«Αχ!» Δεν πρόλαβε να πει τίποτε άλλο. Μόνο αυτή η χαμηλόφωνη κραυγή, ο λυγμός, ξέφυγε από το ματωμένο στόμα του. Κι έπεσε κάτω ανήμπορος. Η βαριά αρματωσιά του έκανε οδυνηρότερη την πτώση. Η σπαθιά που είχε δεχτεί, είχε ανοίξει ένα μεγάλο, κατακόκκινο αυλάκι που ξεκίναγε από το στήθος και κατέληγε στη βάση της κοιλιάς, ακριβώς επάνω απʼ τα αχαμνά του. Ένιωθε το αίμα να κυλάει απʼ την πληγή, άδειαζε σαν φλασκί με κρασί που τρύπησε. Έπρεπε να είναι πολύ πιο προσεκτικός στην αναμέτρησή του με το μισθοφόρο φονιά, το τσιράκι του σατράπη που απάντησε στο δρόμο του. Πολέμησε με την πλάτη στον ήλιο όπως πάντα. Φρόντιζε από σύστημα να μην έχει το φως κόντρα στις μάχες του. Όμως, λίγο το παραπάτημα, λίγο το στραφτάλισμα του εχθρικού σπαθιού στις πύρινες ηλιαχτίδες του μεσημεριού που τον τύφλωσε, και νάτο το χαμόγελο του χαμού που άνοιξε στα σωθικά του.
«Καταραμένε, θα σε πετύχω σε τούτη τη ζωή ή την επόμενη. Κάπου θα σε πετύχω και τότε...» φώναξε στο νικητή εχθρό που σέλωνε τʼ άλογό του έτοιμος να φύγει θριαμβευτής.
«Το μόνο που θα πετύχεις είναι τα σκουλήκια που θα καβαλήσουν το κουφάρι σου για να το φάνε» του απάντησε ο μισθοφόρος μισογελώντας. Μόλις ανέβηκε στο μαύρο άτι του, τράβηξε τα γκέμια, έκανε μισή στροφή, πλησίασε στο μισοπεθαμένο θύμα του και με μια αστραπιαία κίνηση έκοψε τον κότσο με τα πλούσια κατάξανθα μαλλιά του που ήτανε δεμένα με την πορφυρή κορδέλα που στεκότανε από τις δυο άκρες της ασημένιας καρφίτσας. Απεικόνιζε τον σκαραβαίο. Ήταν το σήμα κατατεθέν του. Το έμβλημα της δύναμης, της καταγωγής του. Το μισό βασίλειο που ʽχε γευτεί ή υποστεί την αρετή του, μίλαγε και παραμιλούσε για το δεινό πολεμιστή με την κοτσίδα με τα κατάξανθα μαλλιά και την καρφίτσα με τον ασημένιο σκαραβαίο, ο οποίος ήταν στο κατόπι του σατράπη. Αφηγούνταν ιστορίες για το πόσους φοβερούς πολέμαρχους είχε στείλει στην αγκαλιά της κόλασης, εκείνος ο επίδοξος φονιάς του τυράννου. Οι μάγοι, οι ιερείς αλλά κι οι έμποροι που τον είχαν αντικρίσει, ορκίζονταν ότι την ώρα που έσπερνε το χαλασμό στο διάβα του δεν ήταν άνθρωπος αλλά δαίμονας σωστός. Άλλοι, περισσότερο ευφάνταστοι, έλεγαν πως το κλειδί της δύναμης, της ταχύτητας και της σφοδρότητάς του στη μάχη ήταν εκείνη η καρφίτσα, καθώς και τα μαλλιά του! Ο πεσμένος πολεμιστής τα θυμήθηκε όλα αυτά, κι αν δεν ήταν έτοιμος να διαβεί τις πύλες του θανάτου, θα γέλαγε με όλες τούτες τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες. Όμως, οι διαδόσεις αυτές που ʽχαν φτάσει και στην αυλή του σφετεριστή βασιλιά, σίγουρα πήρανε σάρκα και οστά.
«Γιʼ αυτό και μου πήρε τα μαλλιά για τρόπαιο το κάθαρμα. Για να πάρει την αμοιβή του, πρέπει να του πάει απόδειξη» σκέφτηκε, αλλά ... «ε, γιατί δεν μου παίρνεις το κεφάλι; Το αφεντικό σου δεν θα σε πιστέψει πως με καθάρισες. Τα μαλλιά θα σκεφτεί πως είναι της μάνας σου ή της αδερφής σου ξεφτιλισμένε» φώναξε στο μισθοφόρο που δεν είχε προλάβει νʼ απομακρυνθεί πολύ.
Ο άλλος στʼ άκουσμα αυτών των λόγων, τράβηξε ξανά τα γκέμια του αλόγου. Κοντοστάθηκε. Με ειρωνικό ύφος απάντησε: «Τι να το κάνω το άχρηστο κεφάλι σου ... νεκρέ; Να το ʽχω παρέα στη σέλα να σαπίζει για ένα ολόκληρο φεγγάρι μέχρι το παλάτι; Κι οι τρίχες σου με την καρφίτσα μου αρκούν. Άλλωστε, αφού διάλεξα το τέλος σου, διαλέγω και το καβούρντισμά σου στον ήλιο και τις τελευταίες σου εικόνες - με τα τσακάλια και τα αγρίμια εδώ να σου ξεσκίζουν τις σάρκες. Χαμένε, νομίζεις πως είμαι τόσο σπλαχνικός να σε τελειώσω εδώ και τώρα; Άντε γεια. Θα τα πούμε στην κόλαση μετά από πολλά-πολλά χρόνια». Ο τροπαιούχος μισθοφόρος, λέγοντας αυτά έφτυσε πίσω του και κάλπασε ανατολικά.
«Δεν θα αργήσουμε και τόσο πολύ, μη χαίρεσαι...» προσπάθησε να φωνάξει ο πεσμένος πολεμιστής αλλά δεν τα κατάφερε. Γύρισε το κεφάλι, τʼ ακούμπησε στο χώμα αποκαμωμένος. Πήρε τη στάση του κοιμισμένου.
«Φεύγεις εσύ, φεύγω κι εγώ» άκουσε απʼ το πουθενά.
«Ποιος είναι;» μούγκρισε αλαφιασμένος.
«Εγώ» άκουσε πάλι τη λεπτή φωνή.
«Ποιος είσαι εσύ; Πού είσαι και δεν σε βλέπω;»
«Με κοιτάς αλλά δεν με βλέπεις. Μπροστά σου είμαι. Όνομα δεν έχω. Είμαι απλά ένα σκουλήκι που ψυχορραγεί. Δεν με βλέπεις που χτυπιέμαι, μισολειωμένο; Εσύ με πάτησες την ώρα της μάχης που έχασες» άκουσε ξανά.
Άνοιξε διάπλατα τα μάτια και το είδε. Ένα σκουλήκι, απʼ αυτά που ζουν μέσα στη γη τυφλά. Πράγματι χτυπιότανε μπροστά του, πατημένο κι απαίσιο. «Αποκλείεται να μου μιλάς εσύ. Έχω χάσει αίμα, είμαι κουρασμένος, μισοπεθαμένος κι έχω παραισθήσεις. Τα σκουλήκια δεν μιλάνε, δεν έχουν στόμα».
«Έτσι νομίζεις. Όλα τα πλάσματα του Θεού έχουν μιλιά ακόμα κι αν δεν τη βγάζουν απʼ το στόμα. Κάποτε το ξέρατε όλοι οι άνθρωποι. Για λόγους που δεν μπορώ να σου εξηγήσω τώρα, το ξεχάσατε. Από τότε χάσαμε την επαφή μας. Δεν μιλάμε, ή για να είμαι πιο σωστός δεν επικοινωνούμε».
«Θεέ μου, τέλειωσαν όλα. Πριν προλάβω να τελειώσω την αποστολή μου, βρέθηκα στο πουθενά, βορά στʼ αρπακτικά, έτοιμος να παραδώσω και μιλάω με σκουλήκια!»
«Γιατί είσαι τόσο προσβλητικός; Στην αρχή είπες πως δεν πρέπει να μιλάω, δεν μπορώ να μιλάω, και τώρα λες πως δεν αξίζει να μου μιλάς εσύ!» απάντησε το σκουλήκι και συνέχισε «αντί νʼ ανοιχθείς στο απροσδόκητο τώρα που νιώθεις πως έρχεσαι κοντά στο απόλυτο, παραμένεις στενόμυαλος. Και σε παρακαλώ κόψε τις προσβολές. Τι κακό έχει να μιλάει κάποιος σε σκουλήκι όπως εγώ; Στοιχηματίζω το μισό κορμί που μου ʽχει απομείνει ότι χιλιάδες φορές έχεις καταδεχθεί να κουβεντιάσεις με ανθρώπους που στη συνέχεια, πίσω απʼ την πλάτη τους, τους είπες σκουλήκια. Έτσι δεν είναι;»
«Ναι. Και μια και δυο και χίλιες μου ʽχει συμβεί αυτό. Ωραία, ας μιλήσουμε σκουλήκι, μια που δεν έχω τίποτα καλύτερο να κάνω».
«Για να μιλήσουμε, όμως άνθρωπε, θέλω να μου κάνεις μια χάρη. Εγώ τα λόγια μου δεν τα έχω για πέταμα».
«Χα! Τώρα θέλεις κι αντάλλαγμα. Ε ρε κατάντια... Για πες μου λοιπόν την χάρη που ζητάς σκουλήκι».
«Τίποτα σπουδαίο, λίγο να συρθείς πιο πάνω. Ευκαιρία να μου μοιάσεις για λίγη ώρα. Ξέρεις να σέρνεσαι;»
«Αναθεματισμένο γέννημα της λάσπης! Με βρήκες στα χάλια μου και με δουλεύεις; Είμαι πεσμένος κάτω αλλά μπορώ με το ένα μου χέρι να σε κάνω ένα με το χώμα, να σε λιώσω».
«Έλα τώρα, μην κάνεις έτσι. Δεν θέλω να σε προσβάλλω. Σʼ εμάς που νομίζετε ότι δεν έχουμε μιλιά, δεν υπάρχουν προσβολές, τύψεις, υπονοούμενα κι άλλα μικρά κι ανθρώπινα. Θα σου εξηγήσω γιατί θέλω να συρθείς λίγο προς τα πάνω. Να, τόσο δα, μέχρι να με φτάσει ο θώρακάς σου. Τώρα είμαι αντίκρυ στο πρόσωπό σου. Θέλω να φτάσω μέχρι το ύψος που αρχίζει η σπαθιά που έφαγες, στην αρχή του τραύματός σου».
«Και γιατί το θες αυτό;»
«Με πάτησες και ο μισός είμαι κολλημένος στο χώμα και δεν μπορώ να κουνηθώ. Αν φτάσω κοντά στην πληγή σου και μουσκέψει το χώμα γύρω μου από το αίμα σου, μπορεί και να ξεκολλήσω. Αν ξεκολλήσω μπορεί και να ζήσω. Εμείς τα σκουλήκια μπορούμε να ξαναμεγαλώσουμε, να επιβιώσουμε ακόμα κι αν μας πατήσουν - αρκεί να μην λιώσει το κεφάλι μας ή να μην ξεροψηθούμε στο μεσημεριάτικο ήλιο όπως παθαίνω εγώ τώρα».
«Και για ποιο λόγο να το κάνω αυτό;»
«Έτσι όπως σκέφτεσαι τώρα, δεν υπάρχει κανένας λόγος. Όμως, βάζω στοίχημα ότι συνήθως δεν σκέφτεσαι έτσι. Δεν σκεφτόσουν έτσι - μέχρι να σε κόψει ο μισθοφόρος»
«Που το ξέρεις σκουλήκι;»
«Πολλά μπορεί να ξέρει ένα σκουλήκι. Μοιάζουμε μʼ αντικαθρέφτισμα του ανθρώπου. Περνάτε τη ζωή σας επάνω απ' τη γη. Εμείς ζούμε κάτω απʼ τη γη. Αν ένας άνθρωπος βρεθεί... για τα καλά κάτω απʼ τη γη, έχει τελειώσει. Αν εμείς βρεθούμε για πολλή ώρα στην επιφάνεια, τελειώνουμε με τη σειρά μας».
«Φιλοσοφείς κιόλας;»
«Φιλοσοφία είναι το αυτονόητο ηττημένε άνθρωπε;»
«Εντάξει, θα στο κάνω το χατίρι. Έτσι κι αλλιώς δεν μου αρέσει να σε βλέπω έτσι μισολειωμένο να τινάζεσαι δεξιά-αριστερά. Μου θυμίζεις τα χάλια μου».
«Σʼ ευχαριστώ. Κι εγώ θα κάνω κάτι για σένα».
«Καλά τώρα... Αν ο σατανάς σπάσει και τα χίλια του ποδάρια κι επιβιώσω - που δεν το βλέπω - θα ʽχω να το λέω. Ένα μισολειωμένο σκουλήκι μου έκανε χάρη!»
«Αν είναι να συνεχίσεις τις προσβολές, προτιμώ να ψηθώ σαν το ξερόχορτο στον ήλιο».
«Τι να πω τώρα; Δέχομαι κι υποδείξεις. Ωραία. Δεν συνεχίζω για να μην χαλάσουμε και τις καρδιές μας δυο μελλοθάνατοι άνθρωποι - λάθος. Δυο μελλοθάνατα όντα. Αρχίζω το σούρσιμο. Πρόσεξε να μην σε λιώσω πάλι κατά λάθος».
«Εσύ να προσέξεις. Εγώ δεν μπορώ. Ξέχασες ότι ο μισός είμαι πατικωμένος στο χώμα;»
«Σκάσε επιτέλους! Όταν φτάσω στο κατάλληλο σημείο πες μου. Δεν βαστάω και πολύ».
«Να ʽσαι σίγουρος ότι θα στο πω. Ξεκίνα».
Ο τραυματισμένος πολεμιστής έσφιξε τα δόντια κι άρχισε να σέρνεται. Συγκράτησε ένα ουρλιαχτό. Ο πόνος ήταν αφόρητος. Ένιωθε λες και τα σπλάχνα του χύνονταν στο χώμα - και το χειρότερο ήταν πως μπορεί να μην έκανε λάθος στην εκτίμησή του. Σχεδόν άκουγε το αίμα του να ορμά μέσα από την πληγή του σε πίδακες καυτούς και να χτυπάει το χώμα που το ρούφαγε διψασμένο. Κόντεψε να λιποθυμήσει.
«Εδώ! Καλά είναι. Μου φαίνεται πως μπορεί και να την γλιτώσω. Να ʽσαι καλά».
«Μέχρι εδώ σκουλήκι. Πάψε το δούλεμα. Άκου να ʽμαι καλά. Ανάθεμα τα κόκκαλα των υαινών που έσπειραν αυτό τον μπάσταρδο τον σφετεριστή της καταραμένης χώρας! Κατάρα στη γενιά του και στον ίδιο!»
«Γιατί καταριέσαι τη γενιά του βασιλιά;»
«Και που τον ξέρεις εσύ;»
«Απορώ γιατί συνεχίζεις να με υποτιμάς. Τέλος πάντων, ας σου πω. Πριν φτάσω εδώ που έφτασα, καλοπερνούσα στη δυτική του αυλή, αυτή με τις τεράστιες τριανταφυλλιές. Ήμουν ο ωχρός όφις - έστω και μικρός - κάτω από το βασιλικό ρόδο, αν με καταλαβαίνεις».
«Δεν τα καταλαβαίνω όλα, αλλά μην συνεχίζεις. Δεν θέλω νʼ ακούσω τίποτε άλλο για το απόβρασμα που ανέβηκε στο θρόνο. Με πονάει πιότερο κι απʼ την πληγή μου. Απέτυχα στην αποστολή μου. Έπρεπε να τον σκοτώσω, κι αντί γιʼ αυτό με σκότωσε εκείνος με το πληρωμένο του τσιράκι. Ζούσα για εκείνη την άγια στιγμή που θα έβλεπα στα μάτια του τον τρόμο της δικαιοσύνης, του θανάτου, αλλά...»
«Μέχρι πριν από μια βδομάδα ήμουν εκεί και μπορώ να σου πω πολλά».
«Ψεύτη, αχάριστο σκουλήκι! Σου ʽδωσα το αίμα μου και με γεμίζεις ψέματα. Πώς διάνυσες απόσταση που απαιτεί ένα μήνα δρόμο με γρήγορο άτι - γιατί τόσο απέχει το παλάτι του στην πρωτεύουσα μέχρι εδώ - μέσα σε μια βδομάδα; Σούρνοντας και γλύφοντας;»
«Πρώτον δεν είμαι σαλιγκάρι. Δεν γλύφω, μόνο σέρνομαι. Δεύτερον, ξέχασες ότι χρειάζεται ένας μήνας με άλογο μέσω της ενδοχώρας. Από τη θάλασσα όμως, είναι μετά βίας δυο ημέρες».
«Ναι, αλλά πως βρέθηκες σε πλοίο εσύ; Έκοψες εισιτήριο;»
«Μην κοροϊδεύεις. Βρέθηκα σε πλοίο γιατί ο κηπουρός ξεχέρσωνε την αυλή με τις τριανταφυλλιές, μʼ έπιασε και μένα το δικράνι... προσγειώθηκα σʼ ένα μπαούλο με χρυσαφικά που έβγαινε απʼ το παλάτι. Από εκεί σ' ένα πλοίο, από το πλοίο στην τσέπη ενός ναύτη που ʽκλεψε μια χούφτα χρυσαφικά, από εκεί στο χαλινό ενός αλόγου περαστικού που πούλησε το σπαθί του στο ναύτη... Μεγάλη ιστορία, τι να σου πρωτοπώ; Όμως, μου χρειάστηκε μόνο μια βδομάδα μέχρι να με πατήσεις...»
Ο πολεμιστής αναρίγησε: «Γιατί έβγαιναν τα χρυσαφικά από το παλάτι;»
«Μα, γιατί άλλο; Επειδή επιστράφηκαν όλα στους δικαιούχους από τους οποίους τα είχε κλέψει».
«Μπα; Έχει οικονομικές δυσκολίες ο καταραμένος;»
«Όχι. Είναι νεκρός. Πέθανε από την καρδιά του. Μόλις άκουσε ότι είχες ξεκάνει την ομάδα με τους μαχαιροβγάλτες που είχε πληρώσει για να σε σκοτώσουν, έπεσε ξερός. Τον σκότωσε η φήμη σου η οποία προηγήθηκε του σπαθιού σου και μάλλον είναι πιο θανατηφόρα απʼ αυτό. Τώρα έχει αναλάβει το βασίλειο ο εξάδελφός του, εκείνος που είχε εξοριστεί μετά τη στάση του στρατού. Ο μισθοφόρος που σε ʽριξε κάτω θα είναι τυχερός αν φτάσει στην πρωτεύουσα και επιζήσει».
Ο ετοιμοθάνατος πολεμιστής, πριν χάσει τις αισθήσεις του από την αιμορραγία, τον πόνο ή και την χαρά - δεν μπόρεσε να κρίνει ποιό απʼ όλα επικράτησε στο ρημαγμένο του κορμί, πρόλαβε να σκεφτεί μόνο δύο πράγματα, σκέψεις ίδιες μʼ αστραπές του εκδικητή Θεού του: «Μην υποτιμάς κανέναν - ούτε τα σκουλήκια. Η φήμη σκοτώνει».