Η θέση του Λαϊκού Νομαρχιακού Συναγερμού για την Ανατολική Αττική για την Μετανάστευση

  • Δημοσιεύτηκε: 11 Ιούλιος 2006

    Ο θεσμός της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, από τη θέσπισή του μέχρι σήμερα, «μειονεκτεί» σε επίπεδο νομοθετημένων πρωτοβουλιών και παρεμβάσεων έναντι του Δήμου και της Κοινότητας και ασφαλώς έναντι της Κεντρικής Εξουσίας. Το γεγονός αυτό έχει ως αντίκτυπο την αδυναμία ολοκλήρωσης βασικών λειτουργιών του «οράματος» της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, όπως τουλάχιστον είχε εξαγγελθεί προγραμματικά πριν τη θέσπισή του, αλλά και την αδυναμία κατοχύρωσης αφενός ουσιαστικών παρεμβάσεων από πλευράς διοίκησης (που παραμένει αγκυλωμένη και γραφειοκρατική) στις τοπικές κοινωνίες, αφετέρου προσέλκυσης του ενδιαφέροντος των πολιτών για ενεργή συμμετοχή στα δρώμενα, διευκολύνοντας έτσι στην ανάπτυξη μιας διαφορετικής σχέσης με τη Διοίκηση, πιο ευέλικτη, λειτουργική και αποκεντρωμένη.

    Στο πλαίσιο αυτής της οπτικής της λειτουργίας της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, προτείνεται και στο υπό εξέταση ειδικό θέμα των αλλοδαπών, η αλλαγή ορισμένων διατάξεων του σε ισχύ νόμου (3386/05) έτσι ώστε η πρωτοβουλία για σημαντικά ζητήματα που αφορούν την δραστηριοποίηση και την διαβίωση των αλλοδαπών στην εκάστοτε τοπική κοινωνία, να κρίνεται κυρίως από την ίδια την κοινωνία και όχι από την Κεντρική Διοίκηση με την νεφελώδη γραφειοκρατική «μεθόδευση» της έννοιας της Περιφέρειας όπως λειτουργεί σήμερα.

    Σκοπός επομένως των προτάσεων αυτών είναι η ουσιαστική εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας η οποία σε γενικές γραμμές κρίνεται επαρκής, αν εξαιρέσουμε την ατολμία της να εμπιστευτεί την τοπική κοινωνία περί της σκοπιμότητας της έκδοσης και της ανανέωσης αδειών παραμονής σε αλλοδαπούς, καθώς και τις συνέπειες αυτής της τακτικής, από την πολυετή εφαρμογή της μέχρι σήμερα (υπό το καθεστώς του νόμου 2910/01 ο οποίος μερικώς αντικατεστάθη με τον παρόντα).

    1) Το άρθρο 11 του Ν. 3386/05 ρυθμίζει τις προυποθέσεις «υποβολής αίτησης για χορήγηση και ανανέωση άδειας διαμονής» προβλέποντας γενικά ότι ο υπήκοος τρίτης χώρας (εκτός Ε.Ε) που αιτείται τη χορήγηση άδειας για έναν από τους λόγους που προβλέπονται στο νόμο αναλυτικά, οφείλει μετά την είσοδό του στη χώρα και πριν τη λήξη της θεώρησης εισόδου να υποβάλει αίτηση, αρμόδια για την εξέταση της οποίας είναι η Υπηρεσία Αλλοδαπών της Περιφέρειας που λειτουργεί στο νομό του τόπου κατοικίας του αιτούντος.

    Καθίσταται προφανές ότι προκειμένου να λειτουργήσει πραγματικά η Υπηρεσία αυτή και να παραγάγει έργο πρέπει να αποκεντρωθεί υπαγόμενη απευθείας στην οικεία Νομαρχία και να απεμπλακεί από την κεντρική διοίκηση αποφασίζοντας εκτός από τη νομιμότητα της χορήγησης ή ανανέωσης αδειών (όπως μέχρι τώρα γίνεται) και στη σκοπιμότητα χορήγησης που έως τώρα προφανώς γίνεται με κριτήρια που δεν λαμβάνουν επ' ουδενί υπόψη τις ανάγκες και τις ευαισθησίες της τοπικής κοινωνίας στην οποία θα ζήσει και θα εργαστεί ο αλλοδαπός. Το καθήκον αυτό, μπορεί να ανατεθεί στην Πενταμελή Επιτροπή Μετανάστευσης που ήδη προβλέπεται από το νόμο (άρθρο 13) και που σήμερα αποτελείται από 4 υπαλλήλους της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Περιφέρειας και από έναν εκπρόσωπο της Αστυνομικής Αρχής, δηλαδή απαρτίζεται εξ ολοκλήρου από Δημοσίους υπαλλήλους.

    Προτείνεται λοιπόν στο επίπεδο αυτό η συμμετοχή στην επιτροπή αυτή και αιρετών εκπροσώπων της τοπικής κοινωνίας (πχ. του Προέδρου της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης ή νομαρχιακών συμβούλων), οι οποίοι εκ των πραγμάτων-ακόμα και υποχρεούμενοι νομοθετικά- θα λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στην τοπική κοινωνία (πχ δείκτη ανέργου πληθυσμού, δείκτη παραγωγικότητας, ύπαρξη θέσεων εργασίας σε συνεργασία με τον ΟΑΕΔ, δείκτη εγκληματικότητας της περιοχής κλπ), ώστε η απόφασή τους να βασίζεται σε συγκεκριμένες αρχές και να απηχεί συγκεκριμένες ανάγκες.

    2) Οι προυποθέσεις που απαιτεί ο νόμος για την λεγόμενη «οικογενειακή επανένωση» των αλλοδαπών (άρθρο 53) υπηκόων τρίτης χώρας που κατοικούν νόμιμα στην Ελλάδα, προβλέπει εκ νέου την εμπλοκή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης της Περιφέρειας. Όμως ούτε και εδώ η τελευταία έχει καμία αποφασιστική αρμοδιότητα, εφόσον το μοναδικό κριτήριο για την χορήγηση της «άδειας επανένωσης» είναι η πλήρωση κάποιων τυπικών και ουδόλως σημαντικών παραγόντων που αποκτώνται σχεδόν από όλους (διαμονή 2 ετών, ύπαρξη οικογενειακής σχέσης, ετήσιο εισόδημα, ασφάλιση).

    Έτσι στην πράξη αλλοδαποί που ήρθαν παράνομα στην Ελλάδα και νομιμοποιήθηκαν από τους αλλεπάλληλους νόμους που απαιτούσαν ... μόνο την απόδειξη της (παράνομης) εισόδου τους αρκεί να είχε παρέλθει ένα χρονικό διάστημα από αυτήν, μπορούν με ελάχιστες προυποθέσεις να καλέσουν και να νομιμοποιήσουν και την οικογένειά τους (σύζυγο και ανήλικα τέκνα) με προοπτική ασφαλώς τη μόνιμη διαμονή τους στην Ελλάδα. Το μέτρο αυτό όμως λαμβάνεται άκριτα και χωρίς ουσιαστικό έλεγχο σκοπιμότητας της εισόδου πολυάριθμων αλλοδαπών που δεν θα συμμετάσχουν άμεσα στον παραγωγικό ιστό της χώρας, αλλά θα εξαρτώνται επί μακρόν από έναν αλλοδαπό με κατά τεκμήριο χαμηλό βιοτικό επίπεδο. Μετακυλίεται λοιπόν η ευθύνη διαβίωσής τους στην τοπική κοινωνία, η οποία ούτε ερωτάται, ούτε συμμετέχει στη διαδικασία αυτή, ενώ υποχρεώνεται να χρηματοδοτεί τις τακτικές και έκτακτες ανάγκες τους (δωρεάν παιδεία και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη).

    Παρότι ο νόμος προβλέπει την ανάκληση άδειας διαμονής αν διαπιστωθεί ότι δεν συντρέχουν οι όροι τους οποίους κάποιος αλλοδαπός επικαλέστηκε για να «ενωθεί» με την οικογένειά του (άρθρο 58), στην πράξη είναι αδύνατο να διαπιστωθεί από μια κατεξοχήν γραφειοκρατική υπηρεσία το εάν η οικογενειακή σχέση (ιδίως ο γάμος, η υιοθεσία, η αναγνώριση τέκνων) έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση ή όχι των διατάξεων του νόμου ή αν η σχέση αυτή διατηρείται και μετά για λόγους πραγματικούς (θάνατος, ενηλικίωση ανηλίκων, διακοπή έγγαμης συμβίωσης κλπ). Ουσιαστικά ο έλεγχος σκοπιμότητας που προτείνεται θα αντικαταστήσει πάλι τον τυπικό έλεγχο νομιμότητας που πραγματοποιείται, εξετάζοντας το εάν οι τοπικές συνθήκες επιτρέπουν την αύξηση του τοπικού πληθυσμού δια του έμμεσου αυτού τρόπου.

    3) Για κάποιον ακατανόητο στην κοινή λογική λόγο και σε πλήρη αντίθεση με τα όσα ισχύουν στον υπόλοιπο κόσμο, παρέχεται δωρεάν πρόσβαση στην εκπαίδευση (άρθρα 59, 72) των μελών της οικογένειας των αλλοδαπών, ακόμα κι όταν οι τελευταίοι δεν διαθέτουν νόμιμη άδεια παραμονής. Η δωρεάν αυτή πρόσβαση στην υγεία και την εκπαίδευση δεν είναι ρητά κατοχυρωμένη νομοθετικά, αλλά εφαρμόζεται στην πράξη για λόγους ισότητας (με τους Έλληνες πολίτες) και επιείκειας προς τους αλλοδαπούς. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τα τυχόν νοσήλεια της κατηγορίας των αλλοδαπών που «επανενώνονται» με την οικογένειά τους, σύμφωνα με τα παραπάνω. Στο κεφάλαιο αυτό προτείνεται η θέσπιση ειδικού τέλους εκπαίδευσης και νοσηλείας υπέρ της Νομαρχίας που θα έχει και την ευθύνη για την παροχή των υπηρεσιών στους δικαιούχους (σχολεία και νοσοκομεία).

    4) Εντύπωση προκαλεί το γεγονός, ότι μέχρι σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά τον πρώτο νόμο περί αλλοδαπών, δεν υπάρχει σοβαρή καταγραφή του αριθμού των διαβιούντων αλλοδαπών στην Ελληνική επικράτεια. Η κεντρική διοίκηση όλων των κυβερνήσεων, μετά την πρώτη αμηχανία της αθρόας εισροής μεταναστών, ακολούθησε την πολιτική του στρουθοκαμηλισμού, με αποτέλεσμα να χορηγεί μέχρι και σήμερα συνεχείς «παρατάσεις» ως προς την νομιμοποίηση των αλλοδαπών εφόσον δεν διαθέτει την πολιτική βούληση να διενεργήσει έλεγχο σκοπιμότητας περί της ανάγκης παραμονής τους στη χώρα ή όχι.

    Σήμερα, οι περισσότεροι από τους πρώτους παράνομους μετανάστες έχουν νομιμοποιηθεί εκ των πραγμάτων, επομένως, δεν τίθεται καν θέμα σκοπιμότητας, υπάρχει όμως πλήθος άλλων παρανόμως διαβιούντων που στο μεταξύ συνέρευσαν στην Ελλάδα και αναμένουν τη νομιμοποίησή τους, χωρίς να γνωρίζουμε τον ακριβή αριθμό τους. Προτείνεται καταγραφή τους με ευθύνη της Νομαρχίας και όχι της Κεντρικής Διοίκησης. Η καταγραφή να γίνεται κατόπιν προσκλήσεως και παροχής επαρκούς προθεσμίας που θα δημοσιεύεται στον τοπικό τύπο και τα ΜΜΕ, θα αναρτάται δε στις γλώσσες κατανόησης των αλλοδαπών στη Νομαρχία. Με την καταγραφή αυτή θα αποκτούν ειδική ταυτότητα με τη σφραγίδα της Νομαρχίας που θα περιέχει τα στοιχεία και τη διεύθυνσή τους (στα διοικητικά όρια της Νομαρχίας αποκλειστικά), η οποία θα τους περιορίζει από την παροχή εργασίας ή ανανέωσης άδειας στα όρια άλλης Νομαρχίας. Οι μη καταγεγραμμένοι καθώς και όσοι θα αρνούνται να υπαχθούν σε αυτούς τους περιορισμούς θα απελαύνονται κατά τους ορισμούς του άρθρου 74 επ.

    5) Στο άρθρο 76 ορίζεται ότι «εφόσον εκδοθεί απόφαση απέλασης, η κράτηση συνεχίζεται ως την απέλαση σε καμία όμως περίπτωση δεν μπορεί να υπερβαίνει τους 3 μήνες. Στις περιπτώσεις αυτές θα παραμένει κρατούμενος σε ειδικό καθεστώς περιορισμού μέχρι να καταστεί εφικτή η απέλασή του». Στην πράξη η προσωρινή αυτή κράτηση, αποτελεί «παράθυρο ελευθερίας» για τους λαθρομετανάστες από χώρες στις οποίες απαγορεύεται η απέλαση (Ιράκ, Αφγανιστάν, Παλαιστίνη, κλπ). Με το δεδομένο ότι αυτοί σπανίως αποδεικνύουν με έγγραφα την ταυτότητά τους, ισχυριζόμενοι ότι προέρχονται από μια από αυτές τις χώρες (δυνατότητα ανταπόδειξης δεν υπάρχει ούτε όταν οδηγούνται για «συνέντευξη» σε διάφορες αραβικές πρεσβείες) παραμένουν κρατούμενοι επί 3μηνο και αφήνονται ελεύθεροι, σε καθεστώς ημιπαρανομίας «μέχρι να καταστεί δυνατή η απέλασή τους», δηλαδή ποτέ!

    Προτείνεται η κατάργηση του καταλόγου ανεπιθυμήτων (άρθρο 82) όπως λειτουργεί, εφόσον δεν διασφαλίζεται η μη είσοδος ή μη παραμονή αλλοδαπού με πλαστά στοιχεία ταυτότητας τα οποία επιτυγχάνονται ευχερώς από τους απελαυνόμενους, με μια απλή αλλαγή διαβατηρίου το οποίο αγοράζουν έναντι μικρού τιμήματος και στο οποίο καταχωρούν τα στοιχεία που θέλουν. Προτείνεται η εφαρμογή ανθρωπομετρικών μεθόδων κατά την απέλαση και την καταγραφή ώστε να μην είναι δυνατή η πλαστοπροσωπία σε αυτές τις περιπτώσεις.