Πέθανε στις 3 Αυγούστου 2008 από ανακοπή καρδιάς σε ηλικία 89 ετών ο διάσημος Νομπελίστας και Ορθόδοξος Εθνικιστής Αλεξάντερ Σολζενίτσιν. Υπήρξε ο άνθρωπος που αποκλήθηκε «η Εθνική και Χριστιανική Συνείδηση του Ρωσικού Έθνους», αποκαλύπτοντας πρώτος στα μυθιστορήματα του την βαρβαρότητα των σταλινικών στρατοπέδων συγκεντρώσεως, ενώ κατάγγειλε εξίσου τον Καπιταλισμό, την Δυτική δημοκρατία και τον Σιωνισμό.
Γεννημένος στις 19 Δεκεμβρίου 1918 στο Κισλοντόφσκ της Σοβιετικής Ομόσπονδης Δημοκρατίας, ο Σολζενίτσιν ανήκε σε οικογένεια λευκών Κοζάκων διανοούμενων, που είδε την οικογενειακή περιουσία του να μετατρέπεται σε κολχόζ στην περίοδο μετά τον Ρωσικό Εμφύλιο. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Ροστόφ, από το οποίο έλαβε το πτυχίο μαθηματικού, και σπούδασε λογοτεχνία δι' αλληλογραφίας στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας.
Το όνομα του Αλέξανδρου Σολζενίτσιν έγινε γνωστό, όταν το 1962 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο, το «Μία Μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς». Το βιβλίο έπεσε σαν βόμβα στους λογοτεχνικούς κύκλους πρώτα της χώρας του και μετά όλου του κόσμου. Το βιβλίο κατέγραφε με γλαφυρό τρόπο μία τυπική μέρα στα σταλινικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ο Σολζενίτσιν είχε καταδικασθεί το 1945 σε πολυετή φυλάκιση και υποχρεωτική εξορία στα στρατόπεδα γκουλάγκ, επειδή σε ένα γράμμα που έγραψε κατά την διάρκεια της θητείας του, κατηγορούσε την πολιτική του Στάλιν, τον οποίο αποκαλούσε «μπαλαμπός», χρησιμοποιώντας την εβραϊκή λέξη για το αφεντικό.
Πρέπει να πούμε ότι η «Μια Μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς» ευτύχησε να κυκλοφορήσει στην διάρκεια των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων του Νικολάϊ Χρουστσόφ. Ήταν η πρώτη φορά στην μετασταλινική περίοδο που κάποιος έγραφε για αυτή την μαύρη πτυχή του σοβιετικού καθεστώτος, ενώ το βιβλίο, όπως και όλο το υπόλοιπο έργο του, διαπνεόταν από έναν χριστιανικό ουμανισμό στην καλύτερη παράδοση του Τολστόι.
Όμως η καλλιτεχνική του ελευθερία δεν κράτησε πολύ. Το 1964 ο Χρουστσόφ ανατρέπεται από τον Μπρέζνιεφ και οι απαγορεύσεις στην πολιτική και καλλιτεχνική ζωή ξαναρχίζουν. Έτσι τα επόμενα του έργα, όπως η «Πτέρυγα Καρκινοπαθών» και ο «Πρώτος Κύκλος», κυκλοφόρησαν μόνο σε «σάμιζντατ», δηλαδή παράνομες ιδιωτικές εκδόσεις που κυκλοφορούσαν από χέρι σε χέρι στην Δύση και την Σοβιετική Ένωση, ενώ από το 1969 θα έγραφε στην «Βέτσε» μια εφημερίδα που θα γινόταν το ιδεολογικό όργανο των Νεοσλαβόφιλων (ή των Ορθόδοξων Εθνικιστών της αντιδυτικής Παράταξης).
Το 1970 o Μπρέζνιεφ κήρυξε παράνομη κάθε μορφή Ρωσικού Εθνικισμού που δεν συνδυαζόταν με το δόγμα του Μαρξισμού-Λενινισμού. Όμως για τον Σολζενίτσιν και τους συντάκτες της παράνομης πλέον «Βέτσε», ο Ρωσικός Εθνικισμός δεν μπορούσε να νοηθεί εκτός Ορθοδοξίας και ο άθεος Εθνικισμός που προωθούσε το Κ.Κ.Σ.Ε. και που στερείτο της αίσθησης του οίκτου, της γενναιοδωρίας και της αγάπης προς τον Θεό, δεν μπορούσε να αποκαλείται Ρωσικός.
Οι Ορθόδοξοι Εθνικιστές της «Βέτσε» επηρεαζόταν από τον Ντοστογιέφσκι και τους σλαβόφιλους στοχαστές του 19ου αιώνα, όπως ο Νικολάϊ Ντανιλέφσκι και ο Κωνσταντίν Λεόντιεφ (πρόδρομοι του Σπένγκλερ και του Συντεχνιακού Κράτους αντίστοιχα). Αυτοί πίστευαν στο εθνικιστικό τρίπτυχο «Τσάρος-Λαός-Ορθοδοξία», και περιφρονούσαν την δυτικο-αναθρεμμένη ιντελιτζένσια (φιλελεύθερη, αναρχική και σοσιαλιστική) της χώρας. Υπερασπιζόταν τις παραδόσεις του Ρωσικού λαού ενάντια στην δυτικοποίηση της χώρας που ξεκίνησε από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου, ενώ θεωρούσαν τα Έθνη και όχι τις τάξεις ως κινητήριους μοχλούς της Ιστορίας.
Οι αντιφρονούντες συγγραφείς της «Βέτσε» εμπνεόταν επίσης από την χριστιανική φιλοσοφία του Νικολάϊ Μπερντγιάεφ και έτρεφαν μεγάλη συμπάθεια για τον Μάρτιν Χάϊντεγκερ και «το πάθος του για την αναζήτηση της πραγματικής ύπαρξης», ενώ απέρριπταν έμπρακτα φιλοσόφους «όπως ο Σαρτρ και ο Μαρκούζε που προκάλεσαν τέτοια αναταραχή στα ασταθή μυαλά της δυτικής νεολαίας».
Πρωταρχικός σκοπός των Νεοσλαβόφιλων ήταν η ανάπτυξη μίας εθνικής ιδεολογίας και κύριο καθήκον των εθνικιστών ήταν η ηθική και κοινωνική αναγέννηση της αγροτιάς, και του λαού γενικότερα, ενώ η αναβίωση της εθνικής κουλτούρας θα γινόταν το εφαλτήριο για τις μελλοντικές καλλιτεχνικές εξελίξεις. Τέλος ενθάρρυναν την αγάπη προς την Πατρίδα και την Ορθοδοξία.
Το μανιφέστο του κινήματος ήταν η «Ανοικτή Επιστολή προς τους Ηγέτες της Σοβιετικής Ενώσεως» που γράφτηκε από τον Σολζενίτσιν το 1973. Σε αυτό το κείμενο ο Σολζενίτσιν αναγνωρίζει ότι υπάρχουν μόνο δύο πραγματικοί κίνδυνοι για την Ρωσία: «ο πόλεμος με την Κίνα και η κοινή καταστροφή μαζί με τον δυτικό πολιτισμό μέσα στο στρίμωγμα και την δυσωδία της μολυσμένης Γης».
Όσο αφορά το πρώτο, ο Σολζενίτσιν πιστεύει ότι δεν αξίζει να σκοτωθούν εκατομμύρια νεαροί στρατιώτες για ένα ιδεολογικό πόλεμο, ένα πόλεμο για την ιδεολογική καθαρότητα μιας νεκρής ιδεολογίας. Φωνάζει στο μανιφέστο του: «Τραβήξτε, βγάλτε από όλους μας αυτό το καταϊδρωμένο, βρώμικο πουκάμισο, που έχει κιόλας πάνω του τόσο αίμα-το αίμα εκείνων των 66 εκατομμυρίων -ώστε δεν αφήνει να πάρει ανάσα το ζωντανό σώμα του έθνους μας. Πάνω του βρίσκεται όλη η ευθύνη για όσα έγιναν στη χώρα, και γι' αυτό πρέπει να το βγάλετε, όσο πιο γρήγορα γίνεται κι ας το περιμαζέψει όποιος θέλει».
Όσο αφορά την οικολογική καταστροφή γράφει: «Η οικονομική άνοδος όχι μόνο δεν χρειάζεται, αλλά είναι και καταστροφική. Βρωμίσαμε την αχανή ρωσική γη και παραμορφώσαμε την καρδιά της Ρωσίας, την ακριβή μας Μόσχα». Προτείνει δε την κατάργηση των κολχόζ και την επιστροφή στην παραδοσιακή μορφή του χωριού. Τέλος οραματίζεται μία ηθική και πνευματική επανάσταση που θα αρχίσει με την ριζική αλλαγή του σχολείου, την ελευθερία της θρησκείας, την υποστήριξη του θεσμού της οικογένειας και την πάταξη του αλκοολισμού.
Σχετικά με την ελευθερία του ανθρώπου γράφει: «Η ελευθερία είναι ηθική. Αλλά μόνο ως ένα σημείο, όσο δεν μετατρέπεται σε αυταρέσκεια, και δεν γίνεται αχαλίνωτη. Το ίδιο και η τάξη, δεν είναι ανήθικο αλλά σταθερό και ήρεμο καθεστώς. Και πάλι όμως ως ένα σημείο, όσο δεν μετατρέπεται σε αυθαιρεσία και τυραννία».
Έτσι ο Σολζενίτσιν θα εναντιωνόταν τόσο στον Ανατολικό απολυταρχισμό, όσο και στην Δυτική δημοκρατία. Το πολιτικό ιδεώδες του Σολζενίτσιν είναι μία πεφωτισμένη δεσποτεία, ως ένας «Τρίτος Δρόμος», που είτε θα άφηνε πολλά όρια ελευθερίας ή θα ήταν ένα φιλάνθρωπο αυταρχικό καθεστώς βασισμένο στις Χριστιανικές παραδόσεις και που θα προηγείτο μίας δημοκρατίας, με φοβερή όμως αυτοπειθαρχία και αυτοπεριορισμό. Και στις δύο όμως περιπτώσεις θα βασίζεται σε μικρές αγροτικές κοινότητες και θα συνδυάζεται με μία πολιτική γεωργικών κοοπερατίβων, όπως αυτή που εξύφανε προεπαναστατικά ο Υπουργός Εσωτερικών Στολύπιν.
Το 1970 θα βραβευτεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αλλά δεν θα πάει στην Στοκχόλμη να το παραλάβει, γιατί φοβόταν ότι στην επιστροφή η σοβιετική κυβέρνηση θα του απαγόρευε την είσοδο στην αγαπημένη του πατρίδα.
Τον Δεκέμβριο του 1973 θα κυκλοφορήσει στο Παρίσι ο πρώτος από τους τρεις τόμους του αυτοβιογραφικού αντικαθεστωτικού του αριστουργήματος «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ», που αντίτυπα του είχαν κατασχεθεί από την ΚGB. Μέσα από ένα μίγμα ιστοριογραφίας, μυθιστορήματος και προσωπικών εμπειριών των κρατουμένων, ο Σολζενίτσυν καταγράφει το σύστημα φυλακών και στρατοπέδων καταναγκαστικής εργασίας στην Σοβιετική Ένωση και τις μεθόδους παρακολούθησης, λογοκρισίας και εκτέλεσης αντιφρονούντων που δημιουργήθηκαν με την άνοδο των Μπολσεβίκων στην εξουσία και επεκτάθηκαν κατά την διάρκεια της διακυβέρνησης του Στάλιν.
Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι τόσο μίσησαν οι κομμουνιστές το «Αρχιπέλαγος Γκουλάγκ» που το 1978 μεσούσης της μεταπολίτευσης, «άγνωστοι» (προφανώς Κνίτες) κάψανε ολοκληρωτικά τα γραφεία και τα τυπογραφία του «Πάπυρος Πρες», του εκδοτικού οίκου που διένεμε τα έργα του, ενώ σήμερα τα έργα του είναι ουσιαστικά άγνωστα και για να χρησιμοποιήσουμε την σωστή λέξη απαγορευμένα.
Στις 2 Φεβρουαρίου του 1974, παρόλο το ενδιαφέρον της Δύσης για το πρόσωπο του, θα συλληφθεί και την επόμενη μέρα θα απελαθεί στην Δύση, ενώ θα του αφαιρεθεί η σοβιετική υπηκοότητα. Θα φύγει στο Παρίσι όπου και θα παραλάβει επιτέλους το Νόμπελ. Αργότερα θα εγκατασταθεί στην Βιέννη και στο τέλος της ίδιας χρονιάς θα εγκατασταθεί μόνιμα στο Βέρμοντ των ΗΠΑ.
Κατά την διάρκεια των είκοσι χρόνων που θα ζούσε στην Δύση, ο Σολζενίτσιν θα γκρέμιζε πολλές ψευδαισθήσεις των Δυτικών σχετικά με την Σοβιετική Ένωση και τον Κομμουνισμό. Μία από αυτές ήταν η άποψη ότι ο Λένιν (μαζί με τον Τρότσκι) ήταν ο πραγματικός κομμουνιστής, ενώ ο Στάλιν υπήρξε ο δημιουργός του αυταρχικού κράτους. Αντίθετα ο ίδιος θεωρούσε ότι ήταν ο Λένιν που δημιούργησε την Τσεκά, που αργότερα έγινε KGB, κατάστρεψε την οικονομία, εκτελούσε πολιτικούς αντιπάλους και ίδρυσε το σύστημα των Γκουλάγκ, αν και τότε είχε άλλη ονομασία. Αυτό ήταν φυσιολογικό μιας και η θεωρία των Μαρξ και Ένγκελς ήταν ανέκαθεν βίαια και ολοκληρωτική και θα παράμενε τέτοια όπου και από όποιον και αν εφαρμοζόταν.
Επίσης απέρριπτε την άποψη ότι η Σοβιετική Ένωση παρέμεινε Ρωσική υπό τον κομμουνισμό. Γι' αυτόν, το κομμουνιστικό καθεστώς ήταν άθεο και διεθνιστικό και χρησιμοποιούσε τον Εθνικισμό μόνο για να ανέβει στην εξουσία και για να κοροϊδεύει μονίμως τον λαό. Με την άνοδο του στην εξουσία, ο κομμουνισμός ξεκλήρισε τα έθνη (τις διάφορες δημοκρατίες), κατάστρεψε τις κουλτούρες τους και καταπίεζε τους λαούς τους.
Οι προειδοποιήσεις του για την κομμουνιστική επιθετικότητα και την ηθική παρακμή της Δύσης θα τον έκαναν αγαπητό στους συντηρητικούς κύκλους της Δύσης. Όμως πολλοί «προοδευτικοί» αναγνώστες του, που τον λάτρευαν για την αποκάλυψη των στρατοπέδων συγκεντρώσεως, ανακάλυψαν έντρομοι ότι η βάση της σκέψης του «ήταν αντιδραστική», όπως αποκαλούσαν τον Ρωσικό εθνικισμό του και την πίστη στην Ρωσική Ορθοδοξία, ενώ δεν μπορούσαν να ανεχθούν την κριτική του στην τηλεόραση και την ροκ μουσική, τις οποίες κατηγορούσε για πνευματική κενότητα.
Γνωστή επίσης υπήρξε η κριτική του για την ίδια την Αμερική, όπου δήλωνε: «Έφυγα από μία χώρα που δεν μπορούσα να μιλήσω και ήρθα σε μία χώρα όπου μπορώ να μιλήσω, αλλά η ελευθερία του λόγου δεν έχει πια καμία σημασία». Στην ιστορική του ομιλία στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ τον Ιούνιο του 1978 έλεγε ότι η Δύση καταρρέει επειδή η Αναγέννηση και ο Διαφωτισμός της έμαθαν πως σκοπός της ζωής είναι η αναζήτηση της ευτυχίας. Και θα προσθέσει: «Δεν είναι δυνατόν να περιορίζεται ο απολογισμός του έργου του Προέδρου στο ζήτημα του ύψους των αποδοχών των πολιτών ή στην εξασφάλιση απεριόριστης παροχής βενζίνης».
Όμως ακόμα και αν ζούσε στην εξορία, ο Σολζενίτσιν θα παρέμενε η συνείδηση του Έθνους του. Το 1990 γράφει στο «Ξανακτίζοντας την Ρωσία»: «Ο χρόνος έχει τελειώσει για τον κομμουνισμό», ενώ απέρριπτε την Περεστρόικα ως ένα κόλπο που υπήρχε για να ξεγελά τον λαό και να διατηρεί στην εξουσία το Κομμουνιστικό Κόμμα. Σε αυτό το δεύτερο μανιφέστο, ο Σολζενίτσιν προτείνει την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης με την απεμπόληση των μη Σλαβικών Δημοκρατιών. Εκείνο που θα παραμείνει θα είναι μία ομόσπονδη Ρωσική Δημοκρατία, η Ουκρανία, η Λευκορωσία και το Καζακστάν. Η KGB θα πρέπει να διαλυθεί και θα πρέπει να υπάρξει ένα πολιτικό σύστημα με ελεύθερες προεδρικές εκλογές κάθε πέντε η επτά χρόνια. Όμως ο ίδιος δεν θεωρεί την Δημοκρατία ως πανάκια και λύση των προβλημάτων του λαού και θα πρέπει να έχει αυτοπεριορισμούς.
Η κυβέρνηση πρέπει να επιτρέψει την ύπαρξη ιδιωτικής περιουσίας, αλλά με δύο όρους: την υποστήριξη μικρομεσαίας επιχείρησης και την λήψη προληπτικών μέτρων ενάντια στην δημιουργία ιδιωτικών μονοπωλίων που θα αντικαταστήσουν τον κρατικό σοσιαλισμό. Και τέλος οραματιζόταν μία πνευματική επανάσταση που θα ξεκινούσε από την επαρχία για να αναγεννήσει την Ρωσία με την αποκατάσταση των αγροτικών και παραδοσιακών αξιών (αγάπη για την Πατρώα Γη, οικογένεια, Εκκλησία και σχολείο) και μια επιστροφή στον ρωσικό κοινοτισμό σε συνδυασμό με μία λογική χρήση της τεχνολογίας.
Επίσης ζητούσε έναν μετριοπαθή πατριωτισμό που θα έκανε την αυτοκριτική του και εξέφραζε την ανησυχία του για την τύχη 25 εκατομμύρια φυλετικά Ρώσων που βρισκόταν κοντά στα σύνορα της πρώην Σοβιετικής ένωσης, ενώ θέλοντας να προστατέψει τον εθνικό χαρακτήρα της Ρωσικής Ορθοδοξίας πολέμησε για να απαγορευθεί η άδεια εισόδου και παραμονής σε Καθολικούς ιερείς και προτεστάντες πάστορες από άλλες χώρες.
Το 1994 θα επιστρέψει στην Ρωσία με τιμές εθνικού ήρωα. Ο Γιέλτσιν θα του δώσει καινούργιο διαβατήριο, όμως εκείνος με την άφιξη του θα ζητούσε την επιστροφή στον δεσποτισμό της Τσαρικής Ρωσίας. Σας θυμίζει μήπως την περίπτωση του Έζρα Πάουντ; Το 2002 εξέδωσε τον πρώτο τόμο του δίτομου βιβλίου του «Διακόσια Χρόνια Μαζί», μια ανάλυση της διαβίωσης Εβραίων στην Ρωσία από το 1770. Σε αυτό το βιβλίο ο Σολζενίτσιν κατήγγειλε τον ρόλο των Εβραίων στις επαναστάσεις του 1905 και του 1917 και θα τους αποκαλούσε «στραγγαλιστές του ρωσικού λαού» και «δήμιους της κόκκινης επανάστασης». Πολλοί θεώρησαν το έργο του αντισημιτικό, αλλά ο καθηγητής Ρόμπερτ Σέρβις του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης τον υπερασπίστηκε, πιστεύοντας ότι έχει δίκιο και υπενθυμίζοντας ότι ακόμα και ο Τρότσκι (που ήταν Εβραίος) είχε δηλώσει ότι υπάρχει μία δυσαναλογία του αριθμού των Εβραίων στην Σοβιετική γραφειοκρατία, συμπεριλαμβανομένης και της Τσεκά, ενώ ο ίδιος ο συγγραφέας πιστεύει ότι τόσο οι Εβραίο όσο και οι Ρώσοι πρέπει να παραδεχθούν τον ρόλο των δικών τους ανθρώπων στο τυραννικό καθεστώς της Σοβιετικής Ένωσης και θα πρέπει να κλείσουν τις παλιές πληγές.
Στις 12 Ιουνίου 2007 ο Πρόεδρος Πούτιν του παρέδωσε προσωπικά το Κρατικό Βραβείο της Ρώσικης Ομοσπονδίας για τον ανθρωπιστικό του έργο. Πρέπει να πούμε ότι από την εποχή της αυτοεξορίας του στο εξωτερικό υπήρχε μια παράλληλη δράση των δύο ανδρών ενάντια στον υλιστικό τρόπο ζωής της Δύσης που εισάγεται πλέον και στην Ρωσία. Αυτό ο αντιδυτικός αντι-υλισμός είναι το πνευματικό υπόβαθρο της εξωτερικής πολιτικής με την αντιβαλλιστική ασπίδα και όλης της προσπάθειας να ξανακάνει δυνατή την Ρωσία.
Η σωρός του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα και η επικήδειος ακολουθία θα γίνει στο μοναστήρι Ντονσκόυ παρουσία διεθνών ηγετών, ενώ θα ταφεί σε τάφο του νεκροταφείου του μοναστηριού που είχε ήδη επιλέξει ο ίδιος.
* ο Γιώργος Πισσαλίδης είναι πτυχιούχος Αγγλικής Φιλολογίας και Φιλοσοφίας.