που υπό την ακτινοβόλο δράση των αναπεπταμένων πράσινων ήλιων του ενός και των φλεγομένων γαλάζιων πυρσών των ανάμικτων με τις (κομματικές) ελληνικές σημαίες του άλλου, αναδεικνύουν τους νόμους και υπονόμους της πιάτσας ως καθοριστικούς παράγοντες της σύγχρονης ελληνικότητας, η οποία περιστρέφεται πλέον, όχι γύρω από το προαναφερθέν τρίπτυχο, αλλά από τον μόνο εναπομείναντα και διευρυμένο πυλώνα του, την κακόφημο και κερδοφόρο «οικογένεια», την εναγκαλισμένη με τα πλοκάμια της διαπλοκής και την αποπνέουσα την οσμή της κοινωνικής σήψης.
Το εάν αυτή η σύγχρονη ελληνικότητα των ταγών είναι συμβατή με την ελληνικότητα των υπηκόων τους αποτελεί ένα ανοικτό ερώτημα που, αν δεν υπάρξει έγκαιρη ευαισθητοποίηση και αντίδραση και αντίσταση των Ελλήνων, μόνον μία επερχόμενη εξωτερική (εθνική) ή εσωτερική (οικονομική) κρίση, θα απαντήσει. Τότε όμως φοβούμαι ότι θα είναι πολύ αργά.