Έχω κατ' επανάληψιν υποστηρίξει ότι οι περισσότερες πολιτικές συζητήσεις, αν και απαιτούν απλή λογική, ιδεολογικοποιούνται απο αυτούς που κρυπτόμενοι πίσω από μία γενική θεωρία επιθυμούν να αποφύγουν να πάρουν θέση απέναντι στα πράγματα. Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος κινδυνεύει να αστοχήσει αν δεν καταστεί κατανοητό τι είναι και πώς πρέπει να λειτουργούν οι συνταγματικές διατάξεις. Και εξηγούμαι αμέσως: Ενώ το αντικείμενο της αναθεωρήσεως του άρθρου 24 και του σχετικού άρθρου 117 παρ. 2 και 3 του Συντάγματος είναι ακριβώς η αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων, οι αντιπολιτευόμενοι την συνταγματική αναθεώρηση προβάλλουν ως επιχείρημα την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων, διατεινόμενοι ότι αν τελικώς τροποποιηθεί το άρθρο 24, αυτό ούτε λίγο ούτε πολύ ισοδυναμεί με περιβαλλοντική καταστροφή.
Τι λέει όμως το άρθρο 24 παρ. 1: «Η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός. Για τη διαφύλαξή του το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει ιδιαίτερα προληπτικά ή κατασταλτικά μέτρα στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την προστασία των δασών και των δασικών εκτάσεων. Η σύνταξη δασολογίου αποτελεί υποχρέωση του Κράτους. Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την Εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον». Και παρακάτω η ερμηνευτική δήλωση ορίζει τι είναι δάσος και τι δασική έκταση.
Η θέση μου είναι ότι ως συνταγματική διάταξη το άρθρο 24 έπρεπε να λέει: «Η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος αποτελεί υποχρέωση του Κράτους και δικαίωμα του καθενός». Διότι είναι προφανές ότι αφού αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τότε το Κράτος έχει υποχρέωση να παίρνει τα σχετικά μέτρα. Διότι είναι προφανές ότι πρέπει να εκδοθούν σχετικοί νόμοι. Διότι είναι προφανές ότι θα πρέπει να συνταχθεί δασολόγιο. Και ακόμη προφανέστρεο είναι ότι όλα αυτά αποτελούν αντικείμενο νομοθετικών ρυθμίσεων και όχι συνταγματικών διατάξεων.
Γιατί όμως ο συνταγματικός νομοθέτης επέλεξε μία τέτοια αναλυτική, αν όχι φλύαρη, ρύθμιση; Προφανώς για να περιορίσει την νομοθετική ευχέρεια του κοινοβουλίου, πιστεύοντας έτσι ότι προστατεύει αποτελεσματικότερα τα δάση και εν γένει το περιβάλλον.
Όμως το Σύνταγμα πρέπει να είναι λιγόλογο, περιεκτικό και γενικό, αφήνοντας την νομοθετική εξουσία να εξειδικεύσει τις επιμέρους ανάγκες, Αρκεί εδώ να ειπωθεί ότι σε χώρες με μακρά κοινοβουλευτική παράδοση, όπως η Αγγλία, δεν υπάρχει καν γραπτό Σύνταγμα. Πιστεύει ο συνταγματικός νομοθέτης ότι με την αναλυτική περιγραφή δεσμεύει τον απλό νομοθέτη και την διοίκηση σε μία ορισμένη κατεύθυνση και ξεχνά ότι, όπως μας διδάσκει η φιλοσοφία της γλώσσας μετά τον Wittgenstein, όσο περισσότερες είναι οι λέξεις τόσο πιο ανοικτά είναι τα περιθώρια της ερμηνείας.
Το Σύνταγμα δεν είναι ικανό να προστατεύσει τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις, όπως και δεν τις προστάτεψε. Οι αυστηρές ρυθμίσεις του Συντάγματος και η μαχητικά οικολογική νομολογία του ΣτΕ δεν απέτρεψαν τους εμπρησμούς, τις οικοπεδοποιήσεις, την αυθαίρετη δόμηση. Αντιθέτως όμως η νομοθετική ακαμψία οδήγησε στην ομηρία και στην κατ' αποτέλεσμα αφαίρεση της περιουσίας παμπολλους νομιμότατους ιδιοκτήτες ακινήτων που είδαν εν μία νυκτί τα αγροτεμάχιά τους να βαπτίζονται δασικές εκτάσεις και να μην μπορούν να βρουν το δίκιο τους πουθενά.
Όσοι υποστηρίζουν ότι το Σύνταγμα μπορεί να προστατέψει το δάσος, μπερδεύουν τους ρόλους. Το Σύνταγμα μπορεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο προστασίας του περιβάλλοντος και να δείξει προς μία κατεύθυνση. Ούτε μπορεί, ούτε πρέπει να ρυθμίσει επιμέρους θέματα, ούτε πολλώ μάλλον να αποπειραθεί να δεσμεύσει την εφαρμογή του νόμου. Αυτή είναι η δουλειά της διοικήσεως. Τα δάση κατεστράφησαν γιατί η διοίκηση δεν τα προστάτεψε. Τα αυθαίρετα χτίστηκαν γιατί η διοίκηση δεν το απέτρεψε και όχι γιατί αντιστοίχως επιτρέπονται οι εμπρησμοί ή η αυθαίρετη δόμηση.
Αλλά δυστυχώς αυτή είναι η πολιτική πραγματικότητά μας: την ανυπαρξία της διοικήσεως, την διαφθορά της, την αναποτελεσματκότητά της πιστεύει ο νομοθέτης ότι θα αντισταθμίσει με την αυστηροποίηση των νόμων, της νομολογίας, του Συντάγματος, με αποτέλεσμα να ενισχύει τις κατασταλτικές δυνατότητες μιάς ήδη ανίκανης και διεφθαρμένης διοικήσεως. Έτσι όμως γεννιέται ακόμη μεγαλύτερη αδικία και το παράδειγμα του άρθρου 24 και της στην πράξη λειτουργίας του είναι από τα χαρακτηριστικότερα: η νομοθετική αυστηρότητα οδηγησε τον νομοταγή στο έλεος της διεφθαρμένης διοικήσεως, ενώ ουδέν αποτέλεσμα έφερε ως προς το προστατευτέο αγαθό, δηλ. εν προκειμένω, το Περιβάλλον.
Γι' αυτό και είμαι υπέρ της τροποποιήσεως του άρθρου 24 και του άρθρου 117 του Σ. δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι παραμένει ζητούμενο η δημιουργία μίας αποτελεσματικής διοικήσεως. Και στην κατεύθυνση αυτή η κοινωνία των πολιτών πολλά μπορεί να προσφέρει με την ενεργό της στάση.